«Ουκρανική κρίση», «Πόλεμος στην Ουκρανία». Τέτοιες ασαφείς εκφράσεις που όμως χρησιμοποιούνται συστηματικά λειτουργούν παραπλανητικά, αφού κάνουν όσους δεν παρακολουθούν με ιδιαίτερη προσοχή τις ειδήσεις να πιστεύουν ότι ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος είναι ένα αποκλειστικά ανατολικοευρωπαϊκό ζήτημα. Σύμφωνα με αυτή τη λανθασμένη αντίληψη, μια ουκρανική ηγεσία πιο υποχωρητική στη ρωσική θα μπορούσε να είχε αποφύγει την ατυχή πολεμική σύγκρουση. Και όχι μόνο. Το Κίεβο υποτίθεται ότι μπορεί ακόμη να αναχαιτίσει την άνοδο των παγκόσμιων κινδύνων που διαχέονται από τον «πόλεμο στην Ουκρανία» σε άλλα πεδία και περιοχές.
Αν υπολογίσουμε την ιστορική διάσταση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου θα κατανοήσουμε τι συμβαίνει. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι μία μόνο από τις διάφορες εκδηλώσεις του μετασοβιετικού ιμπεριαλισμού της Μόσχας και, στην ουσία, μια μόνο πτυχή ευρύτερων δυσμενών εξελίξεων από το τέλος του 20ού αιώνα. Η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι μια επανάληψη ή, καλύτερα, μια προεικόνιση παθολογιών γνωστών όχι μόνο στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά και σε άλλες περιοχές του κόσμου. Η υποτιθέμενη «ουκρανική κρίση» δεν είναι ούτε μοναδικό ούτε τοπικό ζήτημα. Είναι λιγότερο το έναυσμα παρά μια εκδήλωση ευρύτερων καταστροφικών τάσεων.
Επιπλέον, ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος είναι μια μεγάλη μάχη για το μέλλον της Ευρώπης που δοκιμάζει την αρχή του απαραβίαστου των συνόρων. Επιπλέον, ο πόλεμος αφορά το δικαίωμα ύπαρξης ενός κανονικού κράτους-μέλους του ΟΗΕ, καθώς και μιας δημοκρατίας που συγκαταλέγεται στις ιδρύτριες χώρες του ΟΗΕ το 1945. Έχει επομένως παγκόσμια σημασία. Και σίγουρα, ο πόλεμος αυτός είναι μόνο μία από τις πολλές εκφράσεις της ευρύτερης διεθνούς αταξίας.
Ωστόσο, η πορεία και η έκβαση του πολέμου μπορεί είτε να επιταχύνει, είτε να περιορίσει, είτε να αντιστρέψει την ευρύτερη παρακμή της πολιτικής, των κοινωνιών και της δικαιοσύνης σε ολόκληρο τον κόσμο. Η μερική νίκη της Μόσχας στην Ουκρανία θα διαταράξει μόνιμα το διεθνές δίκαιο, τη διεθνή τάξη και οργάνωση και μπορεί να πυροδοτήσει ένοπλες συγκρούσεις καθώς και κούρσες εξοπλισμών αλλού. Μια επιτυχής άμυνα της Ουκρανίας κατά της στρατιωτικής επέκτασης της Ρωσίας, αντίθετα, θα δημιουργήσει εκτεταμένες ευεργετικές συνέπειες στην παγκόσμια ασφάλεια, τη δημοκρατία και την ευημερία με τρεις τρόπους:
Μια ουκρανική νίκη
α) θα οδηγούσε σε σταθεροποίηση της βασισμένης σε κανόνες τάξης του ΟΗΕ που προέκυψε μετά το 1945 και παγιώθηκε με την αυτοκαταστροφή του σοβιετικού μπλοκ και της Σοβιετικής Ένωσης μετά το 1989,
β) θα πυροδοτούσε αναζωπύρωση του παγκόσμιου κύματος εκδημοκρατισμού που έχει ανακοπεί από τις αρχές του 21ου αιώνα και χρειάζεται ώθηση για να ξεκινήσει εκ νέου, και,
γ) η συνεχιζόμενη ουκρανική εθνική άμυνα και η ταυτόχρονη οικοδόμηση του κράτους συμβάλλει στην παγκόσμια καινοτομία και την αναζωογόνηση διαφόρων τομέων, από την τεχνολογία διπλής χρήσης έως τη δημόσια διοίκηση – τομείς στους οποίους η Ουκρανία έχει καταστεί πρωτοπόρος.
Η Ουκρανία σταθεροποιεί τη διεθνή τάξη
Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος ήταν μόνο μία από τις πολλές προσπάθειες ισχυρών κρατών, στις αντίστοιχες περιοχές τους, να επεκτείνουν τα εδάφη τους μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Αναβιώνοντας πρακτικές διεθνούς πολιτικής από την περίοδο πριν από το 1945, αρκετές αναθεωρητικές κυβερνήσεις προσπάθησαν ή σχεδιάζουν να εγκαταστήσουν την απρόσκλητη παρουσία τους σε γειτονικές χώρες. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που προέκυψαν ήταν ή θα είναι επιθετικές, κατασταλτικές και απρόκλητες και όχι αμυντικές, ανθρωπιστικές και προληπτικές. Αρκετές αναθεωρητικές απολυταρχίες έχουν εμπλακεί ή μπαίνουν στον πειρασμό να προσπαθήσουν να αντικαταστήσουν το διεθνές δίκαιο με την αρχή τού «η ισχύς δημιουργεί δίκαιο».
Ένα πρώιμο παράδειγμα μετά τον Ψυχρό Πόλεμο ήταν η προσάρτηση του Κουβέιτ από το Ιράκ το 1990, η οποία ανατράπηκε αμέσως από έναν διεθνή συνασπισμό το 1991. Ένα άλλο παράδειγμα από τη δεκαετία του 1990 ήταν οι ρεβανσιστικές επιθέσεις της Σερβίας σε άλλες πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες τις οποίες κάποτε κυβερνούσε το Βελιγράδι. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Ρωσία άρχισε επίσης να δημιουργεί τις λεγόμενες «δημοκρατίες» στη Μολδαβία (π.χ. Υπερδνειστερία), και στη Γεωργία (π.χ. Αμπχαζία και «Νότια Οσετία»). Ταυτόχρονα, η Μόσχα κατέστειλε αδίστακτα την ανάδυση μιας ανεξάρτητης δημοκρατίας της Τσετσενίας στο έδαφός της.
Μόλις πρόσφατα, το Κρεμλίνο έστρεψε την προσοχή του στην Ουκρανία. Το 2014, η Μόσχα δημιούργησε όχι μόνο «λαϊκές δημοκρατίες» στο Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ, αλλά και προσάρτησε σκανδαλωδώς την Κριμαία στη Ρωσική Ομοσπονδία. Οκτώ χρόνια αργότερα, η Ρωσία ενσωμάτωσε επίσης παράνομα τις περιοχές Ντονέτσκ, Λουχάνσκ, Ζαπορίζια και Χερσώνα της Ουκρανίας στην επίσημη κρατική επικράτειά της.
Η διεθνής κοινότητα αντέδρασε στις αναθεωρήσεις των συνόρων της Ρωσίας, σε αντίθεση με τις προσπάθειες του Ιράκ και της Σερβίας τη δεκαετία του 1990, με μισή καρδιά. Οι άτολμες αντιδράσεις της Δύσης προκάλεσαν περαιτέρω ρωσικό τυχοδιωκτισμό. Η Μόσχα απαιτεί τώρα από το Κίεβο την οικειοθελή παράδοση όλων των τμημάτων των τεσσάρων ηπειρωτικών περιοχών της Ουκρανίας που η Ρωσία προσάρτησε το 2022. Αυτό περιλαμβάνει παραδόξως ακόμη και κάποια τμήματα του εδάφους της Ουκρανίας που τα ρωσικά στρατεύματα δεν κατάφεραν ποτέ να καταλάβουν. Ο τελικός στόχος του Κρεμλίνου εξακολουθεί να είναι η εξάλειψη της Ουκρανίας ως κυρίαρχου κράτους και του ουκρανικού έθνους ως ανεξάρτητης πολιτιστικής κοινότητας.
Ταυτόχρονα, το Πεκίνο συμπιέζει τους καθιερωμένους κανόνες συμπεριφοράς στη Νότια καθώς και στην Ανατολική Θάλασσα της Κίνας και εντείνει τις προετοιμασίες του για να ενσωματώσει διά της βίας τη Δημοκρατία της Κίνας στην Ταϊβάν στη ΛΔ της Κίνας. Η Βενεζουέλα ανακοίνωσε εδαφικές διεκδικήσεις στη γειτονική Γουιάνα. Άλλοι αναθεωρητικοί πολιτικοί σε όλο τον κόσμο μπορεί να υποκρύπτουν παρόμοια σχέδια.
Η επίσημη ενσωμάτωση από τη Μόσχα των ουκρανικών εδαφών στη ρωσική κρατική επικράτεια είναι μοναδική λόγω του ότι έγινε από ένα μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ο οποίος δημιουργήθηκε κάποτε για να αποτρέψει μια τέτοια αναθεώρηση των συνόρων. Η συμπεριφορά της Ρωσίας είναι επίσης ιδιάζουσα ενόψει της ιδιότητάς της ως αναγνωρισμένου κράτους κατόχου πυρηνικών όπλων και κυβέρνησης-θεματοφύλακα στο πλαίσιο της Συνθήκης Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων του 1968. Παρ’ όλα αυτά, η Μόσχα προσπαθεί να μειώσει ή ακόμη και να καταστρέψει ένα επίσημο μέλος του ΟΗΕ και κράτος που δεν διαθέτει πυρηνικά όπλα, υπονομεύοντας έτσι ολόκληρη τη λογική του καθεστώτος μη διάδοσης, καθώς και τα ειδικά προνόμιά του για τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, στα οποία η Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων επιτρέπει να διαθέτουν πυρηνικά όπλα.
Ταυτόχρονα, η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία δεν είναι ούτε γεωγραφικά ούτε προσωρινά εντελώς εξαιρετική. Είναι μόνο ένα από τα πολλά πρόσφατα συμπτώματα ενός γενικότερου ρωσικού νεοϊμπεριαλισμού. Είναι επίσης μόνο μια πτυχή ευρύτερων επεκτατικών και ρεβανσιστικών τάσεων σε ολόκληρο τον κόσμο.
Μια ουκρανική νίκη κατά της Ρωσίας δεν θα ήταν απλώς ένα τοπικό περιστατικό, αλλά ένα γεγονός πολύ ευρύτερης σημασίας. Θα μπορούσε να γίνει σημαντικός παράγων πρόληψης ή και αντιστροφής του διεθνούς συνοριακού αναθεωρητισμού και του εδαφικού αλυτρωτισμού. Αντίθετα, η ήττα της Ουκρανίας ή μια άδικη ρωσο-ουκρανική ειρήνη θα ενίσχυε τον αποικιοκρατικό τυχοδιωκτισμό σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο αγώνας της Ουκρανίας για ανεξαρτησία είναι, επομένως, για τις παγκόσμιες υποθέσεις, και τα δύο: μια εκδήλωση ευρύτερων προβλημάτων και ένα μέσο για την επίλυσή τους.
Η Ουκρανία αναβιώνει τον διεθνή εκδημοκρατισμό
Η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν αποτελεί μόνο πρόκληση για αρχές όπως η ειρηνική επίλυση συγκρούσεων, η εθνική κυριαρχία και το απαραβίαστο των συνόρων. Είναι επίσης ο απόηχος μιας άλλης αρνητικής παγκόσμιας πολιτικής τάσης των αρχών του 21ου αιώνα, της παρακμής δηλαδή της δημοκρατίας και της αναβίωσης της απολυταρχίας. Και αυτή η οπισθοδρομική τάση δεν εκδηλώνεται σε καμία περίπτωση μόνο μέσω της αντιπαράθεσης ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία.
Ένας σημαντικός εσωτερικός καθοριστικός παράγοντας της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία είναι ότι οι διάφοροι πόλεμοι του Πούτιν αποτελούν, από το 1999, πηγές δημοτικότητας, ακεραιότητας και νομιμοποίησης της αντιδημοκρατικής διακυβέρνησής του. Μερικές φορές παραβλέπεται στις αναλύσεις για την υποστήριξη της ρωσικής κοινής γνώμης στον αυταρχισμό ότι η κατοχή, η υποταγή ή/και η καταστολή λαών όπως οι Τσετσένοι, οι Γεωργιανοί και οι Ουκρανοί βρίσκουν ευρεία υποστήριξη μεταξύ των απλών Ρώσων. Η υποστήριξή τους στις νικηφόρες στρατιωτικές επεμβάσεις –ιδιαίτερα στο έδαφος των πρώην τσαρικών και σοβιετικών αυτοκρατοριών– αποτελεί σημαντικό πολιτικό πόρο και κοινωνική βάση του ολοένα και πιο αυταρχικού καθεστώτος του Πούτιν.
Οι οπισθοδρομικές τάσεις, για να είμαστε ακριβείς, ήταν ήδη παρατηρούμενες στην ημι-δημοκρατική Ρωσία του Γέλτσιν τη δεκαετία του 1990 – στη Μολδαβία, π.χ., ή την Τσετσενία. Ωστόσο, υπό την πρωθυπουργία του Πούτιν (1999-2000, 2008-12) και υπό την προεδρία του ώς σήμερα, η μοχθηρία των ρωσικών ρεβανσιστικών στρατιωτικών επιχειρήσεων εντός και εκτός της Ρωσίας αυξήθηκε ραγδαία. Αυτή η ριζοσπαστικοποίηση είναι συνάρτηση όχι μόνο του κλιμακούμενου ρωσικού αλυτρωτισμού καθαυτού, αλλά και αποτέλεσμα θεμελιωδών αλλαγών στο πολιτικό καθεστώς της Ρωσίας. Η αυξανόμενη εξωτερική επιθετικότητα της Μόσχας παραλληλίζεται με την αύξηση της εγχώριας καταστολής μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της Ρωσίας από τον Πούτιν τον Αύγουστο του 1999.
Οι δύο μεγάλες πρώιμες αιχμές της επιθετικότητας του Κρεμλίνου προς την Ουκρανία συνέβησαν, όχι τυχαία, το 2004 και το 2014. Είχαν μεγάλη σχέση με τις νίκες της φιλελεύθερης-δημοκρατικής Πορτοκαλί Επανάστασης και της Επανάστασης του Euromaidan εκείνα τα χρόνια. Η εσωτερική εξέλιξη της Ουκρανίας δεν αμφισβητεί μόνο τις αυτοκρατορικές αξιώσεις της Ρωσίας, καθώς οδηγεί τη μεγαλύτερη πρώην αποικία εκτός της τροχιάς της Μόσχας. Το εκδημοκρατιζόμενο ουκρανικό πολίτευμα αποτελεί επίσης ένα εννοιολογικό αντιπρότυπο για τον αυταρχισμό στον μετακομμουνιστικό κόσμο. Η ίδια η ύπαρξή της αμφισβητεί τη νομιμότητα των μετασοβιετικών απολυταρχιών στη Ρωσία, τη Λευκορωσία, το Αζερμπαϊτζάν και την Κεντρική Ασία.
Ο αγώνας της Ουκρανίας για ανεξαρτησία δεν είναι επομένως μόνο μια υπεράσπιση του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς τάξης, αλλά και μια μάχη για την υπόθεση της παγκόσμιας δημοκρατίας. Ο ανταγωνισμός μεταξύ φιλο- και αντιδημοκρατικών δυνάμεων είναι παγκόσμιος και έχει οξυνθεί ήδη από πριν, παράλληλα και ανεξάρτητα από τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Ταυτόχρονα, η αντιπαράθεση μεταξύ της ρωσικής απολυταρχίας και της ουκρανικής δημοκρατίας είναι ιδιαίτερα επική.
Αν η Ουκρανία νικήσει, η διεθνής συμμαχία των δημοκρατιών κερδίζει και ο άξονας των απολυταρχιών γύρω από τη Ρωσία χάνει. Σε αυτό το σενάριο, όχι μόνο οι άλλες δημοκρατίες θα γίνουν πιο ασφαλείς, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ενέργεια. Είναι πιθανό να εμφανιστούν περισσότερες δημοκρατίες – κυρίως στον μετακομμουνιστικό κόσμο από την Ανατολική Ευρώπη μέχρι την Κεντρική Ασία. Η διάχυση των δημοκρατικών τάσεων ή τα φαινόμενα ντόμινο θα μπορούσαν επίσης να προκαλέσουν εκδημοκρατισμούς αλλού.
Αντίθετα, μια ρωσική νίκη θα ενθαρρύνει αυταρχικά καθεστώτα και αντιδημοκρατικές ομάδες σε όλο τον κόσμο. Σε ένα τέτοιο σενάριο, το δημοκρατικό πολίτευμα και οι ανοικτές κοινωνίες θα στιγματιστούν ως αδύναμες, αναποτελεσματικές ή ακόμη και καταδικασμένες. Η πρόσφατη παγκόσμια παρακμή της δημοκρατίας θα είναι λιγότερο πιθανό να αντιστραφεί και μπορεί να συνεχιστεί περαιτέρω ή και να επιταχυνθεί. Αν και η «ουκρανική κρίση» δεν είναι η αιτία των σημερινών προβλημάτων της δημοκρατίας, η επιτυχής επίλυσή της θα αναζωπυρώσει τον παγκόσμιο εκδημοκρατισμό.
Η Ουκρανία εφαρμόζει μεταβιβάσιμες καινοτομίες
Μια τρίτη, μέχρι στιγμής, υποτιμημένη πτυχή της συμβολής του Κιέβου στην παγκόσμια πρόοδο είναι ένας αυξανόμενος αριθμός νέων και εν μέρει επαναστατικών ουκρανικών γνωσιακών, θεσμικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων που μπορούν να εφαρμοστούν αλλού. Ήδη, πριν από την κλιμάκωση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου το 2022, το Κίεβο ξεκίνησε ορισμένες εγχώριες μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να έχουν σημασία για τον εκσυγχρονισμό και άλλων χωρών σε διαδικασία μετάβασης. Μετά τη νίκη της εξέγερσης του Euromaidan (της Επανάστασης της Αξιοπρέπειας), τον Φεβρουάριο του 2014, η Ουκρανία άρχισε να αναδιαρθρώνει ριζικά τις σχέσεις κράτους-κοινωνίας.
Αυτό περιελάμβανε τη δημιουργία αρκετών νέων θεσμών κατά της διαφθοράς: τη δημιουργία ενός εξειδικευμένου δικαστηρίου και μιας εισαγγελίας κατά της διαφθοράς, καθώς και μιας υπηρεσίας πρόληψης της διαφθοράς και ενός γραφείου ερευνών. Η καινοτομία αυτών των θεσμικών οργάνων είναι ότι όλα είναι αποκλειστικά αφιερωμένα στον αποκλεισμό, στην αποκάλυψη και στη δίωξη της δωροδοκίας. Τον Απρίλιο του 2014, η Ουκρανία ξεκίνησε μια εκτεταμένη αποκέντρωση του συστήματος δημόσιας διοίκησής της, η οποία οδήγησε στην πλήρη αυτοδιοίκηση της χώρας. Η μεταρρύθμιση μετέφερε σημαντικές αρμοδιότητες, δικαιώματα, οικονομικούς πόρους και ευθύνες από το περιφερειακό και το εθνικό επίπεδο στα τοπικά αυτοδιοικητικά όργανα των συγχωνευμένων κοινοτήτων, τα οποία έχουν πλέον καταστεί σημαντικοί τόποι εξουσίας στην Ουκρανία.
Η επανάσταση του Euromaidan οδήγησε επίσης σε αναδιάρθρωση των σχέσεων μεταξύ κυβερνητικών και μη κυβερνητικών οργανώσεων. Η πρώιμη ανεξάρτητη Ουκρανία, όπως και άλλες μετασοβιετικές χώρες, υπέφερε από την αποξένωση μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων και πολιτών με ακτιβιστική δραστηριότητα. Μετά την Επανάσταση της Αξιοπρέπειας, αυτό το χάσμα άρχισε να κλείνει. Για παράδειγμα, το περίφημο «Πακέτο μεταρρυθμίσεων αναζωογόνησης» του Κιέβου είναι ένας συνασπισμός ανεξάρτητων δεξαμενών σκέψης, ερευνητικών ινστιτούτων και ΜΚΟ που προετοιμάζει κρίσιμη νέα μεταρρυθμιστική νομοθεσία για τη Verkhovna Rada, το Εθνικό Κοινοβούλιο της Ουκρανίας.
Επίσης, το 2014, η Ουκρανία, η Μολδαβία και η Γεωργία υπέγραψαν συμφωνίες σύνδεσης με την ΕΕ νέου και, μέχρι στιγμής, μοναδικού τύπου. Οι τρεις διμερείς συμφωνίες-μαμούθ υπερβαίνουν κατά πολύ τις παλαιότερες συνθήκες εξωτερικής συνεργασίας της Ένωσης και περιλαμβάνουν τις αποκαλούμενες ζώνες βαθέος και συνολικού ελεύθερου εμπορίου μεταξύ της ΕΕ και των τριών χωρών. Οι Συμφωνίες Σύνδεσης ενσωματώνουν από τότε σταδιακά τις οικονομίες της Ουκρανίας, της Μολδαβίας και της Γεωργίας στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Αυτές και άλλες κανονιστικές καινοτομίες που προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τη μεταπολιτευτική Ουκρανία έχουν ευρύτερη κανονιστική σημασία και μεγαλύτερο πολιτικό δυναμικό. Παρέχουν πρότυπα μεταρρυθμίσεων, θεσμικά μοντέλα και ιστορικά διδάγματα για άλλες σημερινές και μελλοντικές χώρες μετάβασης όχι μόνο στον μετασοβιετικό χώρο. Οι εμπειρίες της Ουκρανίας μπορούν να είναι χρήσιμες για διάφορα έθνη που μεταβαίνουν από μια παραδοσιακή σε μια φιλελεύθερη τάξη, από την πελατειακή στην πλουραλιστική πολιτική, από μια κλειστή σε μια ανοικτή κοινωνία, από την ολιγαρχία στην πολυαρχία, από τη συγκεντρωτική στην αποκεντρωμένη διακυβέρνηση και από την απλή συνεργασία στη βαθύτερη σύνδεση με την ΕΕ.
Ενώ οι μετεπαναστατικές εξελίξεις της Ουκρανίας είναι, πάνω απ’ όλα, σημαντικές για τις χώρες μετάβασης, οι εμπειρίες και οι καινοτομίες που σχετίζονται με τον πόλεμο ενδιαφέρουν και άλλα κράτη – και όχι μόνο τα μέλη και τους συμμάχους του ΝΑΤΟ. Η διάχυση αυτή αφορά τόσο τη συσσωρευμένη γνώση της Ουκρανίας για τις υβριδικές απειλές και τον τρόπο αντιμετώπισής τους, όσο και τον ταχύ τεχνολογικό και τακτικό εκσυγχρονισμό των στρατιωτικών δυνάμεων και των δυνάμεων ασφαλείας της Ουκρανίας που πολεμούν τις ρωσικές δυνάμεις στο πεδίο της μάχης και στα μετόπισθεν. Από το 2014, η Ουκρανία έχει γίνει –πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα του πλανήτη– στόχος των πολυποίκιλων επιθέσεων της Μόσχας με παράτυπες και τακτικές δυνάμεις, στα μέσα ενημέρωσης και στον κυβερνοχώρο, στο πλαίσιο της εσωτερικής και διεθνούς πολιτικής, καθώς και στις υποδομές, στην οικονομία και στα πολιτιστικά, θρησκευτικά, εκπαιδευτικά και ακαδημαϊκά ιδρύματά της.
Από τις 24 Φεβρουαρίου 2022, η Ουκρανία βρίσκεται σε έναν δραματικό αγώνα επιβίωσης απέναντι σε μια ονομαστικά πολύ ανώτερη επιθετικά χώρα. Η κυβέρνηση, ο στρατός και η κοινωνία της Ουκρανίας έπρεπε να προσαρμοστούν γρήγορα, ευέλικτα και διεξοδικά σε αυτή την υπαρξιακή πρόκληση. Αυτό περιελάμβανε την ταχεία εισαγωγή νέων τύπων και εφαρμογών οπλισμού, όπως μια ποικιλία μη επανδρωμένων ιπτάμενων, υποβρύχιων και κινούμενων οχημάτων, καθώς και τη λειτουργία τους με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης. Σε ένα ευρύ φάσμα στρατιωτικής τεχνολογίας και τεχνολογίας διπλής χρήσης, η Ουκρανία έπρεπε να καινοτομήσει γρήγορα και αποτελεσματικά ώστε να αντέξει τη θανατηφόρα ρωσική επίθεση.
Σε πολυάριθμους άλλους τομείς, όπως η παραγωγή και η διατήρηση της ηλεκτρικής ενέργειας, η ηλεκτρονική επικοινωνία, οι μεταφορές σε καιρό πολέμου, η επαλήθευση πληροφοριών, η επείγουσα ιατρική, η μεγάλης κλίμακας αποναρκοθέτηση, η μετατραυματική ψυχοθεραπεία ή η επανένταξη των βετεράνων, για να αναφέρουμε μόνο μερικούς τομείς, η ουκρανική κυβέρνηση και κοινωνία έπρεπε, πρέπει και θα πρέπει να αντιδράσει γρήγορα και αποφασιστικά. Ενώ η Ουκρανία βασίζεται συχνά σε ξένη εμπειρία, εξοπλισμό και εκπαίδευση, ταυτόχρονα αναπτύσσει συνεχώς τη δική της νέα «εργαλειοθήκη», προσεγγίσεις και μηχανισμούς που θα μπορούσαν ενδεχομένως να είναι χρήσιμα αλλού. Αυτή η νέα ουκρανική γνώση και εμπειρία θα φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη σε χώρες που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν παρόμοιες προκλήσεις στο εγγύς ή στο απώτερο μέλλον.
Συμπεράσματα
Η κλιμάκωση της λεγόμενης «ουκρανικής κρίσης» το 2022 ήταν μόνο μια έκφραση της ήδη προγενέστερης και ανεξάρτητα συσσωρευμένης διεθνούς έντασης. Ταυτόχρονα, ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος δεν αποτελεί ασήμαντη εκδήλωση αυτών των ευρύτερων τάσεων και δεν είναι περιφερειακό θέμα στις παγκόσμιες υποθέσεις. Μια ρωσική νίκη επί της Ουκρανίας θα είχε σοβαρές επιπτώσεις όχι μόνο στη μετασοβιετική περιοχή, αλλά και πολύ πέραν αυτής. Αντίθετα, μια επιτυχία της Ουκρανίας στην άμυνά της απέναντι στη γενοκτονική επίθεση της Ρωσίας και η επίτευξη μιας δίκαιης ειρήνης θα έχει σταθεροποιητικές και καινοτόμες επιπτώσεις πολύ πέρα από την Ανατολική Ευρώπη.
Εκτός του ότι πρόκειται για ρεβανσιστικό πόλεμο ενός πρώην αυτοκρατορικού κέντρου εναντίον της πάλαι ποτέ αποικίας του, η επίθεση της Ρωσίας στην ουκρανική δημοκρατία καθοδηγείται από τη ρωσική εσωτερική πολιτική. Είναι αποτέλεσμα της επαναυτοκρατορικοποίησης της Ρωσίας από το 1999, η οποία, με τη σειρά της, ακολουθεί ευρύτερες οπισθοδρομικές τάσεις στην εξάπλωση της δημοκρατίας παγκοσμίως. Η Ουκρανία δεν ήταν τόσο η αφορμή όσο το μεγάλο θύμα των πρόσφατων καταστροφικών διεθνών τάσεων.
Ταυτόχρονα, ο αγώνας της Ουκρανίας μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση της παγκόσμιας εξάπλωσης του ρεβανσισμού. Μπορεί να αναζωπυρώσει τον παγκόσμιο εκδημοκρατισμό και να βοηθήσει τον εκσυγχρονισμό των μεταβατικών καθώς και άλλων εθνών που βρίσκονται σε κρίσιμες καταστάσεις. Μια ουκρανική νίκη και ανάκαμψη μπορεί να σώσει όχι μόνο την Ουκρανία και τους γείτονές της από τον ρωσικό ιμπεριαλισμό. Ο αγώνας της Ουκρανίας συμβάλλει επίσης στην επίλυση πολλών ευρύτερων προβλημάτων του κόσμου σήμερα.