Χαίρομαι πολύ που σας βλέπω
Κι αφού η Μεταπολίτευση δεν λέει να τελειώσει, απεναντίας ενσωματώνει συνεχώς νέες γενιές, θα έλεγα ότι μερικοί από μας εδωμέσα ανήκουμε 100% στις απαρχές της συγκεκριμένης εξελικτικής φάσης. Ούτε γενιά της χούντας και της αντίστασης, ούτε παιδιά του Πολυτεχνείου, αλλά της Μεταπολίτευσης καημένη γενιά. Το λέει κανείς αυτό; To ομολογεί; Το βάζει στο βιογραφικό του; Πολύ αμφιβάλλω.
Θα έπρεπε να το κάνουμε μού φαίνεται, κι όχι να γινόμαστε της προσκολλήσεως σε ιστορικές περιόδους που δεν μας περιλαμβάνουν ούτε και κάναμε τίποτα γι’ αυτές. Κι επειδή ο τίτλος αυτής εδώ της ομάδας είναι «Αφηγήσεις», αισθάνομαι ότι μας επιτρέπεται να μιλήσουμε προσωπικά, να πούμε μικρές ιστορίες που έφτιαξαν την Ιστορία, αν όχι ολόκληρη την Ιστορία, προετοίμασαν πάντως οπωσδήποτε την ιστορία μας.
***
Ήμουν 18 χρονών, πρωτοετής της γαλλικής φιλολογίας, όταν έγινε η Μεταπολίτευση. Θυμάμαι τη μέρα, θυμάμαι την ανακούφιση, θυμάμαι τη χαρά, θυμάμαι και τη συμφιλίωση των γενεών, γιατί μέχρι τότε η σιωπή ήταν νόμος μέσα στα σπίτια. Φοβόταν η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Μια τόσο ευφρόσυνη καμπή της Ιστορίας που θα μας έβγαζε σε μια θεσμική αναγέννηση, και όντως μας έβγαλε αν αναλογιστεί κανείς πόσο διαλυμένα ήταν τότε τα κόμματα και πόσο γρήγορα και ομαλά οργανώθηκαν οι πολιτικές δυνάμεις και ο κοινοβουλευτισμός.
Η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, επίσης, που οφειλόταν στην εμμονή ενός ανδρός και γύρω γύρω να μαίνονται τα ιδεολογικά χρωστούμενα και οι εντολές του εμφυλίου.
Από εδώ θα ήθελα να αρχίσω την αφήγησή μου για τη δικιά μας Μεταπολίτευση. Όχι σαν μια ιστορική περίοδο αλλά την Μεταπολίτευση σαν état d'âme όπως θα έλεγαν οι Γάλλοι. Προσπάθησα πολύ να μεταφέρω στα ελληνικά αυτό το μικρό λεκτικό επίτευγμα αλλά δεν τα κατάφερα. Η Μεταπολίτευση σαν ψυχική κατάσταση; Σαν κατάσταση ψυχής; Σαν διάθεση; Σαν ψυχικό αποτύπωμα; Σαν αίσθημα; Σαν συναισθηματική συνθήκη, όπως είπε στην χθεσινή υπέροχη εισήγησή του ο Παναγής Παναγιωτόπουλος; Όποιος έχει μια καλύτερη ιδέα ας βοηθήσει. Γεγονός είναι πάντως ότι κάποια πράγματα μας πέτυχαν απάνω που βγαίναμε στον κόσμο και έγραψαν μέσα μας με καρφί. Μας χάλασαν το έπος, μας το βανδάλισαν.
Για μένα, το ένα ήταν ο τρόπος που έγινε η αποχουντοποίηση στα πανεπιστήμια και το δεύτερο η εμφάνιση της 17 Νοέμβρη. Ακόμα και σήμερα με ταράζουν αυτές οι αναμνήσεις. Το μεγάλο αμφιθέατρο Παπαρρηγοπούλου της Φιλοσοφικής, στο κτίριο της Σόλωνος, ένα βάραθρο γεμάτο μικρά εξαγριωμένα στόματα και στον πάτο της χοάνης ένα ανθρωπάκι μικρόσωμο με ποντικίσιο μουστακάκι –δίδασκε ψυχολογία αν θυμάμαι– να δέχεται το ομαδικό μπούλινγκ από ένα λαϊκό δικαστήριο μετεφήβων προαποφασισμένο να του κόψει τη ζωή, την υπόληψη και την καριέρα με φωνές και βρισιές, ποδοκροτώντας ακατάπαυστα.
Υπήρχαν όμως και διαφορετικού τύπου ξεκαθαρίσματα. Στο ίδιο αμφιθέατρο έλαβε χώραν μια ιδιαίτερη σταύρωση, με το ίδιο «σεβαστόν δικαστήριον», αλλά χωρίς την πρόφαση της αποχουντοποίησης αυτή τη φορά. Ο καθηγητής της έδρας γαλλικών σπουδών, Nicolas Wagner, κάπως σφιχτός στη βαθμολογία είναι η αλήθεια, έπρεπε, σύμφωνα με το αμφιθέατρο, να πάρει πόδι α) ως μη Ελληνας! (τι πιο αποστομωτικό επιχείρημα!) και β) επειδή είχε αφήσει οικειοθελώς την ωραία έδρα του στη Σορβόνη όπου ήταν και μέλος αξιολόγησης διδακτορικών για να έρθει να μας ξεστραβώσει στο Καποδιστριακό, ενώ κατά βάθος είχε την τρέχα γύρευε μυστική αποστολή να εξυπηρετήσει τα σκοτεινά σχέδια του Γαλλικού Ινστιτούτου και της εν Αθήναις γαλλικής πρεσβείας, της κυβέρνησης Πομπιντού, του Ζισκάρ Ντ’Εσταίν και της γαλλικής Ακροδεξιάς, μια εποχή μάλιστα που ο Ζαν Μαρί Λεπέν δεν υπήρχε ούτε κατ’ όνομα στην κεντρική γαλλική πολιτική σκηνή αφού δεν είχε καταφέρει να συγκεντρώσει ούτε τις απαιτούμενες 500 υπογραφές εκλεκτόρων! Τι-να-πει-κανείς;
Μέχρι να απαυδήσει και να τα βροντήξει από μόνος του, εντωμεταξύ προστέθηκαν κι άλλες κατηγορίες, ότι ας πούμε, το έτος 1976 μας δίδασκε Ρακίνα, Κορνήλιο, Σατωμπριάν, Σταντάλ και Μπωντλαίρ, δηλαδή κάτι αντιδραστικούς και παλιοσυντηριτικούρες ενώ εμείς φλεγόμαστε παραδείγματος χάριν για τον Εντουάρ Λουί που θα γεννιόταν δεκάξι χρόνια αργότερα και θα έγραφε το πρώτο του βιβλίο σαράντα δύο χρόνια μετά, το 2018, δηλαδή προχθές… Για την Ιστορία, θα καταθέσω στον Κύκλο μερικά χειρόγραφα της εποχής, ντοκουμέντα από το περιστατικό προς χρήσιν παντός ενδιαφερομένου, σαν μια βαθιά συγνώμη προς τον καθηγητή μας και προς τιμήν του Μάρκου Βαρθαλίτη, του μοναδικού φοιτητή που άντεξε να σταθεί ολομόναχος και να υποστεί την πίεση του αμφιθεάτρου υπερασπιζόμενος τον Wagner, χωρίς την κάλυψη καμιας πολιτικής νεολαίας, ο οποίος προσπάθησε εις μάτην να εξασφαλίσει τη συνδρομή της αθηναϊκής francophonie, της Ιωάννας Τσάτσου συμπεριλαμβανομένης. Κακά τα ψέματα. Ποιος δεν φοβήθηκε το λιντσάρισμα; Της Ιωάννας Τσάτσου συμπεριλαμβανομένης…
***
Δεν ήθελα άλλο. Δεν με ενδιέφερε αν είχαν επιχειρήματα ή νομιμοποίηση. Ούτε να τους ξέρω, ούτε να με ξέρουν. Μούσκεψα από την ντροπή από την κορυφή ώς τα νύχια. Κι ακόμα τη νιώθω αυτή την ντροπή κάθε φορά που αναβιώνει, την περίοδο της κρίσης για παράδειγμα, με τους Αγανακτισμένους να τραμπουκίζουν πολιτικούς ακόμα και έξω από τα σπίτια τους. Αν δεν ήμουν φοιτήτρια στην ίδια σχολή, αν δεν είχα μυριστεί την έκπληξη, τον τρόμο και την αηδία του κατηγορούμενου, ποιος ξέρει; Μπορεί και να ήμουν πιο λαρζ απέναντι σε νεότερα ανεβάσματα του ίδιου έργου σε άλλα θέατρα κι αμφιθέατρα, δεκαετίες αργότερα.
Το μυρίστηκα όμως και σας διαβεβαιώ ότι, αν και μόνη, δεν ήμουν η μόνη. Υπάρχει λόγος σοβαρός που ήμουν νέος χλιαρός, όπως λέει κι ο Πορτοκάλογλου.
Για τη 17 Νοέμβρη δεν θέλω να πω πολλά. Τα σημαντικότερα έχουν αναλυθεί αλλά κάτι έχει μείνει απ’ έξω. Στα μάτια μου ήταν το μεγαλύτερο άγος της Μεταπολίτευσης που οδήγησε πολλούς από μας στην απόλυτη απομόνωση. Λένε πολλά αλλά κανείς δεν λέει ότι τότε έπρεπε να κρύβεις και να καταπίνεις το σοκ και τον αποτροπιασμό σου αν δεν ήθελες να γίνεις αποσυνάγωγος από τις καλύτερες παρέες, εκεί όπου τα μαντάτα για τις δολοφονίες περνούσαν με σκεπτικισμό και με μισοκρυμμένη επιδοκιμασία. Αρκούσε που δεν το κάναμε εμείς. Σα να λέμε ότι κάποιος έπρεπε να το κάνει… Δηλαδή να κάνει τι; Να κηρύξει την αυτοδικία; Να ανασυστήσει την αυθαιρεσία, τον εμφύλιο, την ΟΠΛΑ, το χάος;
Αν ρωτάτε για τη δική μου état d’âme εκείνη την εποχή, μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου και σήμανε η έναρξη της οριστικής μου ρήξης με το «ανήκειν». Πολιτικά, ιδεολογικά, ψυχικά ή ό,τι άλλο υπάρχει. Γιατί δεν αντέχω τις δυσάρεστες εκπλήξεις από ανθρώπους που τους έχω σε κάποια υπόληψη.
***
Η επιφυλακτικότητά αυτή έπληξε μεν την κοινωνικότητα αρκετών από μας αλλά βοήθησε να περάσουμε ελαφρότερα τη διάβρωση από τον ΣΥΡΙΖΑ ανθρώπων με τους οποίους κάποτε είχαμε βάλει το κεφάλι μας κάτω από την ίδια πολιτική στέγη. Δεν πέσαμε από τα σύννεφα όταν είδαμε αρκετές σεβάσμιες και υπερεγωτικές φιγούρες της άλλης Αριστεράς, που λέει κι ο Σαββόπουλος, να ξεπέφτουν σε θεωρητικούς του λαϊκισμού και του αντισυστημισμού – ιδεολογικοί μέντορες ενός σαν τον Αλέξη Τσίπρα, σιτιζόμενοι οι περισσότεροι από το πρυτανείο.
Γιατί αν έχεις αναγκαστεί να παρατηρείς και να διαβάζεις από νωρίς τα σημάδια του καιρού, η βροχή δεν θα σε προλάβει.
Είναι όμως δυνατόν να ζεις σε τέτοια ψυχική και πνευματική τσίτα και να τη βγάλεις καθαρή; Δεν το πιστεύω. Δεν το πιστεύω για κανέναν από μας. Και ποιοι είμαστε εμείς είναι το ερώτημα; Το καίριο ερώτημα, μια και μιλάμε για γενιά της Μεταπολίτευσης. Είμαστε εμείς που, όταν ακούμε «οι πολιτικοί είναι κλέφτες» και «να καεί, να καεί…», είναι σαν να ακούμε τον Παττακό, σαν η Μεταπολίτευση να μην έλαβε ποτέ χώρα.
Είμαστε εμείς που οι έννοιες του λευκού, του άκυρου ή της αποχής από τις εκλογές, απλώς, δεν υπάρχουν. Θα σπάσουμε το κεφάλι μας να βρούμε την καλύτερη λύση ακόμα και μέσα σε ντροπιαστικά ψηφοδέλτια. Ή το μη χείρον αν προτιμάτε, κι ας πάθουμε και κατάθλιψη. Γιατί ό,τι χάνει κανείς από αγελαία ένστικτα το κερδίζει σε αίσθημα ευθύνης.
Αυτή είναι η λέξη που συνοψίζει τον ψυχικό πολιτισμό που μας κατέλιπεν η Μεταπολίτευση. Νομίζω.
*Κείμενο που διαβάστηκε στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών «Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης 1974-2024», που έγινε στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία το διάστημα 12-14 Μαΐου 2024.