Τους τελευταίους μήνες έχουν δημοσιευθεί αρκετές πολιτικές αναλύσεις ή πραγματογνωμοσύνες για τις ρωσοουκρανικές διαπραγματεύσεις στη Λευκορωσία και την Τουρκία τον Φεβρουάριο-Απρίλιο του 2022. Αν και τα κείμενα αυτά περιέχουν νέες λεπτομέρειες και ενδιαφέρουσες απόψεις, τα περισσότερα είτε αγνοούν εντελώς είτε δεν προβάλλουν όσο πρέπει το αξιοθρήνητο ιστορικό της Μόσχας σχετικά με την εφαρμογή πολιτικών συμφωνιών και συμφωνιών ασφαλείας με τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Μεγάλο μέρος της πρόσφατης συζήτησης για τις πιθανότητες μιας εναλλακτικής ειρηνικής διευθέτησης δεν λαμβάνει υπόψη την εμπειρία του παρελθόντος και υποθέτει σιωπηρά ότι το Κρεμλίνο θα τηρούσε οποιαδήποτε συμφωνία τυχόν υπέγραφε. Μια τέτοια υπόθεση έρχεται σε αντίθεση με τη συνήθη ρωσική συμπεριφορά σε ανάλογες καταστάσεις.
Η ιστορική εμπειρία είναι απολύτως αρνητική ως προς την εκπλήρωση από τη Ρωσία κρίσιμων άρθρων –για να μην αναφέρουμε το πνεύμα τους– των συμφωνιών με τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, ιδίως για θέματα ασφάλειας. Κι αυτό ενώ η Ρωσία συχνά διαμαρτύρεται έντονα για τη δήθεν κακή συμπεριφορά των (ασθενέστερων) εταίρων της πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την υπογραφή ενός εγγράφου. Εκπρόσωποι του Κρεμλίνου απαιτούν σταθερά από τους άλλους την πλήρη εφαρμογή των άρθρων για τα οποία ενδιαφέρονται περισσότερο, καθώς και την αποδοχή της ρωσικής ερμηνείας των συμφωνιών. Την ίδια στιγμή, το Κρεμλίνο είναι ιδιαίτερα ευέλικτο όσον αφορά τις δικές του υλικές υποχρεώσεις – είτε αυτές προκύπτουν από πολυμερείς είτε από διμερείς συμφωνίες μεταξύ της Μόσχας και άλλων μετασοβιετικών κρατών. Η πολιτική αναξιοπιστία του Κρεμλίνου συχνά έχει να κάνει ακριβώς με εκείνες τις ρωσικές υποχρεώσεις που είναι κρίσιμες, προκειμένου να έχουν νόημα οι συμφωνίες.
Οι αθετημένες υποσχέσεις της Ρωσίας
Οι περιπτώσεις του νομικού μηδενισμού του Κρεμλίνου, καθώς και της μη τήρησης από τη Ρωσία υπογεγραμμένων συμφωνιών με τραγικές συνέπειες τα τελευταία 35 χρόνια είναι πάμπολλες. Επίσης, αρκετές παλαιότερες συμφωνίες μεταξύ Μόσχας και Κιέβου, θεμελιώδεις για τις διεθνείς σχέσεις του μετασοβιετικού χώρου, έχουν παραβιαστεί. Αυτή που είχε τις πλέον αρνητικές συνέπειες ήταν η Συμφωνία της Μπελοβέζα, που υπεγράφη τον Δεκέμβριο 1991, μεταξύ Ρωσίας, Λευκορωσίας και Ουκρανίας – ήταν η συμφωνία με την οποία διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση, το συμβάν που ο Πούτιν χαρακτήρισε το 2005, ως μη όφειλε, «τη μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα». Με αυτή την ιστορική και απολύτως έγκυρη συνθήκη, οι τρεις χώρες δημιούργησαν την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών καθορίζοντας συναινετικά τα νέα κρατικά σύνορά τους, τα οποία υποσχέθηκαν να σεβαστούν – με τη συμφωνία αυτή η Κριμαία, η Σεβαστούπολη και το Ντονμπάς περνούσαν στη δικαιοδοσία της Ουκρανίας. Το άρθρο 5 της Συμφωνίας της Μπελοβέζα ορίζει:
Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναγνωρίζουν και σέβονται αμοιβαία την εδαφική ακεραιότητα και το απαραβίαστο των υφιστάμενων συνόρων εντός της Κοινοπολιτείας.
Ένα άλλο ιστορικό έγγραφο ακολούθησε σχεδόν τρία χρόνια αργότερα – το Μνημόνιο της Βουδαπέστης, το σχετικό με τις εγγυήσεις ασφαλείας. Σε αυτό το παράρτημα της Συνθήκης Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων του 1968, η Μόσχα, η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο, κατά την τελευταία και μοιραία σύνοδο κορυφής του Συμβουλίου για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (Conference on Security and Cooperation in Europe-CSCE) στην Ουγγαρία, τον Δεκέμβριο του 1994, υποσχέθηκαν στο Κίεβο, σε αντάλλαγμα για την παράδοση από την Ουκρανία των πυρηνικών κεφαλών της στη Ρωσία, ότι θα σέβονταν τα κρατικά σύνορα, την εδαφική ακεραιότητα και την πολιτική κυριαρχία της. Για ένα μικρό διάστημα μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, το Κίεβο διέθετε το τρίτο μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο. Δεσμεύτηκε το 1994 όχι μόνο να αποσυναρμολογήσει τους άχρηστους στρατηγικά πυραύλους του, αλλά και να μεταφέρει στη Ρωσία όλα τα άλλα όπλα μαζικής καταστροφής και τα υλικά που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή τους. Το ίδιο ίσχυσε και για τα διάφορα κληρονομημένα συστήματα εκτόξευσης της Ουκρανίας, όπως βομβαρδιστικά ή πυραύλους.
Τα τρία κράτη-εγγυητές της Συνθήκης Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, αναφέρουν στα δύο πρώτα άρθρα του μνημονίου του 1994:
1. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Ρωσική Ομοσπονδία και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, επαναβεβαιώνουν τη δέσμευσή τους προς την Ουκρανία, σύμφωνα με τις αρχές της Τελικής Πράξης του Συμβουλίου για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, να σέβονται την Ανεξαρτησία και την Κυριαρχία και τα υφιστάμενα σύνορα της Ουκρανίας.
2. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Ρωσική Ομοσπονδία και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, επαναβεβαιώνουν την υποχρέωσή τους να απέχουν από την απειλή ή τη χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας της Ουκρανίας και ότι κανένα από τα όπλα τους δεν θα χρησιμοποιηθεί ποτέ εναντίον της Ουκρανίας παρά μόνο σε αυτοάμυνα ή άλλως πως σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Αυτές οι υποσχέσεις έχουν παραβιαστεί από τη Μόσχα από το 2014, με ολοένα και πιο κατάφωρο τρόπο. Η Ρωσία όχι μόνο δημιούργησε τις λεγόμενες λαϊκές δημοκρατίες στο ουκρανικό έδαφος, αλλά και προσάρτησε επίσημα ουκρανικές περιοχές τον Μάρτιο του 2014 και τον Σεπτέμβριο του 2022, συμπεριλαμβανομένων στην τελευταία περίπτωση εδαφών, ακόμη και ολόκληρων πόλεων.
Οι περισσότερες από τις συμφωνίες που υπογράφηκαν σε σχέση με τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο παραβιάστηκαν επίσης από τη Μόσχα. Οι πιο διαβόητες απ’ αυτές ήταν οι λεγόμενες συμφωνίες του Μινσκ, τις οποίες το Κίεβο υπέγραψε υπό την απειλή των όπλων το 2014 και το 2015. Στο Πρωτόκολλο του Μινσκ του Σεπτεμβρίου 2014 (Μινσκ-Ι), ο πρέσβης της Ρωσίας στην Ουκρανία υπέγραψε ότι «θα αποσύρει τις παράνομες ένοπλες ομάδες και τον στρατιωτικό εξοπλισμό, καθώς και τους μαχητές και τους μισθοφόρους από το έδαφος της Ουκρανίας». Στη δέσμη μέτρων του Μινσκ του Φεβρουαρίου 2015 (Μινσκ-ΙΙΙ), η Μόσχα υποσχέθηκε και πάλι την «απόσυρση όλων των ξένων ένοπλων δυνάμεων, του στρατιωτικού εξοπλισμού, καθώς και των μισθοφόρων από το έδαφος της Ουκρανίας υπό την εποπτεία του ΟΑΣΕ, [καθώς και τον] αφοπλισμό όλων των παράνομων ομάδων». Το Κρεμλίνο δεν έδωσε ποτέ κανένα σημάδι ότι άρχισε να εκπληρώνει στα σοβαρά αυτές και άλλες υποσχέσεις και πιθανότατα δεν είχε ποτέ την πρόθεση να το κάνει.
Οι περιπτώσεις της Μολδαβίας και της Γεωργίας
Από τις αθετημένες συμφωνίες της Ρωσίας, εκείνες που μπορεί να ήταν πιο σημαντικές για την αξιολόγηση των πιθανοτήτων μιας υποτιθέμενης συμφωνίας στην Κωνσταντινούπολη το 2022 ήταν, ωστόσο, εκείνες που δεν αφορούσαν την Ουκρανία και που υπογράφηκαν επί προεδρίας Πούτιν. Και αυτό διότι αυτές οι –εκ πρώτης όψεως άσχετες– ακυρώσεις υποδηλώνουν μια ευρύτερη παθολογία στην προσέγγιση της Ρωσίας, στο λεγόμενο εγγύς εξωτερικό της (δηλαδή στον μετασοβιετικό χώρο). Οι παραβιάσεις των συνθηκών που δεν σχετίζονται με την Ουκρανία καταδεικνύουν την ύπαρξη ενός ευρύτερου προτύπου συμπεριφοράς που δεν αφορά μόνο την Ουκρανία και δεν διαμορφώνεται μόνο από την προσωπικότητα του Πούτιν.
Τον Οκτώβριο του 1994, η Μόσχα υπέγραψε συμφωνία μεταξύ της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Δημοκρατίας της Μολδαβίας για το νομικό καθεστώς, τη διαδικασία και την περίοδο αποχώρησης των στρατιωτικών μονάδων/σχηματισμών της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που βρίσκονταν προσωρινά στο έδαφος της Δημοκρατίας της Μολδαβίας. Στο κρίσιμο άρθρο 2, το Κρεμλίνο υποσχέθηκε:
Η ρωσική πλευρά, σύμφωνα με τις τεχνικές δυνατότητες και το χρόνο που απαιτείται για την οργάνωση του νέου τόπου ανάπτυξης των στρατευμάτων, θα αποσύρει τις στρατιωτικές αυτές δυνάμεις εντός τριών ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας. Τα πρακτικά βήματα για την απόσυρση των στρατιωτικών μονάδων της Ρωσικής Ομοσπονδίας από το έδαφος της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, στο πλαίσιο αυτής της προθεσμίας, θα συγχρονιστούν με την πολιτική διευθέτηση της σύγκρουσης της Υπερδνειστερίας και τον καθορισμό ειδικού καθεστώτος για την περιοχή της Υπερδνειστερίας της Δημοκρατίας της Μολδαβίας.
Την ίδια χρονιά, η Δημοκρατία της Μολδαβίας υιοθέτησε το νέο μετασοβιετικό της σύνταγμα στο οποίο αυτοπροσδιοριζόταν ως ουδέτερο κράτος. Το άρθρο 11 του ακόμη ισχύοντος συντάγματος της Μολδαβίας του 1994 αναφέρει: «Η Δημοκρατία της Μολδαβίας διακηρύσσει τη μόνιμη ουδετερότητά της. [...] Η Δημοκρατία της Μολδαβίας δεν δέχεται τη στάθμευση ξένων στρατιωτικών στρατευμάτων στο έδαφός της».
Παρ’ όλα αυτά, τα υπολείμματα του 14ου Ρωσικού Στρατού, που τώρα ονομάζεται «Επιχειρησιακή Ομάδα Ρωσικών Δυνάμεων», παραμένουν στο έδαφος της Δημοκρατίας της Μολδαβίας παρά τη θέληση του Κισινάου και κατά παράβαση της συνθήκης Ρωσίας-Μολδαβίας του 1994. Επίσης, η εδαφική σύγκρουση στην Υπερδνειστερία δεν επιλύθηκε εντός της τριετούς περιόδου που αναφέρεται στη συνθήκη της Μόσχας με το Κισινάου του 1994. Ο συνταγματικός αποκλεισμός της Μολδαβίας από την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και από τη φιλοξενία ξένων στρατευμάτων στο έδαφός της –επίσης σημαντικά θέματα στη συνεχιζόμενη συζήτηση για έναν πιθανό ρωσο-ουκρανικό συμβιβασμό– αγνοήθηκαν τότε, όπως και τώρα, από τη Μόσχα. 30 χρόνια αργότερα, τα ρωσικά στρατεύματα παραμένουν στο έδαφος της Μολδαβίας, κατά παράβαση του συντάγματος της Μολδαβίας. Επιπλέον, υφίσταται ακόμα και η λεγόμενη Υπερδνειστερική-Μολδαβική Δημοκρατία ως ψευδοκράτος και δορυφόρος της Ρωσίας.
Η στάση της Ρωσίας απέναντι στη Γεωργία και η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Μόσχας και Τιφλίδας τον Αύγουστο του 2008 αφηγούνται μια κάπως παρόμοια ιστορία. Η συμφωνία υπογράφηκε από τους τότε προέδρους των δύο χωρών, τον Ντμίτρι Μεντβέντεφ και τον Μιχαήλ Σαακασβίλι. Ονομάστηκε επίσης «Σχέδιο Σαρκοζί», από τον τότε πρόεδρο της Γαλλίας, Νικολά Σαρκοζί. Η Γαλλία κατείχε εκείνη την εποχή την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είχε μεσολαβήσει για τη συμφωνία. Η συμφωνία έθεσε τέλος στον πενθήμερο ρωσογεωργιανό πόλεμο του 2008. Το άρθρο 5 προέβλεπε την επιστροφή των ρωσικών στρατευμάτων, τα οποία λίγες ημέρες πριν είχαν εισέλθει στην Αμπχαζία και στην περιοχή Τσχινβάλι, στις αρχικές τους θέσεις στη Ρωσία: «Οι Ένοπλες Δυνάμεις της Ρωσικής Ομοσπονδίας θα αποσυρθούν στη γραμμή πριν από την έναρξη των ένοπλων ενεργειών».
Παρ’ όλα αυτά, η Μόσχα άφησε σημαντικό αριθμό στρατευμάτων της στο γεωργιανό έδαφος, παραβιάζοντας κατάφωρα τη συμφωνία του Αυγούστου. Ακόμα χειρότερα, αναγνώρισε την Αμπχαζία και τη λεγόμενη Νότια Οσετία, δηλαδή την περιοχή Τσχινβάλι, ως ανεξάρτητα κράτημ στα τέλη Αυγούστου 2008. Η αρχική έγκριση και υπογραφή από τη Μόσχα του σύντομα εγκαταλελειμμένου Σχεδίου Σαρκοζί δεν ήταν, όπως αποδείχθηκε, μόνο μια εξαπάτηση της Γεωργίας. Σχεδιάστηκε επίσης για να παραπλανήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, με την οποία η Μόσχα ήθελε να διατηρήσει καλές σχέσεις, εκείνη την περίοδο.
Συμπεράσματα
Ίσως, σε αντίθεση με ό,τι συμπέραναν οι περισσότεροι σοβαροί αναλυτές, την άνοιξη του 2022 στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε μια μικρή πιθανότητα το Κίεβο να είχε υπογράψει μια συμφωνία με τη Μόσχα. Δεν θα το μάθουμε ποτέ με βεβαιότητα. Αυτό που γνωρίζουμε από την πρόσφατη εμπειρία είναι το πώς και το γιατί η μετασοβιετική Ρωσία συμμετέχει σε ειρηνευτικές συνομιλίες. Το Κρεμλίνο βλέπει τέτοιες υποτιθέμενες συμφωνίες ως ένα από τα διάφορα μέσα του υβριδικού του πολέμου εναντίον των μετασοβιετικών κρατών που δεν αποδέχονται τη ρωσική ηγεμονία.
Πιθανότατα θα ήταν μια επανάληψη του τρόπου με τον οποίο συμπεριφέρεται η Ρωσία. Στις συνομιλίες της Κωνσταντινούπολης θα επεδίωκε συμφωνία, αλλά έπειτα απ’ αυτές θα ακολουθούσε το γνωστό μοτίβο από το παρελθόν: αφού θα είχε εισβάλει στο μετασοβιετικό κράτος, η Μόσχα θα πίεζε με την απειλή των όπλων για να ισχύσει μια παράδοξη και ετεροβαρής συμφωνία. Όπως δείχνουν οι δύο Συμφωνίες του Μινσκ, μια ενδεχόμενη Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης θα ήταν ήδη από μόνη της μια μετάλλαξη του διεθνούς δικαίου. Σε ένα δεύτερο βήμα, η Μόσχα δεν θα εφάρμοζε ορισμένα κρίσιμα σημεία ακόμη και του πλέον κοντινού προς τις επιδιώξεις της εγγράφου. Με κάποιο πρόσχημα, η Μόσχα θα απέσυρε de facto την έγκρισή της για την ισχύ των συμφωνηθέντων, ενώ θα επέμενε να εφαρμοστούν τα σημεία που θα την ευνοούσαν.
Τυχόν υπογραφή εκ μέρους της Μόσχας συμφωνίας στην Κωνσταντινούπολη το 2022 –αν θεωρούνταν ένα τέτοιο σενάριο πιθανό– θα μπορούσε να έχει αποτέλεσμα την προσωρινή μείωση της έντασης. Ωστόσο, κρίνοντας από την προηγούμενη ρωσική συμπεριφορά, η συμφωνία θα ήταν φαινομενική και θα είχε αποτέλεσμα, όπως και στην περίπτωση των Συμφωνιών του Μινσκ, μια ακόμη ανατροπή του διεθνούς δικαίου. Αν υποτεθεί ότι είχε συνομολογηθεί Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης, πιθανότατα αυτή δεν θα είχε τηρηθεί από τη Μόσχα. Τυχόν τέτοια συμφωνία δεν θα είχε αποτρέψει τη Ρωσία από την περαιτέρω ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών, ούτε θα είχε οδηγήσει σε μείωση της ρωσικής στρατιωτικής επιθετικότητας και των εδαφικών ορέξεων της Μόσχας. Αντιθέτως, η επόμενη ρωσική εισβολή, συνήθως, είναι χειρότερη από την προηγούμενη.
*Το άρθρο βασίζεται σε σχόλιο του Κέντρου Ανατολικοευρωπαϊκών Σπουδών της Στοκχόλμης (SCEEUS): https://sceeus.se/en/publications/.