Σε αντίθεση με το μυθιστόρημά της, που παρότι πρωτόλειο είναι πολύ καλό (διαβάστε εδώ https://www.istos.gr/literature/reviews/erotiki-istoria και την κριτική του Αλέξανδρου Ζωγραφάκη, που είναι από τους ελάχιστους τη γνώμη των οποίων λαμβάνω υπόψη για το τι να διαβάσω και κυρίως τι να μην επιλέξω να διαβάσω από τις νέες κυκλοφορίες Ελλήνων συγγραφέων), το άρθρο δεν με κάλυψε γιατί μου φάνηκε ανεπαρκώς τεκμηριωμένο. Εννοείται πως το κείμενο διαβάστηκε έχοντας γνώση της φιλοσοφίας της ιστοσελίδας-εντύπου που φιλοξενείται (Lifo), της σκόπευσής του, του πλαισίου στο οποίο περιλαμβάνεται, των αντιλήψεων της συντάκτριας, μια και έχω διαβάσει (καλύτερα, είναι η αλήθεια) άρθρα γνώμης της το τελευταίο διάστημα.
Όπως έχω ξαναπεί με άλλες αφορμές, η cancel culture μού είναι ξένη ως νοοτροπία, εάν δεν αφορά εν ζωή αποδεδειγμένα εγκληματίες. Ειδικά τους καλλιτέχνες, τους ήρωες ή άλλες σημαντικές ιστορικές προσωπικότητες μου φαίνεται αδιανόητο να επιχειρούμε να αποκαθηλώσουμε το έργο τους, είτε γιατί είχαν σκλάβους είτε γιατί ήταν φιλοναζιστές είτε γιατί είχαν συνευρεθεί ή παντρευτεί με ανήλικες κ.ο.κ., δίχως να λαμβάνουμε υπόψη το τι ήταν ή δεν ήταν αποδεκτό από την κοινωνία της οποίας ήταν μέλη. Ως νέα καθαρολογία θέλει να επιβάλει ηθικά και πολιτικά κριτήρια στην αποτίμηση και των καλλιτεχνικών έργων. Αλλά δεν είναι πρωτοφανής. Ξεχνάμε εύκολα ότι ο Πλάτων είναι ο πρώτος (και μακράν ο καλύτερος) διδάξας: ο πρώτος και μέγιστος φιλόσοφος θέλει να ακυρώσει τον πρώτο και μέγιστο ποιητή, τον Όμηρο – την ίδια στιγμή που τον αναγνωρίζει ως το σχολείο της Ελλάδας, τον «εξορίζει».
Ακόμη όμως πιο ξένη μού είναι η φρασεολογία που χρησιμοποίησε μερίδα όσων διαφωνεί με την άποψη της Λούνα (ναι είναι ψευδώνυμο, αλλά και το Καραγάτσης τι ήταν κύριοι δικαστές;) και μετά από τα σχόλια που διάβασα και την «επιχειρηματολογία» τους αμφιβάλλω κατά πολύ για το αν έχουν διαβάσει Καραγάτση ή αν διαβάζουν γενικώς αρκετοί από όσους έσπευσαν να τον «υπερασπιστούν», κυρίως σε τοίχους γνωστών λογοτεχνών ή ειδικών και μη προσωπικοτήτων, όπου εδώ και χρόνια έχουν αναλάβει θέσεις αυλοκολάκων, με εκφράσεις που αν γράφονταν στον δικό μου τοίχο θα κατέβαζα ευθύς αμέσως την ανάρτηση – και πραγματικά λυπάμαι αν αυτοί που πράγματι διαβάζουν και επιλέγουν να εκφράζονται δημόσια κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν έχουν κάνει τη χάρη στον εαυτό τους να επιτρέψουν στην ενασχόληση με την τέχνη του λόγου να συμβάλει στην (όποια) καλλιέργειά τους.
Προφανώς και υπήρξαν απόψεις αντίθετες από της Λούνα, τεκμηριωμένες, καλογραμμένες, με στιβαρή επιχειρηματολογία που μαρτυρούν γνώση της ιστορίας της νεοελληνικής πεζογραφίας και των ιστορικών-κοινωνικών συνθηκών υπό τις οποίες έγραψε ο Καραγάτσης. Αυτές φυσικά και δεν ήταν χυδαίες και υβριστικές προς την αρθρογράφο της Lifo αλλά, δυστυχώς, ήταν οι φωτεινές εξαιρέσεις. Προφανώς οι συντάκτες αυτών των αναρτήσεων αναγνωρίζουν το δικαίωμα του καθένα να έχει και να εκφράζει την άποψή του ακόμη κι αν δεν συμφωνούν με αυτήν, στοιχειώδης αρχή που είχε αποδοθεί στον Βολταίρο και διδαχθήκαμε στο σχολείο αλλά καταπώς φαίνεται δεν εμπεδώσαμε όλοι μας. Δυστυχώς δεν βρήκα κάποιον σχολιασμό που να αναφέρεται στις αρκετές μελέτες - άρθρα - ομιλίες σε συνέδρια - δημοσιευμένες εργασίες που έχουν γραφεί για τη θέση της γυναίκας και τις έμφυλες διακρίσεις στα έργα του Καραγάτση ή τη σχέση του συγγραφέα με την ψυχαναλυτική θεωρία και τις προσπάθειες να τις εφαρμόσει (μηχανιστικά ή υπερβολικά, δεν έχει εδώ σημασία) στα έργα του.
Ίσως το μόνο θετικό από την όλη υπόθεση είναι πως κάποιοι θα ανατρέξουν στα ράφια της βιβλιοθήκης τους ή στα βιβλιοπωλεία για να (ξανα- ή πρωτο-)διαβάσουν τη Μεγάλη Χίμαιρα κι εκεί τουλάχιστον θα προσέξουν την πρώτη υποσημείωση της εισαγωγής του ίδιου του βιβλίου από τη Μαίρη Μικέ (καθηγήτριας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης που έχει αφιερώσει μεγάλο τμήμα της έρευνας και του έργου της στον Καραγάτση), όπου αναφέρεται –σε τι άλλο;– στον σεξιστικό λόγο του Καραγάτση που κορυφώνεται στην περίφημη σκηνή ξυλοδαρμού και στη συνέχεια της ερωτικής συνεύρεσης του κουνιάδου με την ηρωίδα του μυθιστορήματος. Με δυο λόγια και όσο κι αν αυτό σοκάρει μερικούς, η Ρένα Λούνα δεν ανακάλυψε τον τροχό, ούτε προσπαθεί να μας προκαλέσει και να μας παρασύρει σε αχαρτογράφητα νερά. Ο σεξιστικός λόγος, η έμφαση στις έμφυλες διαφορές, η υποτίμηση της γυναίκας, η υιοθέτηση των απόψεων του Φρόιντ (μιας ερμηνείας τους, τέλος πάντων) και των θεωριών που αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους ως κατεξοχήν βιολογικές οντότητες, με τις γυναίκες να είναι πάντοτε πιο επιρρεπείς στις σεξουαλικές ενορμήσεις, και η μεταφορά τους από τον Καραγάτση στα πεζογραφήματά του, όπου η κυριαρχία αν όχι η τυραννία της μήτρας και των σεξουαλικών ενστίκτων οδηγεί τις ηρωίδες και συχνά και τους ήρωες στην κατάπτωση, είναι δεδομένες για όσους έχουν εντρυφήσει στο έργο του.
Κριτική για όλα αυτά, παρότι όπως είναι εύλογο δεν εμφανίζονται οι όροι σεξισμός ή μισογυνισμός, του ασκήθηκε ήδη ενόσω ήταν εν ζωή και αμέσως μετά τον θάνατό του και μάλιστα από ομότεχνούς του. Ενίοτε από ηθικολόγους, χριστιανούς ή πουριτανούς της εποχής που σοκάρονταν με όσα διάβαζαν, ενίοτε από όσους, όντες πιο ευαισθητοποιημένοι, αντιλαμβάνονταν αυτό που σήμερα φαίνεται αδιανόητο να μην εντοπίσει κανείς στην πρώτη π.χ. ανάγνωση της Χίμαιρας ή του Γιούγκερμαν, πως στα έργα του Καραγάτση κυριαρχεί το επαναλαμβανόμενο μοτίβο της αγίας, άσπιλης και αμόλυντης, που αξίζει να αγαπηθεί με έρωτα πνευματικό και καθαρό και της πόρνης που έχει απωλέσει κάθε πνευματικό ενδιαφέρον και μόνη της ασχολία είναι η ικανοποίηση της φιλαρέσκειάς της, η ικανοποίηση των σεξουαλικών ορμών της ή η χρησιμοποίηση της σεξουαλικότητάς της με σκοπό να εξασφαλιστεί οικονομικά και η οποία δεν μπορεί παρά να είναι κατάπτυστη και αναλώσιμη για τους αρσενικούς ήρωες.
Αν ο συγγραφέας φαινόταν πως ασκούσε κριτική στην αντίληψη αυτή θα μπορούσαμε να πούμε πως όντως περιγράφει την αποκτηνωμένη κοινωνία της εποχής του για να την καταδικάσει ή να την σατιρίσει. Έλα όμως που δεν το κάνει, αλλά την επαναφέρει αυτούσια σε κάθε του έργο φυσικοποιώντας την και σχεδόν νομιμοποιώντας την. (Ο ρεαλισμός δεν έχει πάντα το ρηξικέλευθο στοιχείο που έβρισκαν π.χ. ο Μαρξ και ο Ένγκελς στον Μπαλζάκ!) Επιπλέον, αν και συχνά λέμε πως δεν πρέπει να ταυτίζουμε τις απόψεις που εκφράζουν οι ήρωες ενός λογοτέχνη με τις δικές του αντιλήψεις και την προσωπική του θεωρία-κοσμοαντίληψη, στην περίπτωση του Καραγάτση είναι κομματάκι δύσκολο να μη λάβουμε υπόψη τις κρίσεις του για το γυναικείο φύλο στην αλληλογραφία του, τις μαρτυρίες των γυναικών της οικογένειάς του και κυρίως τα όσα τραυματικά περιέγραψε η κόρη του Μαρίνα, για τον τρόπο που ο συγγραφέας αντιμετώπιζε, φερόταν και έκρινε τις γυναίκες της οικογένειάς του και το γυναικείο φύλο συνολικά.
Ο Καραγάτσης είναι από εκείνους τους συγγραφείς που ο βίος του, παρότι δεν ήταν τόσο συναρπαστικός όσο αυτός των ηρώων του, δεν ήταν ωστόσο διόλου βαρετός κι αδιάφορος όπως μερικών ομοτέχνων του. Δύσκολα θα τον συμπαθήσει ο αναγνώστης που μαγεμένος από το λογοτεχνικό του έργο θα ασχοληθεί με τη βιογραφία του, δύσκολα θα παραβλέψει πως δικαιολογεί τις απιστίες του στη σύζυγό του Νίκη, το ζωγραφικό έργο της οποίας υποτιμούσε και αναγνώρισε κατόπιν εορτής μόνο όταν είδε την υποδοχή που επεφύλαξε το κοινό στην πρώτη της έκθεση, ακριβώς με το σκεπτικό των ηρώων του, δύσκολα θα αποδεχτεί πως δεν προστάτεψε το παιδί του και υποψιαζόταν πως η μοναχοκόρη του υπήρξε μάρτυρας συνεύρεσής του με τη Λασκαρώ, την οικιακή βοηθό τους, όπως ακριβώς ο Γιούγκερμαν στα μικράτα του τραυματίστηκε όταν παρακολούθησε τη μητέρα του να συνευρίσκεται με τον εραστή της στο μπουντουάρ της. Θα πάψει όμως να τον διαβάζει και να απολαμβάνει το τάλαντο της πένας του; Μάλλον όχι. Και δεν υπάρχει λόγος να το κάνει. Ελπίζω όμως πως τουλάχιστον θα τον διαβάζει/ουμε χωρίς παρωπίδες και κυρίως δίχως να τον ειδωλοποιεί/ούμε.
Μια μικρή βιβλιογραφία
Κι αν κάτι ακόμη φαίνεται από τις ομοβροντίες της περί Καραγάτση διαμάχης (όπως και σε πολλές άλλες διαδικτυακές διαμάχες) είναι ότι ο καθένας μας όχι απλώς έχει γνώμη για κάτι, όχι απλώς θεωρεί ότι έχει νόημα να την δημοσιοποιήσει (όλα αυτά είναι μέσα στο παιχνίδι), αλλά ότι πολλοί θεωρούν ότι δεν απαιτείται να έχουν γνώση για αυτό για το οποίο έχουν γνώμη – άρα δεν διαβάζουν (απαξιώνοντας εμμέσως) όσα η (εκάστοτε) σχετική επιστήμη έχει συνεισφέρει. Ας αναφέρω μόνο λίγα, που πολλά είναι προσιτά και στο διαδίκτυο, δηλαδή εντός του ενός κλικ που άνετα μπορούμε κάνουμε πριν στείλουμε τη σοφία μας στον κυβερνοχώρο:
Γεωργά Δέσποινα, Μορφές γυναικών στην πεζογραφία του Μ. Καραγάτση: μεταξύ σεξισμού και στερεοτύπων (διπλωματική εργασία), ΕΑΠ 2023.
Γιαλελής Πάνος, Αναπαραστάσεις της γυναικείας σεξουαλικότητας σε μυθιστορήματα του Μ. Καραγάτση (μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία), Αθήνα 2019.
Επανεκτίμηση του Μ. Καραγάτση. Είκοσι χρόνια από το θάνατό του (Τετράδια Ευθύνης, 14), Εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1981.
Καστρινάκη Αγγέλα, «Ο Καραγάτσης και οι ερωτικές του προκλήσεις: Από το μεσοπολεμικό “πάθος” στη μεταπολεμική “αγάπη”», στο: Λογοτεχνικές διαδρομές: ιστορία –θεωρία – κριτική. Μνήμη Βαγγέλη Αθανασόπουλου, επιμ. Θ. Αγάθος κ.ά., Καστανιώτη, Αθήνα 2016, σ. 239-250.
Κατσαρού Άννα, Το ερωτικό και κοσμοπολιτικό στοιχείο στο μυθιστορηματικό έργο του Καραγάτση (μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία), ΑΠΘ 1998.
Κοκκινάκη Νένα Σ., «Η αντινομία του ήθους στον Καραγάτση», Διαβάζω, τχ. 258 (1991), σ. 56-59, και «Ο Καραγάτσης και η κριτική», σελ. 74-78.
Μικέ Μαίρη, «Έμφυλη και φυλετική διαφορά στον Γιούγκερμαν», εισαγωγή στο Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, Εστία, Αθήνα 2007, τόμος Α΄, σ. 11-32.
Μικέ Μαίρη, «Η χίμαιρα του πόθου», εισαγωγή στο Μ. Καραγάτσης, Η μεγάλη χίμαιρα, Εστία, Αθήνα 2002, σ. 7-21.
Μικέ Μαίρη, «Ο Μ. Καραγάτσης και η τέχνη της συγγραφής: Η περίπτωση του Κίτρινου Φακέλου (1956)», περιοδικό η άλως 3-4 (φθινόπωρο 1996), σ. 107-127.
Ντουνιά Χριστίνα, «Όψεις του έρωτα στον Μ. Καραγάτση: δοκίμιο και μυθιστόρημα (1933-1943)», στο: Μ. Καραγάτσης. Ιδεολογία και ποιητική (Πρακτικά συνεδρίου), Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα 2010, σ. 169-188.
Ο Καραγάτσης της αμαρτίας και της αγιοσύνης: πρακτικά διεπιστημονικής ημερίδας (Διακειμενικά, αρ. 10), Θεσσαλονίκη/ΑΠΘ 2008.
Τικάτζε Ναταλία, Μ. Καραγάτσης (Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, Ο κίτρινος φάκελος) — μια προσέγγιση με βάση την Ψυχαναλυτική θεωρία (μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία), ΑΠΘ 2014.
Χρυσανθόπουλος Μιχάλης, «Όψεις της βίας: συγκροτώντας τον Κίτρινο Φάκελο», στο: Μ. Καραγάτσης. Ιδεολογία και ποιητική (Πρακτικά συνεδρίου), Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα 2010, σ. 85-97.