Κι αν δεν έκαναν τα πάντα οι δημαγωγοί, που είναι πιο επικίνδυνοι και από θεομηνίες.
«Ακρίβεια Μητσοτάκη» φώναζαν, όταν ο πόλεμος του Πούτιν ανέτρεπε όλες τις σταθερές της Δύσης.
«Συγκάλυψη στα Τέμπη» γρυλίζουν τώρα, στο πιο ανήθικο συνωμοσιολογικό εγχείρημα που γνωρίσαμε, ονομάζοντας έτσι το χαλίκι που χρειάστηκε να πέσει, για να σταθεροποιηθούν οι γερανοί που απέσυραν τα κατεστραμμένα τρένα.
Και οι «αναλυτές» αναρωτιούνται: Πώς γίνεται και κάτω από τέτοιες συνθήκες ηγεμονεύει ο Μητσοτάκης;
Χωρίς να βρίσκουν οι περισσότεροι εξήγηση. Όχι γιατί δεν υπάρχει εξήγηση, αλλά επειδή την αναζητούν στη θεωρία. Και μάλιστα στα νεκροταφεία των θεωριών που κάποτε διδάσκονταν, σαν «εσχάτη γνώση», στα σοβιετικά ιδρύματα.
Με συνέπεια να χάνουν κάθε επαφή με την πραγματικότητα.
Η οποία εν προκειμένω είναι το γεγονός που λύνει κάθε γρίφο: ότι η χώρα διαθέτει μεν τρία πολιτικά κόμματα, αλλά μόνον έναν πολιτικό αρχηγό!
Τι όμως εννοούμε με τη διατύπωση ότι η χώρα διαθέτει μόνον τρία πολιτικά κόμματα, ενώ «κυκλοφορούν» δεκάδες;
Με δεδομένο ότι πολιτική είναι η φροντίδα για τον κοινό μας κόσμο, πολιτικά κόμματα είναι μόνον αυτά που ασχολούνται με αυτόν. Με άλλα λόγια δεν είναι πολιτικά κόμματα όλα τα απόκοσμα ή ακοσμικά σκοταδιστικά μορφώματα, από το ΚΚΕ ώς τη Νίκη, τα οποία δεν ασχολούνται με αυτόν εδώ τον κόσμο.
Δεν είναι επίσης πολιτικά κόμματα, αυτά που δημιουργήθηκαν αποκλειστικά για την υπηρέτηση της επιθυμίας των ιδιοκτητών τους να επιβάλουν τον προσωπικό τους θόρυβο στον δημόσιο χώρο.
Πρόκειται για τα Ι.Χ. ιδιόκτητα κόμματα τα οποία, επειδή πρέπει να κρύβουν τον ιδιωτικό τους χαρακτήρα, φορτώνονται με βαρύγδουπα ονόματα, όπως Πλεύση Ελευθερίας ή Ελληνική Λύση.
Αν κάτι όμως προσφέρουν τα ιδιόκτητα αυτά κόμματα, είναι ότι με την ύπαρξή τους δίνουν μορφή στον εφιάλτη, στον οποίο οδηγεί η κατάργηση της πολιτικής μέσω της κατασκευής ιδιωτικής χρήσεως κομμάτων. Έτσι μπορούμε να προστατευτούμε.
Δεν είναι τέλος πολιτικά κόμματα αυτά που έχασαν την ιδιότητά τους. Όπως ένα πρώην κόμμα της «ριζοσπαστικής Αριστεράς», το οποίο ήδη, μετά την «επιθετική εξαγορά» του από εισαχθέντα εξ αλλοδαπής επενδυτή, ιδιωτικοποιήθηκε. Και χρησιμοποιείται πλέον ως αποκλειστική ιδιοκτησία του «επενδυτή», δίκην μονοπρόσωπης ΕΠΕ.
Για να μείνουν μόνον τρία πολιτικά κόμματα –πρόκειται για τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΕΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ– τα οποία, παρά την εγγενή ευπάθειά τους, δεν μοιάζουν καν με τα αντιπολιτικά μορφώματα που περιγράψαμε.
Δεν είναι δηλαδή ούτε απόκοσμα, ούτε ανήκουν στην ιδιοκτησία κάποιου προσώπου, ούτε η ύπαρξή τους εξαρτάται από το θόρυβο που κάνει ο ιδιοκτήτης τους, ούτε πρόκειται για μεταμφιεσμένες εμπορικές εταιρείες, όπως συμβαίνει με την πιο ακραία περίπτωση: τη μετατροπή σε ιδιωτικό «κόμμα» συγκεκριμένης εμπορικής εταιρείας η οποία, αφού εκμεταλλεύτηκε την ανάγκη των πιστών για άμεση σχέση με το θείο ώστε να τους πουλάει δήθεν ιδιόγραφες επιστολές του Ιησού και την αγωνία των φαλακρών να δουν μαλλιά στο κεφάλι τους για να τους πουλάει το «φάρμακο» για τη φαλάκρα, τώρα εμφανίζεται ως ιδιωτικό κόμμα, για να πουλάει θεωρίες συνωμοσίας του ιδιοκτήτη του.
Αλλά και τα τρία κόμματα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΝΕΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ) τα οποία, εκφεύγοντας όλων αυτών των απόκοσμων και αντιπολιτικών χαρακτηριστικών, παραμένουν ρητά πολιτικά, παρουσιάζουν μία αποφασιστική μεταξύ τους διαφορά.
Είναι πρώτα απ’ όλα η αστόχαστη εμμονή στο παρελθόν του ΠΑΣΟΚ και της ΝΕΑΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ.
Έτσι, παρότι εμφανίζονται σαν «λαϊκά» κόμματα –του πρώτου μάλιστα ο γεννήτωρ διακρίθηκε ως εραστής λαϊκών ασμάτων– εντούτοις, λόγω της προσκόλλησής τους στα φαντάσματα του παρελθόντος, κλείνουν τα αυτιά στους αοιδούς, οι οποίοι τους τραγουδούν τον στίχο «δεν ζωντανεύουν οι νεκροί»…
Με αποτέλεσμα το μεν ΠΑΣΟΚ να εμφανίζεται ως «κίνημα νεόγερων», όπου όσο πιο νέοι είναι αυτοί που το εκφράζουν τόσο περισσότερο μιλάνε τη γλώσσα των πεθαμένων, η δε ΝΕΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ να αποτελεί τον υποδοχέα κάποιων συμπαθών υπερηλίκων, οι οποίοι επιστρέφουν στις πρώτες παιδικές αγάπες, δηλαδή στη θαλπωρή των πρώτων σταλινικών τους στερεότυπων, που κάποτε τα είδαν και με «ανθρώπινο πρόσωπο».
Γι’ αυτό ακριβώς, παγιδευμένοι σε απολιθώματα του παρελθόντος, αδυνατούν να αντιληφθούν ότι πολιτική είναι η φροντίδα τόσο για τον σημερινό κοινό κόσμο, όσο και για τον άγνωστο που κάθε μέρα γεννιέται, ώστε να αναδείξουν στην ηγεσία τους εκείνους οι οποίοι, έχοντας επίγνωση «περί τίνος πρόκειται», θα αποδυθούν στην φροντίδα αυτού του κοινού μας κόσμου.
Από την άλλη, η ΝΔ βρέθηκε στον αντίποδα: παρότι φορτωμένη με τη ρηχότητα των στελεχών της, αλλά και μαγεμένη από το θαυμασμό της στις πιο συντηρητικές φαντασιώσεις της Αριστεράς –οι αντίπαλοι συχνά αλληλοπροσδιορίζονται–, εντούτοις έδειξε ότι είναι ικανή για στοχαστικές προσαρμογές.
Έτσι επιχείρησε κάτι πρωτοφανές για συντηρητικό κόμμα: προκειμένου να παραμείνει στον σύγχρονο κόσμο, διάλεξε για αρχηγό της έναν πολιτικό ο οποίος, αφήνοντας «τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους», την οδηγεί –και μαζί με αυτήν και τη χώρα– στην επόμενη μέρα, χωρίς να γίνεται όμηρος της παράδοσης. Ούτε της Δεξιάς, ούτε της Αριστεράς.
Δεν είναι τυχαία η διεύρυνση που επιχειρεί, σε ό,τι πιο σύγχρονο και ορθολογικό πολιτικά διαθέτει η χώρα.
Αποδεικνύοντας έτσι, στην πραγματική ζωή, πως η ιδέα μεγάλου μας διανοητή ότι πολιτικός είναι «ένα ανθρώπινο ον, που ως αντικείμενό του έχει την πόλιν ως τέτοια», είναι απολύτως ρεαλιστική.
Αρκεί να βρεθεί αυτός που θα την ενσαρκώσει.
Και η ΝΔ τόλμησε και τον βρήκε στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Γι’ αυτό, όσο οι αντίπαλοι καθηλώνονται μόνο στο παρελθόν, δεν χάνει εκλογές.