Μήπως όντως έχω πέσει σε μίαν άλλη διάσταση, σε ένα εικονικό βασίλειο όπου οι κανόνες και το τοπίο αλλάζουν διαρκώς; Κοντολογίς, έχω καταντήσει ένας δεινόσαυρος του Ίντερνετ, ένα ψηφιακό απολίθωμα; Ας ξετυλίξω τον μίτο του λαβυρίνθου.
Έχω λοιπόν εμπεδώσει ότι στον σημερινό υπερσυνδεδεμένο κόσμο το Διαδίκτυο είναι σαν ένα τεράστιο, διαρκώς επεκτεινόμενο σύμπαν; Ναι, και το βλέπω να σφύζει από ατελείωτες δυνατότητες. Κατανοώ ότι για τις νεότερες γενιές η πλοήγηση σε αυτό το πολιτιστικό zeitgeist είναι δεύτερη φύση: Σαν να τρέχουν στο υπερδιάστημα με ένα speeder bike του Πολέμου των Άστρων (οι παρομοιώσεις της εποχής μου, βλέπετε).
Αυτός ο σπιντάτος (sic, αλλά προσπαθώ) ρυθμός της καινοτομίας εμένα μου θυμίζει ένα παιχνίδι σαν το Φιδάκι, αλλά χωρίς τέλος: νέες συσκευές, διαρκείς ενημερώσεις λογισμικού, πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης να εμφανίζονται -και συχνά να σβήνουν- σαν διάττοντες αστέρες. Και εκεί που κάπως εξοικειώνομαι με τα προηγούμενα, πάντα έρχεται κάτι καινούργιο και κατρακυλάω πενήντα θέσεις. Μερικές φορές η διαρκής προσπάθεια να συμβαδίσω με εξαντλεί, με αποθαρρύνει. Πώς να μην αισθανθώ σαν δεινόσαυρος σε έναν κόσμο τεχνολογικά ενημερωμένων millennials; Πώς να μην με κυριέψει απογοήτευση, ακόμη και απόγνωση, ιδίως όταν βλέπω ότι μένω εκτός συζητήσεων μεταξύ των νεότερων και από τα δικά τους, πολύ ιδιαίτερα -και για μένα ακαταλαβίστικα- αστεία;
Να πως το φαντάζομαι: Σαν να μπαίνω σε ένα «in» κοκτέιλ πάρτι όπου όλοι γύρω μου -εκτός από εμένα- είναι φανερό ότι γνωρίζουν τα τελευταία χιπ κουτσομπολιά, έχουν τα δικά τους αστεία και ανταλλάσσουν κρυφές χειραψίες. Εγώ, ως 60χρονος παρευρισκόμενος σε αυτό το διαδικτυακό γκαλά, αισθάνομαι μερικές φορές σαν να έχω παρεισφρήσει σε ένα πάρτι της Gen Z ντυμένος με ένα κοστούμι Τζων Τραβόλτα από το Saturday Night Fever, σιγοτραγουδώντας παράταιρα το Staying Alive.
Ο φόβος τoυ «να μείνεις στην απέξω» (Fear Of Missing Out, FOMO, έτσι το μεταφράζω) είναι ένα κοινό συναίσθημα και μεταξύ των συνομήλικων μου. Αισθανόμαστε ότι δεν είμαστε αρκετά «cool» για να κατανοήσουμε τις τελευταίες τάσεις ή τα μιμίδια, τα memes δηλαδή (που δεν θέλω να πω ότι μου φέρνουν στο μυαλό τη Μαντάμ Μιμ, γιατί ελάχιστοι θα καταλάβουν σε ποια κυρία αναφέρομαι). Πλατφόρμες όπως το Snapchum και το Instawho προκαλούν και σε μένα FOMO, και δεν έχω ιδέα πώς να τις χρησιμοποιήσω.
Συνεχίζω επίσης να μπερδεύομαι με το TikTok: απ’ ό,τι μπορώ να καταλάβω δεν είναι είτε απλά άνθρωποι που μοιράζονται βίντεο επιδεικνύοντας τη χορευτική τους δεινότητα, είτε πολιτικοί που επιδιώκουν να φανούν ανθρώπινοι σε βάρος της σοβαρότητάς τους; Στην εποχή μου είχαμε κάτι που λεγόταν ιδιωτικότητα, ακόμη και για τα δημόσια πρόσωπα. Και αυτοί οι influencers, πείτε μου, δεν είναι γκρίζοι διαφημιστές που πουλάνε φτηνά και με σαγήνη κάθε είδους πραμάτεια, ανακατεμένη με λίγη πληροφόρηση; Ένα πράμα σαν το «μπαίνουμε σε διαφημιστικό περιβάλλον» του ραδιοφώνου, μόνον ανάποδα.
Ομολογώ ότι η γοητεία της επανασύνδεσης με χαμένους φίλους και της ανταλλαγής βίντεο με γατιά που εκσφενδονίζονται είναι αδιαμφισβήτητη· η αποκωδικοποίηση, ωστόσο, της αργκό του Διαδικτύου είναι μια δαιδαλώδης εργασία, ένας γρίφος. Το Ίντερνετ κατακλύζεται από μια πλημμυρίδα ακρωνυμίων (cool και πρώην cool —πώς να διακρίνεις τι είναι πλέον passé, fatiqué; --εμείς ακόμη προτιμούμε τα γαλλικά, ακόμη και αν δεν είμαστε εστέτ), όρων και τεχνικής αργκό. Ακρωνύμια όπως «ROFLMAO», «SMH» και «FOMO» (αυτό, όπως βλεέπετε, τελικά το αφομοίωσα), όροι όπως «hashtag», «emoji», «viral» και «perzonalized UX», ΤΒΗ με κάνουν να νιώθω σαν να ασχολούμαι με την Γραμμική Α’. Αλλά και πάλι, μην νομίζετε ότι είμαι άσχετος από αποκωδικοποίηση: έχω φάει χρόνια μεταφράζοντας την απαξιωτική στροφή των ματιών των εφήβων προς τον ουρανό (αν θυμάμαι καλά, εμείς δεν το κάναμε. Στις αμερικάνικες ταινίες το πρωτοείδα).
Έτσι το «streaming» μου ακουγόταν σαν κάτι που κάνει ένα ρυάκι, όχι σαν τον τρόπο που βλέπω ταινίες (κινδυνεύει άραγε να στερέψει η κοίτη του στο πιο κρίσιμο σημείο της πλοκής;). Αλλά το συνήθισα. Φράσεις όπως «αποθήκευση στο σύννεφο» με κάνουν να φαντάζομαι δεδομένα να περιφέρονται άσκοπα, χαμένα στη στρατόσφαιρα. Τελικά και το «σύννεφο» το συνήθισα, αλλά εξακολουθώ να μην αισθάνομαι άνετα. Πέρασα χρόνια αποφεύγοντας τα βαριά σύννεφα στα οικογενειακά πικνίκ· γιατί τώρα αυτά τα ίδια κρατούν τις φωτογραφίες μου όμηρους εκεί πάνω;
Έχω επίσης αποδεχτεί ότι το smartphone μου ξέρει περισσότερα για μένα απ' ό,τι η γάτα μου (να προσθέσω και η γυναίκα μου, ή κινδυνεύω να ακυρωθώ πάραυτα;). Έξυπνα τηλέφωνα, έξυπνα σπίτια, έξυπνα τα πάντα —ζω σε έναν κόσμο όπου ακόμη και οι καφετιέρες με κοιτούν με υπεροψία. Κοιτάζω το τηλέφωνό μου, ελπίζοντας ότι καταλαβαίνει την έννοια του «πρωινού ανθρώπου» και ψάχνω να βρω πώς θα με ξυπνήσει με ένα κελάηδημα πριν τον καφέ. Δυστυχώς δεν έχει καν την ενσυναίσθηση της καφεΐνης.
Και όλο τούτο το Metaverse τι είναι; Ένα ακόμη ψηφιακό πυροτέχνημα, μία φούσκα που θα σκάσει, ή μία τεράστια επενδυτική ευκαιρία πριν ανέβουν απαγορευτικά οι τιμές ζώνης των ψηφιακών ακινήτων; Ομολογώ πως αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι σε κινούμενη άμμο, σε ακατάληπτα bits που χωρίζονται, σαν την Ερυθρά Θάλασσα ένα πράμα και εγώ να βρίσκομαι από την άλλη πλευρά του χάσματος. Έχω, βλέπετε, και εγώ τα δικά μου memes.
Καταλαβαίνω επίσης ότι οι ψηφιακοί βοηθοί είναι ακριβώς αυτό: αρωγοί, κυρίως για ανθρώπους σαν κι εμένα. Αλλά δεν τους θέλω. Δεν μου αρέσει ο ψεύτικος ενθουσιασμός τους και η ζαχαρωμένη τους ευγένεια, είτε είναι τραπεζικοί υπάλληλοι, είτε avatar σε σάιτ, είτε μου πουλάνε εισιτήρια, είτε με εξυπηρετούν σε μία υπηρεσία. Αυτό που με εκνευρίζει ιδιαίτερα (πείτε μου: είναι πολύ ντεμοντέ να πω ότι «μου την σπάει»;) είναι όταν μετά από μία σειρά ατελείωτων ερωτήσεων, ακόμη και για την περίμετρο της μέσης μου, και «πατήστε το 3» ακούω «περιμένετε να συνδεθείτε με έναν εκπρόσωπο». Ο οποίος συνήθως εκείνη ακριβώς την ώρα κάνει το διάλειμμά του --γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσω ότι με κρατάνε 15 λεπτά στην αναμονή; Είναι τουλάχιστον μία ευκαιρία να σερφάρω, κάτι που πάντα το κάνω με ρέγουλα· καμιά φορά τα κύματα της άχρηστης πληροφορίας παραείναι μεγάλα και φοβάμαι μην με πνίξουν.
Και αυτή η πολιτική ορθότητα, τι υποκρισία! Θυμάμαι ότι ακόμη και οι χιπ πενηντάρηδες, όταν κάποιος τους έκανε μία κουτσουκέλα, τραβούσαν ένα Χ, τον έκαναν delete. Σήμερα, δεξιά και αριστερά «εκεί έξω» (εκεί έξω δεν είμαστε όλοι; Μέσα είναι οι αδύναμοι, οι ψυχικά πάσχοντες και οι φυλακισμένοι), ακόμη και ένα κουνούπι που πράττει κάτι μη πολιτικά ορθό, όπως να σου ρουφάει το αίμα τον Γενάρη, είναι υποψήφιο για cancel. Τουλάχιστον με το delete μπορούσες κάποιον να τον κάνεις undelete όταν ο χρόνος μαλάκωνε τα μίση και τα πάθη. Με το cancel τέτοια ελπίδα δεν υπάρχει. Οποίος ακυρώνεται είναι πλέον ένα ακυρωμένο εισιτήριο, για πέταμα. Ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ, σαν ο πρότερος βίος του να μην του δίνει κανένα ελαφρυντικό. Το πιο άτεγκτο δικαστήριο επί Γης συνεδριάζει διαρκώς, απλωμένο σε όλο τον πλανήτη, και βγάζει μη εφέσιμες αποφάσεις με την ταχύτητα του φωτός. Ακόμη και το κουτσομπολιό είναι αθώος αμνός μπροστά στα σαγόνια του καρχαρία του cancel.
Είπα πολλά, το ξέρω. Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι δεν τα παρατάω. Δεν είμαι επ’ ουδενί εχθρός της προόδου. «Στο τέλος της ημέρας» (Εμείς δεν το λέγαμε αυτό. Το τέλος της ημέρας δεν ήταν πάντα η αρχή της νύχτας;) κάτι έχω μάθει, κάτι έχω συγκρατήσει. Όχι, δεν είμαι δεινόσαυρος, αλλά δεν νιώθω πια και πολύ ψηφιακός ντόπιος. Νιώθω όμως ότι τα μικρά φαιά μου κύτταρα σιγά σιγά φυραίνουν (αθάνατε Πουαρώ!), και το χιούμορ μου ίσως στεγνώνει, γίνεται κάπως παλιακό κι αραχνιασμένο. Ακόμα και η γλώσσα που χρησιμοποιώ μου φαίνεται σκονισμένη, αλλά δεν ξέρω άλλη. Γι’ αυτό, και επειδή ήθελα οπωσδήποτε να γράψω πώς αισθάνομαι, αλλά σε λίγο έχω ραντεβού για καφέ με κάτι συνταξιούχους φίλους μου, ανέθεσα στο ChatGPT να γράψει αυτό εδώ το κείμενο. Δεν έμεινα και πολύ ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα και ζήτησα και από το Gemini της Google να το γράψει, δίνοντας συγκεκριμένες οδηγίες να το συντάξει με χιούμορ και «παιγνιώδη διάθεση». Και μετά έκανα ένα ωραίο ποτ πουρί και νάτο. Μπορεί να μην καταλαβαίνω πολλά από Τεχνητή Νοημοσύνη, αλλά την δουλειά μου την έκανα, δεν νομίζετε; Λίγο μακροσκελές το κομμάτι μου, αλλά δυστυχώς δεν είχα καιρό να το κάνω συντομότερο.
Ένας Ασπρομάλλης Ταξιδευτής του Διαδικτύου
και για την αντιγραφή: Γιώργος Ναθαναήλ