Οι Συμφωνίες Άρτεμις, όπως ονομάζονται οι διμερείς συμφωνίες μεταξύ των ΗΠΑ και των εταίρων τους με αντικείμενο την οικοδόμηση διαφάνειας και σχέσεων συνεργασίας στο πλαίσιο του διαστημικού «Προγράμματος Άρτεμις» που στόχο έχει την επιστροφή πληρωμάτων στη Σελήνη προς το τέλος της δεκαετίας, αναμένεται να ενισχύσουν την εξερεύνηση και την εκμετάλλευση του διαστήματος για ειρηνικούς σκοπούς, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπουν οι κανόνες του διεθνούς δικαίου του διαστήματος που περιλαμβάνονται στην Συνθήκη για το Διάστημα του 1967.
Αν και εμπίπτουν στην κατηγορία των νομικώς μη δεσμευτικών συμφωνιών –ή όπως ονομάζονται αλλιώς «συμφωνίες καθαρώς πολιτικές» (Accords purement politiques)–, οι Συμφωνίες Άρτεμις έχουν κανονιστικό χαρακτήρα, πράγμα που σημαίνει πως η δεσμευτικότητά τους λειτουργεί όχι εξαιτίας του τύπου της συμφωνίας, αλλά λόγω των κανόνων που αυτές επαναβεβαιώνουν. Κι εδώ είναι που διαφαίνεται η αλλαγή της μέχρι πρότινος στρατηγικής της Ελλάδας γύρω από την ερμηνεία ορισμένων κανόνων που περιλαμβάνονται στις Συμφωνίες Άρτεμις. Και, συγκεκριμένα, αναφορικά με τα ζητήματα της εκμετάλλευσης των διαστημικών φυσικών πόρων, όταν αυτή καταστεί τεχνολογικά εφικτή.
Πιο ειδικά, στο βαθμό που κύρια χαρακτηριστικά της νέας διαστημικής εποχής είναι η δυνατότητα ανάπτυξης μιας νέας γενιάς διαστημικών δραστηριοτήτων αναφορικά με την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του διαστήματος αλλά και η αυξανόμενη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα σ’ αυτές, ο διεθνής διάλογος εστιάζεται στο κατά πόσο αυτή η εκμετάλλευση εναρμονίζεται με του τεθειμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου του διαστήματος. Στο σημαντικότερο και με τη μεγαλύτερη διεθνή αποδοχή συμβατικό κείμενο για το διάστημα, τη «Συνθήκη επί των αρχών που διέπουν τη δραστηριότητα των κρατών κατά την εξερεύνηση και χρησιμοποίηση του διαστήματος, περιλαμβανομένης της Σελήνης και των άλλων ουρανίων σωμάτων» ή αλλιώς τη Συνθήκη του Διαστήματος του 1967 την οποία η Ελλάδα έχει επικυρώσει με το ν.δ. 670/1970, περιλαμβάνεται ο κανόνας της απαγόρευσης κάθε μορφής οικειοποίησης και προβολής κυριαρχικών δικαιωμάτων στο διάστημα (Άρθρο ΙΙ). Η αρχή αυτή επαναλαμβάνεται στην παρ. 2 της 10ης Ενότητας των Συμφωνιών Άρτεμις σχετικά με την εκμετάλλευση των διαστημικών πόρων.
Όπως προκύπτει όμως από τη διεθνή πρακτική των νομικώς μη δεσμευτικών συμφωνιών, μερικές φορές το περιεχόμενό τους είναι προάγγελοε ενός νέου κανόνα του διεθνούς δικαίου που ακόμη δεν έχει καθιερωθεί. Στο μέτρο λοιπόν που οι ΗΠΑ προωθούν νομοθετικά την κατοχύρωση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ιδιωτών στο διάστημα, όπως προκύπτει τόσο από το Νόμο για την «Ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των διαστημικών δραστηριοτήτων εκτόξευσης για εμπορικούς σκοπούς» (US Commercial Space Launch Competitiveness Act) του 2015 όσο και από νεότερα προεδρικά εκτελεστικά διατάγματα, σαν αυτό σχετικά με την «Προαγωγή της διεθνούς στήριξης για την ανάκτηση και χρήση των διαστημικών πόρων» του 2020, υποστηρίζοντας στην προσπάθειά τους αυτή μια διαφορετική ερμηνεία επί της αρχής της μη οικειοποίησης, η καθιέρωση ενός νέου κανόνα αρχίζει να διαφαίνεται. Τούτο είναι εμφανές και από τη διεθνή στάση των ΗΠΑ στα διάφορα διεθνή φόρα, όπως είναι τα Ηνωμένα Έθνη αλλά και από την μη προσχώρησή τους στη Συμφωνία για τη Σελήνη του 1979 στην οποία προβλέπεται η εγκαθίδρυση ενός διεθνοποιημένου καθεστώτος εκμετάλλευσης των διαστημικών φυσικών πόρων κατ’ αναλογία του καθεστώτος εκμετάλλευσης του διεθνούς βυθού πέρα από τα όρια της εθνικής δικαιοδοσίας των κρατών (γνωστή και ως Περιοχή), καθεστώς που ρυθμίζει η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Η συμμετοχή της Ελλάδας λοιπόν, ως το 35ο συμβαλλόμενο μέλος (μετά το Βέλγιο) στις Συμφωνίες Άρτεμις, σηματοδοτεί τη διαφοροποίηση της μέχρι πρότινος εθνικής στάσης ως προς την ερμηνεία του καθεστώτος της εκμετάλλευσης των διαστημικών πόρων. Υπενθυμίζεται πως η θέση των δύο κρατών, Ελλάδας και Βελγίου, στη νομική υποεπιτροπή της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τις Ειρηνικές Χρήσεις του Διαστήματος ήταν υπέρ μιας περιοριστικής ερμηνείας της αρχής της μη οικειοποίησης, στη βάση του καθεστώτος εκμετάλλευσης που προβλέπει η Συμφωνία για τη Σελήνη του 1979. Η στάση αυτή φαίνεται άλλωστε στην κοινή πρόταση (έγγραφο εργασίας) που κατέθεσαν τα δύο κράτη κατά τη διάρκεια της 58ης Συνόδου της υποεπιτροπής τον Απρίλιο του 2919 και είχε αίτημα τη σύσταση σχετικής ομάδας εργασίας. Με τη συμμετοχή όμως της Ελλάδας στις Συμφωνίες Άρτεμις, η εθνική γραμμή διαφοροποιείται και η Ελλάδα μπαίνει στο «κλαμπ» εκείνων των κρατών, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, που συνηγορούν υπέρ μιας διαφορετικής, διασταλτικής, ερμηνείας της αρχής της μη οικειοποίησης προς όφελος της νέας γενιάς διαστημικών δραστηριοτήτων.
Αναμφίβολα, η αλλαγή στρατηγικής σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας διαστημικής εποχής για την Ελλάδα, που αναμένεται να έχει θετικό αντίκτυπο στην εθνική της βιομηχανία, την Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία (ΕΤΑΚ), δημιουργώντας νέες δεξιότητες και προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η συμμετοχή στις Συμφωνίες Άρτεμις έρχεται να ενισχύσει το «διαστημικό» οικοσύστημα που έχει αναπτυχθεί στην Ελλάδα, τόσο σε ακαδημαϊκό και ερευνητικό επίπεδο με τη δημιουργία προγραμμάτων σπουδών που περιλαμβάνουν μαθήματα σχετικά με την εξερεύνηση και εκμετάλλευση του διαστήματος αλλά και αξιόλογες διακρίσεις στον τομέα της έρευνας γύρω τις διαστημικές εφαρμογές, όσο και με την ίδρυση και λειτουργία δομών επιχειρηματικής επιτάχυνσης και επώασης στον τομέα του διαστήματος.
Αξίζει όμως να σημειωθεί γι’ ακόμη μια φορά πως η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ένα τελευταίο παράθυρο ευκαιρίας ανοικτό, για τον ορισμό του πρώτου Έλληνα αστροναύτη στο πρόσωπο του Αδριανού Γολέμη, ο οποίος, ως ο μοναδικός Έλληνας, πέρασε το 2022 στην τελική φάση επιλογής υποψηφίων αστροναυτών της ESA. Πριν μερικές ημέρες ο πρώτος Τούρκος αστροναύτης, Alper Gezeravci, ταξίδεψε στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό στο πλαίσιο της αποστολής «Axiom Mission 3» της SpaceX ενώ χώρες όπως η Τσεχία, το Βέλγιο, η Σουηδία, έχουν ήδη παράσχει την απαιτούμενη στήριξή τους προς τους υποψηφίους υπηκόους τους για να συμμετάσχουν στην τάξη αστροναυτών του 2022 της ESA.
Με το βλέμμα στραμμένο πέρα από τα όρια του ουρανού και βασταζόμενη στους ώμους των γιγάντων της γενιάς του Προγράμματος Απόλλων, η Ελλάδα, ως συμβαλλόμενο μέρος στις Συμφωνίες Άρτεμις, οφείλει να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που προκύπτουν από τη συμμετοχή αυτή προς όφελος της τόνωσης της αναδυόμενης διαστημικής οικονομίας, της ενίσχυσης της έρευνας και εκπαίδευσης στον τομέα του διαστήματος αλλά και της καθιέρωσής της ως περιφερειακή διαστημική δύναμη, χάριν και της νέας γενιάς ελλήνων ερευνητών και επιχειρηματιών του διαστήματος, ίσως και αστροναυτών: της «Γενιάς της Άρτεμις».