Φωτογραφία αρχείου
17 Νοεμβρίου 1973, οδός Πατησίων, Αθήνα. Το τανκ του στρατού βρίσκεται απέναντι από το Πολυτεχνείο ενω στο εσωτερικό της σχολής η κατάληψη συνεχίζεται. Λίγο μετά, το τανκ θα ξεκινήσει και η κατάληψη θα κατασταλεί με τη βία. Κι ύστερα, τα χρόνια της μεταπολίτευσης, το νόημα του Πολυτεχνείου ανέδειξε τον ηρωισμό των εγκλείστων, πριν η επέτειος μιας κορυφαίας αγωνιστικής πράξης μετατραπεί σε γενικόλογη σχολική επέτειο.
Απόσταση
Καταρχάς είναι παράλογο να με απασχολεί διότι δεν είχα σχέση με όσα έγιναν. Το μοιραίο φθινόπωρο ήμουν 12 χρονών, πήγαινα πρώτη γυμνασίου και δεν είχα ιδέα για πολιτικά, δικτατορία, δημοκρατία ή ότι έπρεπε να ενδιαφέρομαι. Ήμουν χωρίς φρονήματα και οι γνώσεις μου περιορίζονταν σε ραδιόφωνο και επίκαιρα στο σινεμά. Αραιά και πού από το καφετί Grundig έβγαινε ένα αυστηρό Ελληνικέ λαέ. Η ασώματη φράση με άγγιζε σαν αφαίρεση αλλά δεν καταλάβαινα πού απευθύνεται. Τα ασπρόμαυρα επίκαιρα παρήγαγαν νεωτερικές μάζες σε σκοτεινές αίθουσες. Ο Πρόεδρος της Εθνικής Κυβερνήσεως έκοψε κορδέλα εγκαινίων εδώ, Ο Αντιπρόεδρος θεμελίωσε έργο εκεί, Επίδειξη ανοιξιάτικης μόδας κ.ο.κ., αλλά εγώ τα περίμενα πώς και πώς για λίγα δευτερόλεπτα Παναθηναϊκού στη μεγάλη οθόνη. Εκτός από ασπρόμαυρες, οι τηλεοράσεις το 1973 ήταν μικροσκοπικές και το να βλέπω γκολ του τριφυλλιού, έστω μπαγιάτικα περασμένης Κυριακής αλλά στην τεράστια οθόνη, μετρίαζε κάπως την ποδοσφαιρική πείνα μου. Όλο κοινωνία του θεάματος ακούγαμε και θέαμα δε βλέπαμε.
Το Δ΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και η πολυκατοικία στην Κουμουνδούρου 31 βρίσκονταν λίγους δρόμους κάτω από το Μετσόβιο. Η εγγύτητα ευνοεί ψευδαισθήσεις προνομιακής θέασης αλλά για μένα το τριήμερο ήταν και παραμένει απόμακρο βουητό και αδιαπέραστο δέος. Στα διαλείμματα κρυφακούγαμε ψιθύρους και ακαταλαβίστικα υπονοούμενα των μεγαλυτέρων. Το απόγευμα της Πέμπτης ένα ραδιόφωνο στην ταράτσα είχε στη διαπασών το σταθμό του Πολυτεχνείου. Ήταν όλο παράσιτα από τα οποία πεταγόταν ένα παραμορφωμένο Ελληνικέ λαέ. Η φωνή ήταν διαφορετική από του Grundig αλλά κι αυτή ήταν σοβαρή, αυστηρή, απαιτητική, βγαλμένη από το ίδιο καλούπι. Διέταζε. Πριν καλά καλά τελειώσει το Πολυτεχνείο θρόμβωνε ερτζιανά και μυαλά με το μύθο του και η λέξη φοιτητές χτυπούσε σαν μεταφυσικός μετεωρίτης.
Το Σάββατο η γειτονιά μύριζε δακρυγόνα και γύρω στις 11 το πρωί, ενώ η κυρία μάς υπαγόρευε από τη Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης του Αχιλλέα Τζάρτζανου, άρχισαν ξεροί ρατ-τατ-τατ-τατ πυροβολισμοί. Το σχολείο έκλεισε λόγω στρατιωτικού νόμου, άλλο ακαταλαβίστικο, και επιστρέψαμε κακήν κακώς μέσω Μάρνη, ενώ τα ρατ-τατ-τατ-τατ πύκνωναν. Τις επόμενες μέρες είδα Μαστοράκη, φωτογραφίες με μπουλούκια αστυνομικών να κυνηγάνε μακρυμάλληδες νεαρούς με φαβορίτες και παντελόνια καμπάνα γύρω από την Ομόνοια, τσαλακωμένες λιμουζίνες, σπασμένα κάγκελα και μάνικες να καθαρίζουν άφθονο χαρτομάνι και σκουπίδια. Είδα το Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας γραμμένο με κεφαλαία σε μαυροπίνακα του Μετσόβιου, και Ελευθερία με μαρκαδόρο σε σωλήνα ψηλά στη Σατωβριάνδου δίπλα στη βιτρίνα με το δίσκο που είχε το ινστρουμένταλ του Τζον Μπάρι για τους Αβέντζερς Τόνι Κέρτις, Ρότζερ Μουρ. Στο θρανίο κάποιος είχε ζωγραφίσει ένα τανκ και τη φράση 17 Νοέμβρη, νύχτα της μεγάλης σφαγής. Το κοίταζα κάθε μέρα με δέος σα μήνυμα σε μπουκάλι σταλμένο από ηρωικό χρόνο και τόπο.
Να το το πρόβλημα φαρδύ πλατύ. Ηρωισμός, ήρωες, δέος σε μια χώρα με ανεξάντλητη υπερπαραγωγή ηρώων, αγίων, μαρτύρων και δέους.
Η πικρίλα των δακρυγόνων και η ψευδαίσθηση προνομιακής θέασης συγκρούονται με απόσταση. Ηλικιακά, η δεκαετία που με χωρίζει από τα Παιδιά του Πολυτεχνείου είναι τίποτα.
Είναι τόσο μικρή που δε φτάνει ούτε για πατροκτονία. Όμως έγινε αγεφύρωτο χάσμα από το οποίο ξεπήδησε η αμφιθυμία μου σαν αγριόχορτο και τσουκνίδα. Κάθε επέτειος φιλτράριζε το Πολυτεχνείο ξανά και ξανά με αποπνικτικούς σωρούς από τιμητικά στεφάνια και γαρύφαλλα στην τοτεμική πύλη. Είχαν έρθει καινούργιες ερπύστριες. Σοβαρές πόζες από προσωπικότητες πολιτισμού, ανθρώπους γραμμάτων, μπλα μπλα προέδρων και αρχηγών. Κεντρικές επιτροπές και συμβούλια εξηγούσαν το επίκαιρο νόημα της εξέγερσης, πάντα ήταν επίκαιρο, μέχρι που φτάσαμε στο καταπραϋντικό αφέψημα των Ηρώων του Πολυτεχνείου που έγιναν σχολικές γιορτές, οδοί και πλατείες. Γραφεία κηδειών και λουλουδάδικα θησαύριζαν κάθε 17 Νοέμβρη.
Αν αντί για στεφάνια και γαρύφαλλα έστελναν τα χρήματα στην ιατρική έρευνα, ο καρκίνος θα είχε θεραπευθεί προ πολλού. Σε κάποιο σημείο το πράγμα έγινε και μπούλινγκ. Ξέρεις ποια είμαι εγώ; Εγώ ήμουν στο Πολυτεχνείο! Λίγο αργότερα γίναμε υπερπολιτικοποιημένοι εφήβοι της μεταπολίτευσης. Νοέμβρης και Πολυτεχνείο ήταν κομμάτι του εαυτού μας και η ταύτιση συνέχισε με κεκτημένη ταχύτητα για χρόνια. Σαν φοιτητής στα 1980s πρωτοστατούσα στο να κολλάω κόκκινες αφίσες Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Νοέμβρης, Έξω Οι Αμερικάνοι και Ο αγώνας τώρα συνεχίζεται. Μου έδινε βαθιά σεμνότυφη ικανοποίηση να τις κολλάω πάνω στις πράσινες Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται.
Το Πολυτεχνείο άγγιζε τις ελληνοορθόδοξες χορδές μου και η ιδέα ότι ο Νοέμβρης είχε δικαιωθεί ή ότι μπορούσε να δικαιωθεί μου φαινόταν ύβρις και προσβολή της τρίτης εντολής:
Ου λήψει όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω.
Ποιοι ήταν αυτοί που έπιαναν το Πολυτεχνείο στο στόμα τους; Πώς τολμούσαν να ισχυριστούν ότι δικαιώνεται; Είναι δυνατόν κάτι σαν το Πολυτεχνείο να δικαιωθεί; Βεβαίως κόκκινες και πράσινες αφίσες μαλώνανε σε αδιάφορο αχυρώνα και οι κοκορομαχίες μας ήταν ανόητες. Η δικαίωση του Πολυτεχνείου (στο βαθμό που η φράση έχει κάποιο νόημα) είχε γίνει οριστικά και αμετάκλητα στις 17 Νοεμβρίου 1974 αλλά τότε ήμουν υπερβολικά ευλαβής πιστός για να το δω.
Ίχνη από κραγιόν
Η φαντασμαγορία της αθηναϊκής μεταπολίτευσης έφερνε καινά δαιμόνια που μόλυναν, υπονόμευαν και σιγά σιγά ξεφούσκωναν τη ναρκισσιστική αυτοαναφορικότητα του Πολυτεχνείου. Κολλάγαμε αφίσες και οργανώναμε πορεία-μέχρι-την-πρεσβεία αλλά ταυτόχρονα αναπνέαμε ποπ και ροκ. Όταν ήλθε Pretty vacant των Sex Pistols και No more heroes από Stranglers, η ηρωολατρεία άρχισε να ραγίζει και να μπάζει.
Οι Πίστολς βωμολόχησαν στην τηλεόραση, βανδάλισαν το πορτρέτο της Βασίλισσας, κήρυξαν Αντίχριστη Αναρχία Άι Εμ Δι Ανταϊκράιστ, Άι Εμ Δι Αναρκάιστ και πυροδότησαν κατασκευασμένη κίτρινη υστερία.
Σήμερα οι Σεξ Πίστολς είναι πακεταρισμένα οπτικοακουστικά files σε αφθονία πλατφορμών αλλά στην καλύτερη περίπτωση ακούγονται σαν μπλιπ ανάμεσα στα αμέτρητα μπλιπ της βαβέλ. Απορροφημένο στα λείψανα του κιθαριστικού ροκ, το εισαγωγικό ριφ του Pretty vacant πλανιέται σαν φάντασμα πάνω από μπουτίκ ακούσματα (Interpol/Roland, Holygram/Still there, The Haunted Youth/Broken κά.) αλλά ο νιχιλισμός έχει εξατμιστεί.
Όμως το 1977-78 το Pretty vacant χτύπησε σαν μπιγκ μπανγκ. Τα εκρηκτικά πρώτα 30 δευτερόλεπτα έρχονταν από άλλο πλανήτη και η παράξενη τραγουδοαπαγγελία δεν ενδιαφερόταν να είναι ωραία ούτε αρεστή. Ήταν σαν αλγόριθμος με αλλεργία στα likes. Τους Πίστολς τους κατηγορούσαν ότι δεν ξέρουν να παίζουν αλλά αυτή ακριβώς ήταν η αυτοαναιρετική στιγμή τους. Με τα πενιχρά αγγλικά μου δεν καταλάβαινα στίχους, ούτε από πού έρχονταν ή πού πήγαιναν. Είμαστε όμορφοι κενοί; Αλλά κιθάρα, μπάσο, ντραμς της εισαγωγής, ροττενική αναγγελία απειλητικού μετεωρολογικού δελτίου με καθήλωσαν. Και παρά τις μηδαμινές γνώσεις μου, ήξερα τι θα πει we don't care! Άντε μετά να κολλήσεις αφίσες για τον πάντα επίκαιρο Νοέμβρη ενώ ο εθνικός ύμνος του μηδενισμού έχει κάνει κατάληψη στο μυαλό σου και στριφογυρίζει χωρίς να σε αφήνει σε ησυχία.
Σε αντίθεση με το καθοδηγούμενο shock the audience των Πιστολιών, οι Stranglers ήταν συμβατικοί. Το ότι ήξεραν και ενδιαφέρονταν για Τρότσκι, Λένι Μπρους και Πάντσο Βίλα τους τοποθετούσε στον αντίποδα του σεξπιστολικού μπάχαλου. Οι Στραγγαλιστές δεν ήταν pretty ούτε vacant. Το αντίθετο, ήταν πλήρεις νοήματος and they cared. Και με ακουστικά γλυπτά όπως Golden Brown, Always the sun, North winds blowing δεν έκρυβαν τις μέινστριμ high art φιλοδοξίες τους. Το κιμπορντιστικό No more heroes ακούστηκε ελάχιστα και ακόμη και σήμερα δεν έχει ξεπεράσει ενάμισι εκατομμύριο views στο youtube (οτιδήποτε λιγότερο από 5-6 εκατομμύρια δεν είναι καν υποσημείωση, ενώ οι ντίβες και σούπερ σταρ αιωρούνται σε στρατοσφαιρικά δισεκατομμύρια).
Η σχέση μου με το No more heroes ήταν κλασική ιδιοποίηση από τα κάτω όπως έλεγαν οι cultural theorists και μάλιστα βασισμένη σε παρεξήγηση. Το τραγούδι των Στράνγκλερς είναι ειλικρινής θρηνωδία για φιγούρες που σήμαιναν κάτι για τη μπάντα. Δεν είναι νιτσεϊκός Θάνατος του Θεού ούτε θυμωμένο We don't need another hero της Tina Turner. Αλλά στα αυτιά μου ήταν σπόιλερ που χαλούσε την πιάτσα και μετέτρεπε την παράδοση σε πρόβλημα και ερώτημα. Ποιος χρειάζεται ήρωες και ηρωίδες; Το όνομα Στραγγαλιστές μάλλον ήταν σύμπτωση αλλά έκανε τη ζημιά και ο στραγγαλισμός του μύθου είχε αρχίσει. Τα άφθονα κόκκινα γαρύφαλλα στο εξώφυλλο του LP, ίδια με τα στεφάνια των επετείων, ενίσχυαν τις μηδενιστικές μου τάσεις.
Λίγο μετά οι Clash ανήγγειλαν το θάνατο της ψευτομπητλομανίας στο London calling.
Βάλτε τη λατρεία των Ηρώων του Πολυτεχνείου στη θέση της ψευτομπητλομανίας και η έξοδος από το Μύθο μετατρέπεται σε σύγκρουση. Οι αντι-ηρωικές τάσεις των Clash βαθαίνουν την ειρωνεία γιατί με όρους φοιτητικής δεκαετίας 1980, αν οι Σεξ Πίστολς ήταν αναρχοαυτόνομοι και οι εστέτ Στράνγκλερς Ρήγας Φεραίος, οι Συγκρουστές ήταν ΚΝΕ. Όμως παρότι οι Clash έπαιρναν πολύ σοβαρά τις αντικαπιταλιστικές αντιιμπεριαλιστικές τους πεποιθήσεις (το τέταρτο άλμπουμ λεγόταν Sandinista!), με το Κάλεσμα του Λονδίνου και Χάθηκα στο Σούπερ Μάρκετ έσπερναν σύγχυση και αμφιβολία στις γραμμές της οργάνωσης. Αποσταθεροποιούσαν το στάτους κβο του hero worship.
Στα Ίχνη από Κραγιόν, ένα βιβλίο πανκ Μεσσιανισμού με αφορμή τους Σεξ Πίστολς (υπότιτλος: Μυστική Ιστορία του Εικοστού Αιώνα), ο Γκραίηλ Μάρκους έγραψε το εξής:
The Sex Pistols made a breach in the pop milieu, in the screen of received cultural assumptions governing what one expected to hear and how one expected to respond. Οι Σεξ Πίστολς επέφεραν ρήξη στις προσδοκίες του τι περιμέναμε να ακούμε και πώς έπρεπε να απαντάμε.
Τo Lipstick Traces ξεναγεί σαν τουριστικός οδηγός σε εξιδανικευμένα εξεγερτικά αντιεξουσιαστικά χάπενινγκ ανά τους αιώνες (Αναβαπτιστές/1534, μεσαιωνικές αιρέσεις, 1848, Dada/Σουρεαλισμός, βεβήλωση της Νοτρ Νταμ/1950, Μάης 1968, πανκ) σερβιρισμένα με μπόλικο νεαρό Μαρξ, λίγες (ευτυχώς) κουταλιές Αντόρνο και άφθονο Ντεμπόρ απο Lettrist και Situationist International. Όπως συνηθίζεται στις ροκ ιστορίες ο ρομαντισμός του Ίχνη από κραγιόν είναι υπερβολικός, over-interpreted και τραβηγμένος αλλά ο Μάρκους έχει δίκιο για την επίδραση του Never Mind The Bollocks.
Το Pretty Vacant με σημάδεψε σαν πρωταρχικό τραύμα. Δεν ταίριαζε με τις έτοιμες αλήθειες που κυκλοφορούσαν τέλη 1970s-αρχές 1980s. Ήταν ρήξη με όσα είχα ενστερνιστεί, με αυτά που περίμενα να ακούω και αυτά που έπρεπε να λέω. Με αναποδογύριζε και με διέλυε χωρίς να υπόσχεται επανασύνθεση ή κάποια νέα ισορροπία. Έκανα τα πάντα για να το απωθήσω και να το αγνοήσω. Προσποιόμουν ότι δεν υπάρχει, ότι είναι ασήμαντο περιθώριο. Το έκανα compartmentalize σαν ένοχο μυστικό και δεν το συζητούσα με κανένα. Όμως όταν παπαγάλιζα τους ισμούς τραγουδούσε κοροϊδευτικά σαν id που κάνει πλάκα από την γαλαρία του λεωφορείου. Όσο και να το ξόρκιζα δεν εξαφανιζόταν. It didn’t ca-a-a-a-a-re.
Στο πανκ έβρισκε διαφυγή η τεστοστερονική οργή και για τριάμισι λεπτά μπορούσα να αποδράσω από την εθελοντική αυτολογοκρισία μου και να φανταστώ τον εαυτό μου σαν κάτι διαφορετικό από το να είμαι πρώτος στα μαθήματα και πρώτος στον αγώνα.
Ρήγμα
Αν το Πολυτεχνείο ήταν επικό σάουντρακ και προστατευτικό περίβλημα στο pop milieu της μεταπολίτευσης, το Pretty vacant ήταν κακόφωνος λεκές και εδώ συναντάμε κάτι που ίσως δεν είναι σύμπτωση. Breach/ρήγμα/ρήξη, η λέξη που διάλεξε ο Μάρκους για την επίδραση του πανκ, ήταν η λέξη που χρησιμοποίησαν οι Morin, Lefort, Castoriadis – La Brèche – στη συλλογή για το Μάη του ’68. Η αντιδιαστολή Μάη ’68 vs Νοέμβρη ’73 διευκρινίζει την αμφιθυμία μου για το Πολυτεχνείο.
Ο παρισινός Μάης ήταν εξέγερση ενάντια στη βαρεμάρα. Quand la France s’ennuie, Η Γαλλία Βαριέται ήταν η διάγνωση της Monde στις 15 Μαρτίου 1968 και δύο μήνες αργότερα το εξάγωνο βρήκε θεραπεία ακαταμάχητης φωτογένειας. Φορώντας αντικαπιταλιστικά ρούχα και αναμασώντας υπερμαρξιστική ρητορική με αυτοδιαχειστικές συμβουλιακές φαντασιώσεις, φανφάρες άμεσης ανακλητικής δημοκρατίας, παθιασμένες εκ του ασφαλούς επιθέσεις στο εμπόρευμα και σουρεαλιστικές ανασκαφές κάτω από την άσφαλτο, ήταν επίσημη άφιξη του μεταμοντέρνου. Ο Μάης είχε διαβάσει 18η Μπρυμαίρ. Δανείστηκε λέξεις, λεηλάτησε συνθήματα, φρασεολογίες και φορεσιές του παρελθόντος για να φέρει κάτι καινούργιο. Στον απόηχο όλων των εξεγέρσεων και επαναστάσεων που είχαν γίνει και ήταν/είναι δυνατό και εφικτό να γίνουν, η μόνη άξια λόγου που απέμενε ήταν η επανάσταση ενάντια στον εαυτό της. Ίσως. But we don’t care.
Το Πολυτεχνείο από την άλλη, αγκυροβολημένο στα βαθιά νερά της ελληνικής ηρωικής μεταφυσικής δε χωρούσε πλήξη, ειρωνεία, χιούμορ ή αποστασιοποίηση. Η κιαροσκούρο φωτογραφία του τανκ μπροστά στην πύλη ήταν μαύρη τρύπα που μας απορρόφησε. Η γωνία της λήψης από το Ακροπόλ προσδιόρισε τις συντεταγμένες της σκέψης μας. Βλέποντας τις πορείες του Πολυτεχνείου σαν παιδιά στο κέντρο της Αθήνας μαγευτήκαμε. Αλλά πολύ γρήγορα το ηρωικό άρχισε να ανακατεύεται με δονήσεις και ώσεις της μεταπολίτευσης. Είχαμε ένα πόδι στην ηρωολατρεία, το άλλο σε αναδυόμενες αυτοειρωνείες και αμφισβητήσεις. Θαυμάζαμε και λατρεύαμε τους ήρωες του Πολυτεχνείου αλλά ψάχναμε ένα μέρος να κρυφτούμε. Κρατούσαμε εξαπτέρυγα, πανό που διατυμπάνιζαν Το Πολυτεχνείο Ζει και μουρμουρίζαμε No More Heroes.
Τα θέλω-και-δε-θέλω της αμφιθυμίας, οι αντικρουόμενες σκέψεις και συναισθήματα για το ίδιο πράγμα, αποτελούν σύμπτωμα και πολυτέλεια όταν οι βεβαιότητες έχασαν τη γόμωσή τους. Το Πολυτεχνείο έκλεισε το σάγκα της ηρωικής εποχής όταν πολιτικές ταυτότητες και ιδεολογίες είχαν ρίσκα και επιπτώσεις. Όντας 12 χρονών επηρεαστήκαμε από το Νοέμβρη του 1973 αλλά από τον Ιούλιο του 1974 και μετά η εφηβεία μάς περίμενε σε ριζικά διαφορετικό σύμπαν. Μετά την αρχική ταύτιση μαζί του, είχαμε το προνόμιο να απογοητευτούμε και να απογαλακτιστούμε από το μύθο.
Χάρη σ’ αυτό που έκαναν τα παιδιά του Πολυτεχνείου μπορέσαμε και γίναμε αμφίθυμα, μη ηρωικά παιδιά σε εποχές μη-διακύβευσης, απο-επένδυσης και αποδέσμευσης από τη θρησκεία. Κόψαμε τον ομφάλιο λώρο. Είχαμε το προνόμιο να γίνουμε κενοί.
Σειρά τριών κειμένων του Γιώργου Ζώταλη, με θέμα το Πολυτεχνείο και τη μνήμη του, πενήντα χρόνια μετά. Το πρώτο απ’ αυτά δημοσιεύεται εδώ, στην ιστοσελίδα του Books’ Journal, θα ακολουθήσει σε λίγες μέρες το δεύτερο. Το τρίτο κείμενο θα δημοσιευτεί στο τεύχος 147 της χάρτινης έκδοσης, που ετοιμάζεται και θα κυκλοφορήσει στις 15 Νοεμβρίου, παραμονές της επετείου – στην ιστοσελίδα θα αναρτηθεί αργότερα.