Στον απόηχο αυτού του ηρωικού και μαχόμενου κλίματος που κυριαρχούσε στο περιοδικό, με τον Χρήστο Βακαλόπουλο (και έναν ακόμα, ανατέλλοντα τότε, κινηματογραφιστή, τον Αντώνη Κιούκα) ζητήσαμε και κάναμε ένα παρεμβατικό τεύχος για τον κινηματογράφο. Ένα τεύχος που επιδίωκε να στηρίξει την «Ελληνική δέσμη» (κατά την ορολογία του Βακαλόπουλου), ανεξάρτητους και αποφασιστικούς κινηματογραφιστές που είχαν επιλέξει εκείνη την εποχή να κάνουν τις ταινίες τους χωρίς να περιμένουν την «επετηρίδα» του κρατικού Κέντρου Κινηματογράφου. Η βασική ύλη ήταν συνεντεύξεις, και συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Τορνές, Τσιώλης, Αβδελιώδης, Πανουσόπουλος, Μαρία Γαβαλά και μερικοί άλλοι. Συμμετείχαν επίσης, τεχνικοί (ο ρόλος των οποίων ήταν υποβαθμισμένων στην κυρίαρχη ανάγνωση της εποχής για τον κινηματογράφο του δημιουργού) και ο αιθουσάρχης του κινηματογράφου Στούντιο, Σωκράτης Καψάσκης (εκτός των άλλων και μεταφραστής του Οδυσσέα του Τζόυς). Ο Χρήστος διαφωνούσε, επειδή απουσίαζαν από το αφιέρωμα τα δύο ιερά φετίχ της ελληνικής κινηματογραφία, ο Αγγελόπουλος και ο Βούλγαρης. Η διαφωνία ήταν έντονη στο στάδιο της παραγωγής – αλλά τελικά πέρασε απολύτως το δικό μας.
Το 1989 πήγα στο στρατό, έγραφα από μακριά βέβαια, και επέστρεψα στο περιοδικό στα τέλη του 1990. Η περιπέτεια Κοσκωτά είχε τελειώσει, και ο κακός χειρισμός της από το περιοδικό είχε συνθλίψει την κυκλοφορία του. Στόχος ήταν να ξαναλανσάρουμε το Αντί ως μοντέρνο παρεμβατικό έντυπο συζήτησης των μεγάλων προβλημάτων – ζούσαμε στον αστερισμό της ανάδυσης του βαλκανικού εθνικισμού, της διεύρυνσης της παγκοσμιοποίησης, της ανόδου του ισλαμικού φονταμενταλισμού στον αραβικό κόσμο, ενώ στην Ελλάδα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και κατόπιν ο Σημίτης είχαν θέσει ξεκάθαρα την ανάγκη περιστολής των πελατειακών δικτύων και εκσυγχρονισμού των δομών του κράτους.
Το Αντί έμεινε κριτικά απέναντι στα εγχειρήματα και των δύο πολιτικών αρχηγών. Ωστόσο, αναβάθμισε τις σελίδες τις λεγόμενες «του πολιτισμού», ενώ εντάθηκε η στρατηγική των αποκλειστικών αφιερωμάτων σε πρόσωπα των γραμμάτων (Παπαδιαμάντης, Συκουτρής, Ελύτης, Αναγνωστάκης, ο Μικρός Ήρως κ.ά.), στην ποπ κουλτούρα (ενδεικτικό ήταν το τεύχος το αφιερωμένο σε εκδοχές της κουλτούρας του δρόμου, που συνδυάστηκε με υπαίθριες συναυλίες και φεστιβάλ γκράφιτι – τα οποία, τότε, ήταν σοβαρό ποινικό αδίκημα), στο διαδίκτυο που εισέβαλλε σιγά σιγά στις ζωές μας και στον εκδοτικό χώρο και από το περιοδικό ο ειδικός συνεργάτης Δημήτρης Σκούφης ήταν ο πρώτος που περιέγραφε συστηματικά τη δυναμική του νέου μέσου (ο Δημήτρης Σκούφης ήταν και ο οργανωτής συνεδρίου για το Ίντερνετ, όπου με έκπληξη ακούσαμε την ιταλίδα ριζοσπάστρια ευρωβουλευτίνα της ομάδας του Μανιφέστο, Λουτσιάνα Καστελίνα, να προσπαθεί να μας αποτρέψει από τη σχέση με τις νέες τεχνολογίες του διαδικτύου – κάτι που προσωπικά σημείωσα με αποτροπιασμό στη σελίδα μου, στην εβδομαδιαία εφημερίδα της Αριστεράς Εποχή, όπου δημοσίευα τις Κυριακές).
Δεν θα ξεχάσω την αποτελεσματικότητα ορισμένων παρεμβάσεων του Αντί εκείνης της εποχής. Πιο σημαντική, η ανακάλυψη ενός παλαιού παραιτημένο εργοστασίου, της Εριουργίας Σικιαρίδη στην Πειραιώς, που εντοπίσαμε με τον Παπουτσάκη μια καλοκαιρινή μέρα στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ψάχνοντας παλιούς εργοστασιακούς χώρους. Ήταν ο χώρος που έγινε το Φεστιβάλ του Αντί το 1989 και, στη συνέχεια, χάρη και στην οξυδέρκεια τοι εικαστικού Νίκου Κεσσανλή, ο χώρος αποδόθηκε στο Πολυτεχνείο για να στεγαστεί η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Λίγα χρόνια μετά, με τον ίδιο τρόπο άρχισε η αξιοποίηση του Γκαζιού, μετέπειτα Τεχνόπολης, όπου επίσης το Αντί έκανε φεστιβάλ.
Η δεκαετία του 1990 ήταν δεκαετία τριβών της συντακτικής ομάδας. Οι βασικοί λόγοι, η γραμμή του εκσυγχρονισμού που δεν ταίριαζε στον εκδότη (δεν είχε ακόμα σχηματοποιηθεί ο ριζοσπαστικός δρόμος της Αριστεράς, που εκφράστηκε στα τέλη της δεκαετίας, μετά τα γεγονότα στο Σιάτλ, με τις διαδηλώσεις σε μεγάλες πόλεις κατά της παγκοσμιοποίησης) και η προσέγγιση στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Για να κατανοηθεί η ένταση που κυριάρχησε αξίζει να δει κανείς ότι όλα τα μέλη της συντακτικής ομάδας των αρχών του 1990 (Τάκης Καφετζής, Βασίλης Καπετανγιάννης, Τέτα Παπαδοπούλου και ο υπογράφων) είχαν αποχωρήσει τα τέλη της δεκαετίας. Δεν το αναφέρω για κακό, έτσι συμβαίνει. Το περιοδικό ήταν ένα θέατρο υγιούς ιδεολογικής αντιδικίας, στην οποία λογικό είναι να κυριαρχεί ο εργοδότης.
Η αντιδικία αυτή, αντίθετα, δεν υπήρχε στις ειδικές σελίδες των τεχνών και των γραμμάτων – που βέβαια ούτε αυτές ακολουθούσαν το συρμό. Αφενός, ήταν πάντα παρεμβατικές και ουσιαστικές, σε μια εποχή που κέρδιζαν έδαφος οι σταρ και ο συναινετικός τρόπος: έγραφαν άλλωστε πρόσωπα με έμμονες ιδέες και σταθερή στάση απέναντι στα πράγματα. Η Άντεια Φραντζή είχε την ευθύνη του βιβλίου (ανάμεσα στους σταθερούς συνεργάτες πιο συχνός ήταν ο Αλέκος Αργυρίου), η Δηώ Καγγελάρη του θεάτρου, η Λήδα Καζαντζάκη των εικαστικών (για τα οποία έγραψε ένα σύντομο διάστημα ο Αντώνης Ξηρουχάκης, που δυστυχώς πέθανε νωρίς), ο ομιλών του κινηματογράφου κ.ά. Κάθε εβδομάδα παρήλαυναν σημαντικοί συνεργάτες, καθηγητές πανεπιστημίων και συγγραφείς, τα πιο παρεμβατικά ονόματα. Τότε γνώρισα τον Βαγγέλη Μπιτσώρη, που τον καλέσαμε να κάνει ένα αφιέρωμα στον Λεβινάς, αμέσως όταν πέθανε, έτσι έγραψε στο περιοδικό και ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, τότε έμαθα και τη Λίζυ Τσιριμώκου, τόσο ουσιαστική στις φιλολογικές παρεμβάσεις της – και πολλούς πολλούς άλλους. Το Αντί, με το κύρος του, άνοιγε όλες τις πόρτες.
Λίγο καιρό πριν φύγω και εγώ με σύγκρουση από το περιοδικό, το 1999, όχι για το Βήμα αλλά για την ανεργία (στο Βήμα, λίγο μετά, πήγα από την ανεργία, αλλά σίγουρα λόγω της θητείας μου στο Αντί), σε μια συζήτηση με τον Χρήστο Παπουτσάκη, πριν συγκρουστούμε, του πρότεινα να μετατρέψουμε το περιοδικό περισσότερο σε έντυπο ιδεών, κάτι σαν το New York Review of Books. Ήταν αρνητικός. Τον έθελγε η πολιτική παρέμβαση, η αμεσότητά της, και δεν είχε σκοπό να την εγκαταλείψει.
Κείμενο εισήγησης σε διαδικτυακή εκδήλωση μνήμης για τον Χρήστο Παπουτσάκη, που διοργάνωσε ο Όμιλος Φίλων του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη και διεξήχθη διαδικτυακά τη Δευτέρα 6 Νοεμβρίου.