Παράλληλα, και η διεθνής συγκυρία δείχνει να ευνοεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη και να βοηθά στην ισχυροποίηση της θέσης του – μαζί και τη θέση της πατρίδας μας. Πάνω που, μετά τους καταστροφικούς σεισμούς στην Τουρκία φαινόταν πως ο Ερντογάν θα επαναπροσέγγιζε τη Δύση, τις ΗΠΑ, το Ισραήλ, ήρθε η επίθεση της Χαμάς και ο τούρκος ηγέτης ξανάρχισε να εκδηλώνει με πάθος την επιθυμία του να γίνει χαλίφης προστάτης των απανταχού πιστών του Ισλάμ, αν και ως προς αυτό το ρόλο έχει ανταγωνισμό. Ίσως βέβαια γι’ αυτό να παθιάζεται τόσο πολύ.
Με δυο λόγια, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι πανίσχυρος τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Αυτό έχει δύο συνέπειες, μία θετική και μία αρνητική. Η θετική συνέπεια είναι πως η χώρα δεν κινδυνεύει να μπει σε περιπέτειες ανάλογες με εκείνες στις οποίες βρέθηκε την περασμένη δεκαετία. Θεωρώ δεδομένο πως έχει άνετα οχτώ χρόνια μπροστά του, εφόσον ο ίδιος το επιθυμεί φυσικά, αδιατάρακτης πρωθυπουργίας. Κάποιοι βέβαια λένε πως είναι πιθανόν, μετά τις ευρωεκλογές, να αντικατασταθούν ο Κασσελάκης και ο Ανδρουλάκης. Από ποιους όμως; Αυτοί που φαίνονται να έρχονται πίσω τους δεν πείθουν ότι είναι πολύ καλύτεροι από τους νυν επικεφαλής των δύο κομμάτων της αντιπολίτευσης. Ούτε για τα δεξιά του έχει να ανησυχεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, καθώς ούτε εκεί φαίνεται να υπάρχει κάτι σοβαρό. Ούτε ο Νατσιός, ούτε οι Σπαρτιάτες ή όποιο άλλο μόρφωμα δημιουργήσει ο Κασιδιάρης στη θέση τους μπορούν να προσελκύσουν τους σοβαρούς ανθρώπους που θα ήθελαν τη ρότα –ιδίως σε ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια, το μεταναστευτικό και τη δικαιοσύνη– «λίγο πιο δεξιά», τουλάχιστον σε σημαντικούς αριθμούς. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως η πλέον θεσμική παρουσία αυτή τη στιγμή στη Βουλή, όσον αφορά τα κόμματα της αντιπολίτευσης, είναι ο Κυριάκος Βελόπουλος (δεν αστειεύομαι, κι ας μιλάμε για έναν φαλακρό που πουλάει θεραπεία για την τριχόπτωση). Ακόμη και η άνοδος του ΚΚΕ έχει ταβάνι. Φροντίζει βέβαια και το κόμμα να το υπενθυμίζει στους πολίτες, όπως έκανε, για παράδειγμα, με την παρέμβασή του για τον πόλεμο που έστησε στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Για το ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ έχουν ειπωθεί όλα, επανειλημμένως, τις τελευταίες εβδομάδες. Όταν τα κόμματα τα οποία είναι, ή θεωρούν πως είναι, κόμματα εξουσίας δεν είναι σε θέση να ψελλίσουν μισή σοβαρή κουβέντα για το νέο φορολογικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης, για το μεταναστευτικό ή για την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ και την κρίση στη Μέση Ανατολή που αυτή προκάλεσε, τι περιμένει κανείς;
Η χώρα λοιπόν, εξαιτίας της παντοδυναμίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν κινδυνεύει να μπει σε περιπέτειες. Υπάρχει όμως και ένα αρνητικό. Η απουσία σοβαρής αντιπολίτευσης και ενδεχόμενης εναλλακτικής πρότασης δημιουργεί σοβαρό, ουσιαστικό, πολιτικό πρόβλημα. Όχι θεσμικό, όπως κατά καιρούς έχει υποστηριχθεί. Το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημά μας είναι τέτοιο ώστε, από τη στιγμή που η εκάστοτε κυβέρνηση εξασφαλίζει μία ικανοποιητική πλειοψηφία, δεν έχει να φοβηθεί το παραμικρό. Αυτό ίσχυε και παλαιότερα, ισχύει και τώρα. Το πολιτικό πρόβλημα εντοπίζεται αλλού. Η παντοδυναμία αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη τον κάνει, έχει φανεί αυτό ήδη τους τελευταίους μήνες, πολύ λιγότερο αποτελεσματικό, πολύ λιγότερο διατεθειμένο να συγκρουστεί με τα κακώς κείμενα, να κάνει τομές, να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις. Γιατί να κακοκαρδίσει τα καλόπαιδα του ΚΚΕ που πήγαν στο Ελευθέριος Βενιζέλος; Γιατί να δώσει εντολή στην αστυνομία να περιποιηθεί καταπώς πρέπει ακροδεξιούς και αναρχομπάχαλους; Γιατί να προχωρήσει σε ουσιαστικές αλλαγές στην εκπαίδευση, στην υγεία, στη δικαιοσύνη, εφόσον μια χαρά θα πάει αν κάνει λίγη διαχειρισούλα;
Χθες ή προχθές ο δημοσιογράφος Άρης Πορτοσάλτε, σε ερώτηση που του έγινε σχετικά με το πώς βλέπει την κυβέρνηση, απάντησε πως τη βλέπει «ήσυχη». Έτσι θα συνεχίσει να πορεύεται η κυβέρνηση, «ήσυχη». «Διακριτική». Με σκοπό να ενοχλήσει όσο το δυνατόν λιγότερες παγιωμένες νοοτροπίες και καταστάσεις που από τη μία λέμε πως μας ενοχλούν, από την άλλη όμως μας βολεύουν κιόλας.
Πού θα οδηγήσει αυτό; Θα δούμε. Έπειτα από οχτώ χρόνια, πρώτα ο Θεός, καλά να είμαστε.