Εκ πρώτης όψεως εύλογο ερώτημα θα πει κάποιος και θα αρχίσει τον αναστοχασμό για τις αιτίες της διαμάχης μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραήλ, καταλογίζοντας ευθύνες και στις δυο πλευρές και στις δυνάμεις που βρίσκονται από πίσω τους και υποδαυλίζουν αυτή τη διαμάχη εδώ και σχεδόν οκτώ δεκαετίες.
Όμως είναι εύλογο αυτό το ερώτημα; Είναι προφανές ότι τα παιδιά της κυρίας αυτής, όπως και κάθε παιδί που βρίσκεται ή βρέθηκε ή θα βρεθεί πιασμένο στις δαγκάνες του πολέμου, δεν φταίει για την κατάσταση που βρίσκεται, και ότι σε κανένα παιδί δεν αξίζει να ζει πιασμένο στις δαγκάνες αυτές. Τότε προς τι η αναπαραγωγή αυτής της ερώτησης που εκφράζει κατά πάσα πιθανότητα την απελπισία της μητέρας αυτής και τίποτ’ άλλο ως επικεφαλίδα ενός ρεπορτάζ που περιορίζεται στο να περιγράφει στιγμιότυπα από τις συνέπειες της επίθεσης της Χαμάς στην ευρύτερη περιοχή της Γάζας;
Τι θα μπορούσαμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, ως συγκεκριμένο ερώτημα ενός συγκεκριμένου ανθρώπου σε μια συγκεκριμένη κατάσταση που δεν θα αναλίσκεται σε κοινοτοπίες;
Καταρχάς, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ότι πρέπει να θεωρεί τον εαυτό της και τα παιδιά της τυχερά που αντιμετωπίζουν τις πράξεις ενός εχθρού όπως οι δυνάμεις του Ισραήλ, ο οποίος δεν αποβλέπει στο θάνατό τους, και προσπαθεί να τους προστατέψει από τις πιο οδυνηρές συνέπειες μιας επίθεσης –τραυματισμό και θάνατο–, ειδοποιώντας τους και δίνοντάς τους το στίγμα μιας περιοχής όπου μπορούν να καταφύγουν μέχρι να τελειώσει η σχεδιασμένη επίθεση.
Δεύτερον, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ότι ο λόγος για τον οποίον βομβαρδίστηκε η περιοχή που έμενε και ίσως και η συγκεκριμένη οικοδομή όπου κατοικούσε δεν ήταν απλά η πρόθεση να καταβαραθρωθεί το ηθικό του άμαχου πληθυσμού (χωρίς βέβαια να αποκλείεται κι αυτός ο σκοπός), αλλά το γεγονός ότι εκεί κάπου υπήρχε μια επιχειρησιακή βάση της Χαμάς – είτε μια συστοιχία πυραύλων στην ταράτσα της οικοδομής, είτε ένα εργαστήριο κατασκευής πυρομαχικών σε ένα υπόγειο, είτε ένας σημείο συγκέντρωσης ή κάτι άλλο που κατέστησε την περιοχή όπου έμενε στρατηγικό στόχο.
Τρίτον, θα έπρεπε, παρ’ όλη την συμπόνοια μας για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, να της επισημάνουμε ότι φέρει και αυτή ένα μέρος της ευθύνης για την κατάσταση αυτή, διότι επέτρεψε –τουλάχιστον παθητικά– να μετατραπεί ο τόπος όπου κατοικούσε σε μέρος της πολεμικής μηχανής της Χαμάς. Και ναι, μπορεί να επικαλεστεί ως ελαφρυντικό ότι ως μεμονωμένο άτομο δεν είναι σε θέση να αλλάξει τίποτα, όμως στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να είναι ευγνώμων που ο αντίπαλος, γνωρίζοντας την αδυναμία της να αντιδράσει στην καταπίεση της Χαμάς, φρόντισε να αποτρέψει τουλάχιστον τις βαρύτερες συνέπειες αυτής της καταπίεσης.
Και στο τέλος πρέπει να της πούμε ότι το σπίτι της θα ανοικοδομηθεί σύντομα μετά τη λήξη αυτού του γύρου της βίας – γι’ αυτό θα φροντίσει η διεθνής ανθρωπιστική και οικονομική βοήθεια που έρχεται από τις χώρες της Δύσης και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και ότι θα πρέπει να θεωρεί τον εαυτό της και τα παιδιά της ευτυχισμένα που θα έχουν μια δεύτερη ευκαιρία να ξαναρχίσουν τις ζωές τους. Τα παιδιά της θα μεγαλώσουν, θα της πούμε, και ελπίζουμε ότι εκείνη θα φροντίσει να ανατραφούν έτσι ώστε να μην προσχωρήσουν στις τάξεις της Χαμάς ή της οργάνωσης που θα την κληρονομήσει. Γιατί τότε θα έχουν κάνει ακριβώς αυτό για να αξίζουν να έχουν ζήσει όσα έζησαν και επέζησαν.