Έχουμε αντιληφθεί ότι ορισμένοι ελάχιστοι, φωτισμένοι πατριώτες, ακολουθώντας το παράδειγμα ευρωπαϊκών μητροπόλεων, ζητούσαν από γλύπτες του μαρμάρου –Τηνιακοί οι περισσότεροι– να φιλοτεχνήσουν ήρωες της Επανάστασης, μορφές από το χώρο της Πολιτικής και της Ιστορίας, θεούς του Ολύμπου πάνω σε αγαλματοφόρους κίονες, σε πλατείες, σε δρόμους, σε πάρκα; Για παρόμοιες σημειακές πολυτέλειες στη φτωχή πατρίδα βρίσκονταν πάντα ευγενείς στις παροικίες που κατέβαλλαν τη χορηγική δαπάνη;
Γιατί όμως καταστρέφονται; Γιατί δεν προστατεύονται; Γιατί δεν υπάρχουν παντού κάμερες; Είναι ακόμα ταμπού; Ακόμα και στα διάσημα και πανάκριβα στη συντήρηση κτήρια της «Αθηναϊκής Τριλογίας»; Μα υφίσταται θεσμικό πλαίσιο που προστατεύει τα προσωπικά δεδομένα του πολίτη, πού είναι το πρόβλημα; Γιατί, όταν τα αγάλματα δεν καταστρέφονται εντελώς, αφήνονται μουντζουρωμένα να υπενθυμίζουν την ανημποριά των υπευθύνων και σε εμάς τους υπόλοιπους την απέχθεια για καθετί που συμβαίνει στον δημόσιο χώρο ο οποίος πλήττεται πλέον αδιάκοπα. Διανύουμε, χωρίς υπερβολή, περίοδο βαθιάς παρακμής, αν και δεν μου αρέσουν βαρύγδουπες φράσεις τέτοιου είδους. Είναι όμως δυνατόν να αφαιρέσει κάποιος το μεταλλικό λάβαρο της έφιππης Ζαν ντ’ Αρκ επειδή έτσι του γούσταρε και να μη συλληφθεί πάραυτα από δυνάμεις της παρισινής ασφαλείας; Εμείς εδώ γιατί δεν σεβόμαστε πρωτίστως τον εαυτό μας, δευτερευόντως τα μνημεία, όπως ο τελευταίος παριζιάνος; Μήπως το πολυδιαφημισμένο από το υπουργείο Πολιτισμού και τα πιο επίσημα χείλη περί προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι μάλλον λόγια του αέρα, αφού μας λείπει εντελώς ο αυτοσεβασμός;
Σε ποιον ανήκουν λοιπόν τα δημόσια γλυπτά της Αθήνας και γιατί τόσες ασύδοτες ομάδες, σχεδόν τελετουργικά και πάντως ατιμώρητα, μαυρίζουν, σπάζουν, καταστρέφουν ό,τι είναι λευκό, μεταλλικό και αντανακλά κάποιου είδους ομορφιά που έπλασε κάποιος ο οποίος ξέρει καλύτερα απ’ αυτές να δημιουργεί;
Ας τα πάρουμε με τη σειρά: Ανήκουν στον Δήμο της Αθήνας και, αν ναι, διαθέτει προσωπικό για την προστασία και τη συντήρησή τους; Για την ανάδειξη ας μη μιλήσουμε καλύτερα. Ή μήπως θα είχε ρόλο η μάλλον αδιάφορη Δημοτική Αστυνομία για αυτόφωρες συλλήψεις, την ώρα που γίνονται τόσα κακά και είναι παρούσα; (διαθέτει προσωπικό;) Το υπουργείο Πολιτισμού δεν μπορούσε να αναλάβει επιτέλους επιτελικό ρόλο και να αψηφήσει τη δημοσιοϋπαλληλική αδράνεια, αφού υποθέτει κανείς ότι διαθέτει καταρτισμένους συντηρητές, αρχιτέκτονες, ακόμα και χτίστες για να επαναφέρουν τα κακοποιημένα έργα, τουλάχιστον αυτό, στην πρότερη κατάσταση (διαθέτει πράγματι αρμόδια επιβλέπουσα υπηρεσία;). Το επίσης αδιάφορο υπουργείο Παιδείας, που έχει αφήσει την Βαλλιάνειο Βιβλιοθήκη σχεδόν ακατοίκητη, με σπασμένα τα μάρμαρα στην υπέροχη δίδυμη κλίμακα του Θεόφιλου Χάνσεν (διαθέτει φαστ τρακ υπηρεσία για σπασμένα;). Αλλά και το Πανεπιστήμιο, ώς πότε θα ανέχεται τους βανδαλισμούς, τις παραβατικές ενέργειες στους γύρω δρόμους με τους τοξικοεξαρτημένους, όταν κόσμος κυκλοφορεί γύρω στις δουλειές του και όταν ορισμένοι «παλαβοί» ζητούν να ξαποστάσουν θαυμάζοντας –όσο είναι δυνατόν– την αρχιτεκτονική των τριών διαφορετικών μεταξύ τους κτιρίων που αποτελούν όμως μια πολιτιστική ενότητα, ένα σπάνιο στο είδος του Kulturforum που επιζεί από τον 19ο αιώνα και σήμερα έχει παραδοθεί στην ανομία!
Ας θέσουμε ένα και μοναδικό ερώτημα: Σε ποιον ανήκουν, αλήθεια, τα γλυπτά αυτά; Βλέπουμε καθημερινά τα λεπταίσθητα, ιδίως σε μάρμαρο, έργα τέχνης που, εκτός από την έκθεση στην αναπόφευκτη ατμοσφαιρική ρύπανση, βρίσκονται διαρκώς εκτεθειμένα στα «επαναστατικά γυμνάσια» κάθε ανόητου με μπόμπες του σπρέι στα χέρια – με εμάς να παρακολουθούμε αμήχανοι σαν βλάκες. Δυστυχώς, γινόμαστε μόνο εμείς βλάκες, ενώ οι δημόσιες υπηρεσίες καθεύδουν και ο ένας πετά το μπαλάκι στον άλλον.
Αρχείο Μαριλένας Γ. Κασιμάτη
Μαρμάρινος ανδριάντας του Γρηγορίου Ε΄, έργο του Γ. Φυτάλη, 1872, έξω από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, πριν από τον πρόσφατο βανδαλισμό του.
Το παράδειγμα του σχετικά πρόσφατου βαψίματος στα μάτια και στο μέτωπο του μαρμάρινου ανδριάντα του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στον περιβάλλοντα χώρο του Πανεπιστημίου της Αθήνας – έργο του Τηνιακού, Γ. Φυτάλη (1872) και δωρεά Γ. Αβέρωφ–, που ανέδειξα πρόσφατα με ανάρτησή μου στο facebook, είναι απολύτως εύγλωττο: Πέρυσι κρατούσε ακόμη στο αριστερό του χέρι την ποιμαντορική ράβδο με τους όφεις, πανύψηλη όσο το μπόι του. Ό,τι απέμεινε από το εξαιρετικής τέχνης χέρι είναι σπασμένο ή εξαφανισμένο, εξαφανισμένη είναι βέβαια και η ποιμαντορική ράβδος που την κρατούσε σφιχτά! Το πρόσεξε έστω και ένα από τα μέλη του Πανεπιστημίου της Αθήνας, θεολόγος ή μη; Εμείς πάντως καταλαβαίνουμε αμέσως: η ράβδος ήταν ορειχάλκινη, οπότε βρήκε κι αυτή τον συνήθη δρόμο της προς «άγνωστα» χυτήρια. Μαθαίνουμε επίσης ότι και όλα τα μεταλλικά στοιχεία από το μνημείο του Τρικούπη μπροστά στην Παλαιά Βουλή έχουν χαθεί. Ο Κολοκοτρώνης πάντως είναι ακόμα στη θέση του!
Δεν μπορεί να γίνει άλλο ανεκτή η κατάσταση αυτή, ιδίως στη θέση αυτή. Αν ο δήμαρχος θέλει να ασχολείται με έργα βιτρίνας, ας πεισθεί πια ότι και η άρτια κατάσταση των γλυπτών και μνημείων της Αθήνας ανήκουν σε έργα βιτρίνας, και μάλιστα πραγματικής βιτρίνας έργων τέχνης, όχι σαν κάτι ζαρντινιέρες! Και βέβαια ας μη σχολιάσουμε την κατάσταση των μνημείων και των τάφων, σε κατάσταση κατάρρευσης ορισμένα από αυτά πλέον στο Α΄ Νεκροταφείο! Όπως σημειώνει εύστοχα φίλος, εάν δεν μπορείς να διαφυλάξεις την καλλιτεχνική δημιουργία (ακόμα και μέσα στα μουσεία υποφέρει συχνά), ειλικρινά είναι αβέβαιο κατά πόσο μπορείς να βελτιώσεις την ποιότητα ζωής των πολιτών σου. Για πολίτες μιλάμε, όχι για υπηκόους.
Η όχι πια τόσο σύγχρονη τεχνολογία θα μπορούσε να συνδράμει στη συντήρηση και στην αποκατάσταση τόσων κατεστραμμένων μαρμάρινων αρχιτεκτονικών στοιχείων ή αγαλμάτων. Λέγεται φωτογραμμετρία με την εφαρμογή της οποίας είναι δυνατή η κατασκευή τρισδιάστατων αντιγράφων σε ειδικούς εκτυπωτές (3D priting). Η απόκτηση τέτοιων αντιγράφων δεν είναι καθόλου δαπανηρή και υλοποιείται ήδη από συνεργάτη μου στο κτίριο της Ακαδημίας. Δυστυχώς, εργάζεται μόνος, με δικά του έξοδα, αφού οι πολυπρόσωπες διοικήσεις των ιδρυμάτων διακατέχονται από αδικαιολόγητη καχυποψία. Φυσικά δεν υπάρχει εμπορικό υπόβαθρο, αντίθετα θα ήταν εφικτός ένας ψηφιακός κατάλογος των κτιρίων που αποτελούν την «Αθηναϊκή Τριλογία» της Πανεπιστημίου και του περιβάλλοντός τους, ώστε να καταγραφούν τα υλικά δεδομένα ψηφιακά και να είναι διαθέσιμα για τη θεραπεία όσων βανδαλισμών πρόκειται να ακολουθήσουν. Αφού η προστασία είναι ακόμη άπιαστο όνειρο, ας προκριθεί τουλάχιστον η ψηφιακή αναπαραγωγή σε φωτογραμμικό αρχείο (ένα ιδεατό «σκανάρισμα») και, στη συνέχεια, η εκτύπωση όσων στοιχείων απαιτηθούν, σε τρισδιάστατο εκτυπωτή.
Ας δοθούν επιτέλους οι πολυπόθητες άδειες, που μόνο καλές υπηρεσίες θα προσφέρουν. Στην Αγγλία «σκάναραν» ιδιώτες τα Παρθενώνεια Γλυπτά, στο Παρίσι και στη Ρώμη μέγαρα της Art Nouveau και γλυπτά του Μπερνίνι. Εμείς, στον Δρόση και στον Φυτάλη θα κολλήσουμε;