Ο ιδρυτής, εκείνος που δημιούργησε το κόμμα, έχει γίνει το κόμμα. Δημιούργησε, με την έννοια πως έκανε αγνώριστο εκείνο που αρχικά παρέλαβε, αλλού το πελέκησε και το κουτσούρεψε, αλλού έκανε πανωσήκωμα και προσαρτήσεις: έφτιαξε ένα νέο σχήμα. Το έκανε κυβέρνηση και, παρ’ όλα τα ρεζιλεμένα αγγλικά στον Κλίντον και την αφασία στον Ομπάμα, του έδωσε και παρουσία διεθνή.
Αυτή η προνομιακή του θέση δημιουργεί μια ανωμαλία, κάνει παράδοξη την εσωκομματική δημοκρατία. Αν θελήσεις να διαφοροποιηθείς από τη γραμμή του ή και να τον αρνηθείς, ακόμα και όταν ξεκινήσεις να το κάνεις –όπως τώρα, γιατί θέλω την προεδρία σημαίνει προτείνω κάτι διαφορετικό, αλλιώς προς τι όλη αυτή η φασαρία– αυτό είναι κάτι που δεν μπορείς ανοιχτά να το πεις. Εφόσον ο ιδρυτής είναι το κόμμα, το να πεις πως σε κάτι δεν έχει δίκιο, ή πως ο αρχηγισμός του βλάπτει το κόμμα, ακούγεται αντιφατικό και οιονεί προδοτικό.
Και αν τύχει η αντίθεση να τεθεί, συκοφαντικά όπως υποστηρίζεις και συνωμοσιολογικά, αρπάζεις την ευκαιρία για να κάνεις το ζήτημα νομικό, «πείτε μου που εγώ είπα ή έκανα αυτό», αφήνοντας πάλι αμνημόνευτον και ανώνυμο τον ελέφαντα στο δωμάτιο.
Που, όπως συνήθως οι οικόσιτοι ελέφαντες, είναι ζήτημα πολιτικό: εδώ, όχι μόνο η διαφορά απόψεων με τον τέως πρόεδρο, αλλά κυρίως το ότι αυτός ο δημιουργός δεν έχει πάψει να μεριμνά για την πλάση του αλλά εξακολουθεί, ως deus absconditus πια, θεός κρυμμένος στην Αμερική, να την τελειοποιεί, δηλαδή να κουτσουρεύει και να προσθαφαιρεί· αυτή τη φορά εκείνο που θέλει να κοντύνει είσαι εσύ και η απήχησή σου στο κόμμα.
Όποιος σε τέτοιες περιστάσεις επιλέγει να μείνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σιωπηλός, τη μάχη είναι δύσκολο, έως αδύνατο, να την κερδίσει.