Στην πρωινή λοιπόν εκπομπή που συμμετείχε, αφού είπε πως ό,τι έγινε είναι φριχτό, και αδικεί την εικόνα του τουρισμού και της ναυτιλίας, έκλεισε με «ετοιμασμένο» κειμενάκι: «σήμερα υπάρχουν αυτοί που θρηνούν τον αδικοχαμένο, και αυτοί που θρηνούνε γι’ αυτούς που πήγανε να κάνουν τη δουλειά τους, να φέρουν στο σπίτι τους ένα μισθό, ένα μεροκάματο και βρίσκονται κατηγορούμενοι για δολοφονία».
Ο νεκρός, για τον υπουργό, είναι ανώνυμος, δεν έχει καμιά ιδιότητα. Ένας θάνατος σαν στατιστιστικό δεδομένο. Όμως, οι κατηγορούμενοι για φόνο είναι μεροκαματιάρηδες που δουλεύουν για να φέρουν στο σπίτι τους ένα μεροκάματο, να βάλουν ένα πιάτο φαΐ στο τραπέζι. Τους συμπαθούμε ήδη, τίμιοι άνθρωποι, βιοπαλαιστές που είχανε μια άτυχη στιγμή.
Δεν υπάρχει εξίσωση του θύματος με τον θύτη, για τον απλό λόγο πως το θύμα δεν υπάρχει, δεν έχεις να πεις κάτι γι’ αυτό, ενώ τον θύτη τον βλέπεις ήδη να γυρνάει στο σπίτι του κουβαλητής. Ο ένας είναι συμπαθής, που είχε μιαν άτυχη στιγμή, ο άλλος είναι σαν διάφανος κι αόρατος.
Είναι το επόμενο πρωί. Θα μπορούσε κανείς να γνωρίζει το όνομα, την καταγωγή, τα άλλα χαρακτηριστικά του θύματος, εκείνα που μπορούν να μας δώσουν μια ιδέα γι’ αυτόν, ενδεχομένως να μας τον κάνουν συμπαθή. Ο υπουργός δεν ενδιαφέρθηκε να τα μάθει.
Οι κατηγορούμενοι είναι εργαζόμενοι, έχουν και σωματείο, και ο υπουργός είναι πολιτικός – έχει ετοιμάσει να πει κάτι γι’ αυτούς. Το θύμα δεν υπάρχει. Αυτό είναι που εξόργισε στην παρουσίαση.
Μήπως υπερβάλλω, στην καχυποψία μου; Να το δούμε. Με το που τελειώνει ο υπουργός το παραπάνω έτοιμο πολιτικό κειμενάκι, ο ένας εκ των δημοσιογράφων του απευθύνει τα εξής, αυτολεξεί:
«Υπουργέ, κάτι τελευταίο: δεν έχει δοθεί το όνομα (του θύματος) αυτός ο άνθρωπος, ο νεκρός, τι ήτανε; όνομα δεν ξέρουμε, επάγγελμα δεν ξέρουμε, από που ήτανε ο άνθρωπος, αν είχε οικογένεια;»
Απάντηση:
«Αυτά δεν τα ’χω εγώ αυτή τη στιγμή υπόψη μου, αλλά τα ’χει σίγουρα το κεντρικό λιμεναρχείο».
Εντάξει, εντάξει, απαντά ο έμπειρος δημοσιογράφος που έκανε την ερώτησή του, και πήρε την πληροφορία που ήθελε.
Την ίδια πληροφορία πήραμε και όλοι οι άλλοι.
Και πρώτος απ’ όλους, ο Κυριάκος Μητσοτάκης: αν διαβάσουμε την ανάρτησή του, θα δούμε πως κάνει εκείνο που ο κοντινός στην υπόθεση υπουργός του παραλείπει. Μιλάει για τον Αντώνη, που είναι ούτως ή άλλως γείτονάς μας, θα μπορούσε και συνομιλητής μας. Κάνει ορατό εκείνο που η πολιτική ιδιοτέλεια ήθελε να το αφήσει αόρατο. Του ζητάει συγγνώμη, και γι’ αυτό.