Καταρχήν, για να έχει νόημα μια πρόληψη, πρέπει να γνωρίζει κανείς επαρκώς τη φύση του φαινομένου που θέλει να προλάβει. Όμως αυτή δεν είναι ακόμα επαρκώς γνωστή, πρώτον επειδή η επιστήμη που το διερευνά είναι ακόμα σχετικά νέα και δεύτερον επειδή οι παράμετροι που το καθορίζουν όπως φαίνεται αλλάζουν συνεχώς, καθώς ένα μέρος της σφοδρότητας του φαινομένου οφείλεται σε γενικούς και ειδικούς ανθρωπογενείς λόγους.
Οι γενικοί λόγοι είναι γνωστοί υπό τον τίτλο «Η ανθρώπινη συμβολή στην κλιματική αλλαγή». Παρ’ όλο το γεγονός ότι αυτή η συμβολή είναι εδώ και μερικές δεκαετίες αντικείμενο παγκόσμιας έρευνας, η επίδρασή της στο γεωγραφικό μικροεπίπεδο, όπως π.χ. η ανατολική μεριά της ελληνικής χερσονήσου που βρίσκεται μέσα στον ανεμοδίαυλο ο οποίος συνδέει τον Εύξεινο Πόντο με τη Μεσόγειο και προκαλεί το φαινόμενο των ετησίων ανέμων ή μελτεμιών, δεν φαίνεται να έχει ερευνηθεί επαρκώς, συμπεριλαμβανομένης και της συνεχούς ενίσχυσης των ανέμων – ίσως λόγω του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι η αρμόδια επιστήμη της μετεωρολογίας είναι ακόμα σχετικά νέα και πάσχει από την ανυπαρξία δεδομένων βάθους χρόνου. Αλλά αυτό είναι κάτι που με την πάροδο του χρόνου θα βελτιωθεί – ήδη υφίσταται ραγδαία πρόοδος τόσο στις μεθόδους όσο και στη διεύρυνση της βάσης δεδομένων.
Οι ειδικοί λόγοι είναι αυτοί που επιβαρύνουν την κατάσταση και κάνουν την όποια πρόληψη πολύ δύσκολη ή πρακτικά σχεδόν αδύνατη.
Κανείς σχεδόν δεν ενδιαφέρεται προσωπικά για πρόληψη. Τα οικόπεδα που βρίθουν από ξερά χόρτα και εύφλεκτα υλικά τα οποία συσσωρεύονται με την πάροδο του χρόνου είναι καθημερινό θέαμα. Η προσωπική αδιαφορία των ιδιοκτητών της γης κάνει την όποια δυνατή πρόληψη από την πλευρά του κεντρικού κράτους σχεδόν μάταιη, χώρια που για το μεγαλύτερο μέρος της χώρας είναι πρακτικά αδύνατη για δυο κυρίως λόγους:
πρώτον, το 80% του πληθυσμού είναι συγκεντρωμένο σε έξι ή επτά αστικά κέντρα, κάτι που σημαίνει ότι η ύπαιθρος είναι πρακτικά άδεια, και
δεύτερον, πάνω από το 30% της επιφάνειας της χώρας καλύπτεται από δάση, ποσοστό που τείνει αυξανόμενο λόγω της συρρίκνωσης της γεωργίας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να περιμένουμε μοιρολατρικά κάθε καλοκαίρι την πύρινη κάθαρση, απαιτεί όμως τόσο από τους πολίτες όσο και από τις κρατικές αρχές δράσεις που προϋποθέτουν αλλαγή νοοτροπίας αλλά και έχουν μεγάλο οικονομικό κόστος:
Στο μικροεπίπεδο, πρόληψη σημαίνει μεταξύ άλλων αποχαιρετισμό από «αγαπημένα» εύφλεκτα δέντρα όπως τα πεύκα στα οικόπεδά μας που αγκαλιάζουν τα σπίτια, και διατήρηση χλοοτάπητα, κάτι που σημαίνει τσουχτερούς λογαριασμούς νερού και συνεχή φροντίδα των κήπων. Στο κρατικό επίπεδο, απαιτούνται δραστικές παρεμβάσεις στη χωροταξία των δασών με την «καντονοποίησή» τους, δηλαδή τον χωρισμό των μεγάλων εκτάσεων σε περιοχές που θα χωρίζονται από αντιπυρικές ζώνες μεγάλου πλάτους (1-2 χιλιόμετρα) ώστε οι φλόγες να είναι δύσκολο να τις υπερπηδήσουν. Τα όρια των εκτάσεων αυτών πρέπει να προστατεύονται με πυράντοχα φυτά και φυσικά οι ζώνες να συντηρούνται σε ετήσια βάση ώστε να εκπληρώνουν την αποστολή τους. Επιπλέον, πρέπει να διερευνηθεί και η ελεγχόμενη καύση φυτικής βιομάζας τους μήνες του χειμώνα.
Όμως: Αν λάβει κανείς υπόψη ότι η αντιπυρική διαχείριση ενός οικοπέδου 1,2 στρεμμάτων που έχω σε μια κατάφυτη περιοχή της Αττικής μού κοστίζει γύρω στα 500 ευρώ το χρόνο, μπορείτε να υπολογίσετε το ποσό που πρέπει να διαθέσουν οι ιδιώτες για μια στοιχειώδη πρόληψη πυρκαγιών στις περιουσίες τους. Το κόστος της διαχείρισης των δασών ούτε που θέλω να το σκεφτώ.
Η θεμελιώδης ερώτηση λοιπόν είναι: είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε το τίμημα της πυροπροστασίας;
ΥΓ. Θα ήταν διατεθειμένο το κράτος να συμψηφίζει το κόστος της φροντίδας των ιδιόκτητων οικοπέδων και γεωτεμαχίων με τον ΕΝΦΙΑ;