Είναι μια τέχνη που διαθέτω αυτή, αν οργανωθώ κιόλας με συναδέλφους, ο μικρός μου στρατός είναι διαθέσιμος για να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε μαφιόζους επιχειρηματίες, ποδοσφαιράρχες, κ.λπ. Ετούτο είναι και αυτό ένα επάγγελμα, πολύ πιο προσοδοφόρο, μόνο που έχει ένα μειονέκτημα: δεν έχει όνομα, το «δολοφόνος», το «κακοποιός» δεν είναι όνομα επαγγελματικό, είναι καταδικαστική απόφαση, ετυμηγορία.
Αυτή είναι η πραγματικότητά μου, ασκώ ένα «λειτούργημα» το όνομα του οποίου δεν μπορεί να ειπωθεί. Πώς το αντιμετωπίζω αυτό;
Γίνομαι και κάτι άλλο, οργανωμένος λ.χ. οπαδός ομάδας, ή και οπαδός πολιτικού κόμματος. Και τα δύο, με διαφορετικό τρόπο και ισχύ το καθένα, έχουν αυτό που θέλω: κάνουν τη δραστηριότητά μου αμφίσημη, αναρωτιέται κανείς τι είμαι, κακοποιός, χούλιγκαν ή ναζιστής; Το «ναζιστής» είναι το πιο βολικό διότι, επιτέλους, αυτό είναι ένα κόμμα, σε κάποιες χώρες είναι και στο Κοινοβούλιο. Επιπλέον, με το που θα πω «ναζί», αμέσως ξεσπαθώνουν οι επαγγελματίες αντιναζιστές, «επάνω τους» θα πουν - χαρίζοντας έτσι στον εγκληματία εκείνο που γι’ αυτόν είναι το κύριο ζητούμενο: το να αποκτήσει ένα όνομα που να μπορεί να ειπωθεί, μια πολιτική ταυτότητα, το να ξεπλύνει πολιτικά τη δραστηριότητά του.
Στην Ελλάδα, σε μια δίκη που, ειρήσθω εν παρόδω, οι επαγγελματίες αντιναζιστές έκαναν τα πάντα για να ματαιωθεί, μπορέσαμε να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Η ετυμηγορία της δίκης αυτής έδειξε ποια είναι η ουσιώδης ιδιότης των εν λόγω. Μπορεί να τροφοδοτούν εξτρεμιστικές κινήσεις με οπαδούς και με «δύναμη πυρός», μπορούν ακόμα και να εκλέγονται στο Κοινοβούλιο. Αυτό είναι κάτι το υπαρκτό, καταγράφεται, γίνεται αντικείμενο συζητήσεων, μετρήσεων και μελετών. Ετούτα όμως δεν αλλάζουν το καθοριστικό δεδομένο: το ότι αυτό με το οποίο έχουμε να κάνουμε είναι, πρώτα και κύρια, μια εγκληματική οργάνωση.