Το παραπάνω αφήγημα δεν είναι απλώς ανακριβές. Είναι παντελώς αναληθές, ουσιωδώς εσφαλμένο και αντίθετο στη στοιχειώδη κοινή λογική. Καταρχάς, όπως όλοι θυμόμαστε, το περιβόητο νομοσχέδιο περί απλής αναλογικής καταψηφίστηκε τόσο από το ΠΑΣΟΚ όσο και από το Ποτάμι το 2016. Μάλιστα, η τότε πρόεδρος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, Φώφη Γεννηματά, είχε σπεύσει να διευκρινίσει: «όποιος θέλει να δει τον εαυτό του υπουργό με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη τσόντα του ΣΥΡΙΖΑ ή της ΝΔ να ψάξει από τώρα θέση στα ψηφοδέλτιά τους», αποκλείοντας εκ των προτέρων συνεργασίες στη βάση της απλής αναλογικής που κόμιζε ο Αλέξης Τσίπρας, ενώ και το Ποτάμι δεν πήγε πίσω, καθώς ο πρόεδρός του, Σταύρος Θεοδωράκης, δήλωνε ότι «το Ποτάμι δεν θα επικροτήσει τον ευκαιριακό εκλογικό σχεδιασμό της κυβέρνησης».
Συνεπώς, ο Αλέξης Τσίπρας γνώριζε καλά, ήδη από το 2016, ότι έβαινε σε εκλογές απλής αναλογικής ερήμην της στήριξης των κομμάτων του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, με μοναδικούς υποστηρικτές τους εξαφανισθέντες πλέον ΑΝΕΛ και την –εκτός Βουλής– Ένωση Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη. Τίποτε, στο χρόνο που μεσολάβησε, δεν μπορούσε να του δώσει την εντύπωση ότι το ΠΑΣΟΚ μετέβαλε στάση και προσχώρησε στις θέσεις του. Ταυτόχρονα, από την προεκλογική περίοδο του Μαΐου, δύσκολα ανακαλεί κανείς στη μνήμη του έστω και στοιχειώδεις απόπειρες συνεργασίας των κομμάτων της Κεντροαριστεράς. Αντιθέτως, στα τηλεοπτικά πάνελ δόθηκαν ομηρικές μάχες, με πυρωμένη φρασεολογία («τυμβωρύχος του Ανδρέα» ο Τσίπρας σύμφωνα με το ΠΑΣΟΚ κ.λπ.), που διεύρυναν το χάσμα μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ.
Συνεπώς: τίποτε από όσα υποστηρίζεται ως ερμηνεία για την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ δεν ισχύει. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν ήλπιζε σε συνεργασίες με το ΠΑΣΟΚ αφού το τελευταίο τού είχε ξεκόψει κάθε ελπίδα ήδη από το 2016. Ούτε έγιναν απόπειρες συμπόρευσης προεκλογικά: η πολιτική διαμάχη στο εσωτερικό της Κεντροαριστεράς εδώ και χρόνια είναι λυσσώδης. Η ομόφωνη θέση των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ πως ηττήθηκε επειδή πίστεψε σε μια διακομματική συνεργασία επί της απλής αναλογικής δεν στέκει. Σε κάθε περίπτωση, και να ίσχυε, δεν θα δικαιολογούσε την κατακρήμνισή του. Οι πολίτες δεν τιμωρούν την πίστη σε ένα εκλογικό σύστημα. Τιμωρούν την έλλειψη σοβαρής πολιτικής αντιπρότασης, την αντίφαση λόγων και έργων, το ψέμα κ.λπ.
Μετά και τη νέα ήττα της 25ης Ιουνίου, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως ομονοούν και πάλι σε ένα ακόμη νόθο, τριμερές ερμηνευτικό σχήμα επαναλαμβάνοντας σε όλους τους τόνους πως «η ήττα δεν είναι κατάρρευση. Παραμένουμε αξιωματική αντιπολίτευση. Η ΝΔ έφερε την Ακροδεξιά στη Βουλή». Και πάλι, όμως, τούτες οι εξηγήσεις δεν είναι πειστικές. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε ακόμη περισσότερες ψήφους από τις τρομακτικές απώλειες του Μαΐου. Κατέρρευσε κάτω από το 20%. Παραμένει –μετά βίας– αξιωματική αντιπολίτευση, χωρίς τη δυνατότητα πλέον να φέρνει στη Βουλή έστω μια πρόταση μομφής και νιώθοντας πίσω του την ανάσα του ΠΑΣΟΚ. Από την άλλη πλευρά, η Ακροδεξιά κατάφερε και εισήλθε στη Βουλή μόνο μετά την παταγώδη αποτυχία της απλής αναλογικής του ΣΥΡΙΖΑ. Αν οι εκλογές διεξάγονταν το Μάιο με το τωρινό εκλογικό σύστημα κανένα νεοφυές αντισυστημικό κόμμα δεν θα περνούσε το κατώφλι του 3%. Άρα, ποιος φταίει;
Επιπροσθέτως, τις τελευταίες ημέρες, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επαναλαμβάνουν παπαγαλιστί ότι η ΝΔ, με την υπουργοποίηση κεντροαριστερών στελεχών, δεν επιχειρεί διεύρυνση στην Κεντροαριστερά. Αντιθέτως, «προσλαμβάνει» «απαξιωμένα» (sic) στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Επομένως, δεν διευρύνεται, απλώς προχωρά σε φτηνές μεταγραφές. Στην πραγματικότητα, βέβαια, την ίδια στιγμή, η ΝΔ καταγράφει συντριπτικά ποσοστά αποδοχής στο εκλογικό σώμα που αυτοπροσδιορίζεται ως κεντρώο!
Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι όλα ανεξαιρέτως τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, που δημοσιολογούν, έχουν την ίδια ακριβώς ανακριβή και εσφαλμένη προσέγγιση της πολιτικής πραγματικότητας: ότι, δηλαδή, όλοι «τυφλώθηκαν» ταυτοχρόνως. Πιθανότερο φαντάζει το σενάριο πως ακολουθούν πιστά και ανενδοίαστα μια ενιαία γραμμή αφήγησης, την οποία προωθεί κεντρικά ο ΣΥΡΙΖΑ: ένα αφήγημα ερμηνείας τόσο εκτός πραγματικότητος που συχνά προκαλεί γέλιο, το οποίο, εντούτοις, δεν παύουν να επαναλαμβάνουν με τις ίδιες ακριβώς λέξεις οι εκπρόσωποι του κόμματος.
Με τόσες δεκάδες στελέχη όμως να λένε τα ίδια και τα ίδια, εύλογα γεννιέται η απορία: δεν βρίσκεται ένας έστω να σκεφτεί, «για ένα λεπτό, ρε παιδιά, εδώ κάτι δεν πάει καλά»; Πώς δικαιολογείται, δηλαδή, η παράδοξη ομογνωμία σε ένα παράλογο αφήγημα; Ίσως η κοινωνική ψυχολογία και η συμπεριφορική ανάλυση της λειτουργίας των ομάδων μπορεί να μας δώσει μια πρώτη απάντηση.
To 1972, o αμερικανός ψυχολόγος, Irving Janis, επεξεργάστηκε την έννοια του «group-think» ή, ελληνιστί, της «συμμορφωτικής ομαδικής σκέψης». Πρόκειται για μια διαγνωσμένη συμπεριφορική παθολογία των ομάδων - προσώπων, στην οποία οι μετέχοντες καταλήγουν από κοινού σε ανορθολογικές αποφάσεις και εσφαλμένες προσεγγίσεις, αψηφώντας τα αντίθετα εμπειρικά δεδομένα, προκειμένου να μη διαταράξουν τη συνοχή και τη συνεκτικότητα της ομάδος. Με άλλα λόγια, οι ομάδες (αντιστοίχως και τα πολιτικά κόμματα), όταν θέτουν προτεραιότητα την αποφυγή εσωτερικών εντάσεων, καταλήγουν συχνά στην πλήρη αποκοπή τους από την πραγματικότητα. Συμπτώματα αυτής της παθολογίας είναι, μεταξύ άλλων, η πίστη στην ηθική ανωτερότητα της ομάδος, η στερεοτυπική αντίληψη της εικόνας του Άλλου, η ψευδαίσθηση της ανάγκης ομοφωνίας υπό το φόβο εξωτερικών απειλών, η «αυτο-λογοκρισία». Όλα τα ανωτέρω στοιχεία οδηγούν σε ανεπαρκή επεξεργασία της πληροφόρησης και, συνεπαγωγικά, σε εσφαλμένες αποφάσεις. Συν τοις άλλοις, η συμμορφωτική σκέψη συνδέεται με την ορμέμφυτη ανάγκη των μελών της ομάδος να συσπειρώνονται γύρω από μια ισχυρή ηγεσία σε καταστάσεις έντονης εξωτερικής πίεσης.
Αν αντιπαραβάλουμε τα παραπάνω κριτήρια στη μετεκλογική συμπεριφορά των μελών της αξιωματικής αντιπολίτευσης, γίνεται σαφές πως έχουν παγιδευτεί σε μια ομαδικά στρεβλωμένη προσέγγιση της πραγματικότητος: δεν βλέπουν αυτό που είναι ορατό σε όλους τους άλλους. Έτσι ίσως να εξηγείται και η τελείως αβάσιμη προεκλογική πεποίθησή τους ότι μπορούσαν να νικήσουν τη ΝΔ, λόγω της «λαϊκής αγανάκτησης» κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη: μια αγανάκτηση που αποδείχθηκε –εκ του αποτελέσματος– αποκύημα της φαντασίας τους. Η διαιώνιση αυτής της νοοτροπίας θα οδηγεί σε μια σταθερά διερυνόμενη απόκλιση του αντιπολιτευτικού λόγου από τη βούληση και τις πεποιθήσεις της κοινής γνώμης. Πρόκειται για την καταλληλότερη συνταγή πολιτικής αποτυχίας και δημοσκοπικής εξαφάνισης.
Η αυτοπαγίδευση της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε ένα καθοδικό σπιράλ group-thinking δεν προοιωνίζεται τίποτε θετικό τόσο για τον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ, όσο και για την πολιτική ζωή της χώρας. Στη συμμορφωτική σκέψη των πολιτικών κομμάτων αποδίδονται διαχρονικά μεγάλες –έως και παταγώδεις– πολιτικές αποτυχίες τόσο σε στενά κομματικό όσο και σε ευρύτερα εθνικό επίπεδο (έχει π.χ. μελετηθεί επισταμένως η επιρροή του groupthink σε σφάλματα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, στο φιάσκο του Κόλπου των Χοίρων, στο Ιράκ κ.λπ.). Μοναδική διέξοδος είναι η επαναφορά της πολυφωνίας και η δυνατότητα έκφρασης αντίθετων απόψεων απέναντι στην κεντρική γραμμή. Τούτο βέβαια προϋποθέτει ηγεσία με αυτοπεποίθηση και διάθεση μακρόπνοου σχεδιασμού.
Ωστόσο, πολύ αμφιβάλλουμε ότι κύριο μέλημα του αρχηγού τού ΣΥΡΙΖΑ είναι η ενίσχυση της πολυφωνίας στο κόμμα και η ορθή ανάλυση των αποτελεσμάτων της κάλπης. Η προσωπική πολιτική επιβίωση είναι μακράν ισχυρότερο ένστικτο, ιδίως, όταν μέσα σου γνωρίζεις ότι ο κύριος λόγος της εκλογικής αποτυχίας είσαι εσύ ο ίδιος!