Σύνδεση συνδρομητών

Η πρόκληση της Κριμαίας για μια ρωσο-ουκρανική εκεχειρία

Πέμπτη, 22 Ιουνίου 2023 13:44
28 Φεβρουαρίου 2014, Kριμαία. Ρώσοι στρατιώτες με στολές χωρίς διακριτικά σε περιπολία στο Διεθνές Αεροδρόμιο Συμφερούπολης. Η επιχείρηση προσάρτησης της Κριμαίας στη Ρωσία ήταν πλέον γεγονός.
Elizabeth Arrott / Voice of America
28 Φεβρουαρίου 2014, Kριμαία. Ρώσοι στρατιώτες με στολές χωρίς διακριτικά σε περιπολία στο Διεθνές Αεροδρόμιο Συμφερούπολης. Η επιχείρηση προσάρτησης της Κριμαίας στη Ρωσία ήταν πλέον γεγονός.

Αυτή τη στιγμή διεξάγεται μια έντονη συζήτηση σχετική με τα σενάρια για τον τερματισμό, ή τουλάχιστον το πάγωμα, της επιθετικότητας της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Οι περισσότεροι παρατηρητές αναγνωρίζουν ότι ουσιαστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Κιέβου και Μόσχας μπορούν να γίνουν μόνο έπειτα από μια επιτυχημένη ουκρανική (αντ)επίθεση. Ωστόσο, αναδύεται ένα χάσμα μεταξύ της Ουκρανίας και ορισμένων από τους ξένους εταίρους της όσον αφορά το μέλλον της Κριμαίας. Η πλειονότητα των μη ουκρανικών φορέων χάραξης πολιτικής και διαμόρφωσης τείνει να αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο το ζήτημα της αντιστροφής των δύο προσαρτήσεων ουκρανικού εδάφους από τη Ρωσία το 2014 και το 2022.

Πιο συγκεκριμένα, ενώ η αποκατάσταση της ουκρανικής εδαφικής ακεραιότητας στο σύνολο ή στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ουκρανίας είναι ευρέως αποδεκτή σε όλη την κοινότητα των εμπειρογνωμόνων, η επιστροφή της Χερσονήσου της Μαύρης Θάλασσας στον έλεγχο του Κιέβου θεωρείται συχνά αδύνατη, τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον. Ο προτεινόμενος διαχωρισμός και η κατάτμηση των στόχων για μια προσωρινή λύση της σύγκρουσης παρουσιάζεται συχνά ως «ρεαλιστική» και συνετή στρατηγική για τις διαπραγματεύσεις.

Ωστόσο, οι προσεγγίσεις αυτές αγνοούν τις πολιτικές και οικονομικές συνεπαγωγές της θεμελιώδους γεωγραφικής συνθήκης της Κριμαίας - τις στενές και πολλαπλές συνδέσεις της με τις περιοχές της ουκρανικής ενδοχώρας στα βόρειά της. Παράλληλα με τον γενικότερο ρωσικό στόχο της ανάληψης του πλήρους πολιτικού ελέγχου της Ουκρανίας, η πλήρους κλίμακας εισβολή της Μόσχας το 2022 είχε επίσης ως κίνητρο τους γεωλογικούς, ιστορικούς, οικονομικούς και άλλους δεσμούς μεταξύ της Χερσονήσου της Μαύρης Θάλασσας της Ουκρανίας και της νοτιοανατολικής ηπειρωτικής χώρας. Αυτοί οι "ορθολογικοί" καθοριστικοί παράγοντες για τη βαθύτερη εισβολή της Μόσχας στο Ντονμπάς και σε τμήματα των περιοχών Ζαπορίζια και Χερσώνα συχνά αγνοούνται ή υποτιμώνται.

Ως αποτέλεσμα, υπερεκτιμάται η ετοιμότητα και η ικανότητα της Ρωσίας να παραιτηθεί από την ελεγχόμενη από τη Μόσχα χερσαία σύνδεση μεταξύ της Κριμαίας και της Ρωσίας. Μετά την απελευθέρωση της ηπειρωτικής Ουκρανίας, η Κριμαία, όπως και το 2014-22, θα είναι ένα προσαρτημένο εξκλάβιο της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ήδη στερείται και θα συνεχίσει να στερείται πόσιμου νερού από την ηπειρωτική Ουκρανία και χερσαίας σύνδεσης με τη Ρωσία. Θα συνεχίσει να υποφέρει από τον αποκλεισμό από το διεθνές εμπόριο, τις οικονομικές συναλλαγές και τις επενδύσεις, καθώς και από τη γεωπολιτική ανασφάλεια. Οι δυτικοί διαμορφωτές πολιτικής και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να αναγνωρίσουν αυτές τις συνθήκες της κατεχόμενης Χερσονήσου και να υποστηρίξουν την πλήρη αποκατάσταση της ουκρανικής εδαφικής ακεραιότητας. Αντί να προωθεί μια μη βιώσιμη διπλωματική ημί-λυση που αντιτίθεται τόσο στα συμφέροντα του Κιέβου όσο και της Μόσχας, η Δύση θα πρέπει να παράσχει στην Ουκρανία επαρκή και κατάλληλα όπλα για να απελευθερώσει γρήγορα όλα τα κατεχόμενα από τη Ρωσία εδάφη, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας.

 

Geopolitics South Russia2 

Το πρόβλημα της Κριμαίας

Η μη αντιστρεψιμότητα, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, της προσάρτησης της Κριμαίας από τη Ρωσία αποτελεί, εδώ και περισσότερα από εννέα χρόνια, έναν ευρέως διαδεδομένο κοινό τόπο μεταξύ των μη Ουκρανών διαμορφωτών γνώμης και των υπευθύνων χάραξης πολιτικής για τη Ρωσία και την Ουκρανία. Οι περισσότεροι σοβαροί αναλυτές αναγνωρίζουν τα καταστροφικά και γενοκτονικά κίνητρα της επίθεσης της Μόσχας στην Ουκρανία. Ως εκ τούτου, αποδέχονται ότι το Κίεβο θα πρέπει να απελευθερώσει το μεγαλύτερο μέρος ή ακόμη και ολόκληρη την ηπειρωτική Ουκρανία το συντομότερο δυνατό - είτε με στρατιωτικά είτε με μη στρατιωτικά μέσα.

Εντούτοις, η κατάληψη της Χερσονήσου της Μαύρης Θάλασσας από τη Μόσχα μπορεί -σύμφωνα με τις διαφοροποιημένες προσεγγίσεις πολλών παρατηρητών, πολιτικών και διπλωματών- και πρέπει να γίνει αποδεκτή ως τετελεσμένο γεγονός. Ορισμένες φορές, οι ισχυρισμοί αυτοί διατυπώνονται με αναφορά στο υψηλό επίπεδο προσωπικής επένδυσης και εμπλοκής του Βλαντιμίρ Πούτιν στην αρχική διεύρυνση του 2014 της, σύμφωνα με τη Μόσχα, ρωσικής κρατικής επικράτειας. Ορισμένες φορές, αναγνωρίζονται στον ένα ή στον άλλο βαθμό οι ισχυρισμοί του Κρεμλίνου για τον υποτιθέμενο θεμελιώδη ρόλο της Κριμαίας και της μεγαλύτερης πόλης της, της Σεβαστούπολης, στη ρωσική ιστορία και/ή στις περιφερειακές υποθέσεις.

Η γεωστρατηγική σημασία της Χερσονήσου της Κριμαίας αποτελεί για ορισμένους παρατηρητές λόγο υποστήριξης της ανακατάληψης αυτού του τμήματος της επικράτειας από την Ουκρανία. Εάν επιτραπεί στη Μόσχα να συνεχίσει να ελέγχει την Κριμαία, αυτό θα είχε εκτεταμένες συνέπειες όχι μόνο για τη γεωπολιτική, τη σταθερότητα και τους εμπορικούς δρόμους της Ουκρανίας. Θα ήταν επίσης επικίνδυνο για άλλες χώρες της Μαύρης Θάλασσας, καθώς και για το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, στις οποίες ανήκουν ορισμένα από αυτά τα παράκτια κράτη.

Ένας δικαιολογημένος φόβος είναι ότι η συνεχιζόμενη κατοχή της Κριμαίας από τη Ρωσία θα επιτρέψει στο Κρεμλίνο να μετατρέψει τη Μαύρη Θάλασσα, όπως έχει ήδη κάνει με την Αζοφική Θάλασσα, σε ρωσική λίμνη. Τα αντικρουόμενα συμφέροντα στη Μαύρη Θάλασσα, από τη μία πλευρά, της Ρωσίας και, από την άλλη, χωρών όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Τουρκία ή η Γεωργία -για να μην αναφέρουμε την ίδια την Ουκρανία- είναι προφανή. Υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες για μελλοντική κλιμάκωση των περιφερειακών εντάσεων, αν επιτραπεί στο Κρεμλίνο να συνεχίσει να έχει το πόδι του στην Κριμαία. Αυτό είναι ένα σημαντικό επιχείρημα υπέρ της επιστροφής της Κριμαίας στην Ουκρανία το συντομότερο δυνατό.

Ωστόσο, είναι επίσης μια συλλογιστική που λειτουργεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η αυξημένη ασφάλεια και ο έλεγχος που θα επιτύχει το Κίεβο στη Μαύρη Θάλασσα μετά την απελευθέρωση της Χερσονήσου θα εκληφθεί ως αντίστοιχη μείωση της επιρροής της Μόσχας. Σε αυτή την κατάσταση μηδενικού αθροίσματος, όσο υψηλότερα είναι τα γεωστρατηγικά κέρδη της Ουκρανίας, τόσο μεγαλύτερες θα είναι οι απώλειες της Ρωσίας. Η ευρύτερη ασφαλιστική-πολιτική σημασία της Κριμαίας είναι επομένως ένα έγκυρο αλλά και δύσκολο επιχείρημα για τους υποστηρικτές της Ουκρανίας. Μπορεί να αντιστραφεί από τους υποτιθέμενους "ρεαλιστές" με το επιχείρημα ότι η ίδια η γεωστρατηγική σημασία της Κριμαίας είναι τόσο μεγάλη πρόκληση που πρέπει να αφαιρεθεί από το τραπέζι.

 

Η μυωπία των πραγματιστών

Ο αποκλεισμός της επιστροφής της Χερσονήσου της Μαύρης Θάλασσας υπό τον έλεγχο του Κιέβου από τα ποικίλα σενάρια για τον τερματισμό του ρωσο-ουκρανικού πολέμου παρουσιάζεται, σε αυτό το πλαίσιο, συχνά ως ρεαλιστικός. Μπορεί όντως να φαίνεται με την πρώτη ματιά ότι είναι ένα λογικό σχέδιο για να προχωρήσουμε μπροστά και να θέσουμε εφικτούς στόχους. Μια τέτοια σκέψη παραβλέπει, ωστόσο, ορισμένες σημαντικές γεωγραφικές, οικονομικές και πολιτικές πραγματικότητες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος της Κριμαίας. Ο διαχωρισμός του ζητήματος της Κριμαίας, από τη μία πλευρά, και των προσπαθειών για την επίτευξη μιας προκαταρκτικής ειρήνης, από την άλλη, αγνοεί βασικά γεγονότα επί του πεδίου.

Τέτοιες προσεγγίσεις παρερμηνεύουν ή/και παραποιούν βασικές πηγές και δυναμικές της κλιμάκωσης της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης το 2022, αν όχι και πρωτύτερα. Ειδικότερα, η κατάληψη των ηπειρωτικών εδαφών της νοτιοανατολικής Ουκρανίας από τη Μόσχα πέρυσι δεν καθοδηγήθηκε μόνο από τους πρωταρχικούς στόχους της καταστροφής του ουκρανικού κράτους και έθνους και της ανάληψης του πολιτικού ελέγχου ολόκληρης της χώρας. Σχεδιάστηκε επίσης για να ενισχύσει και να υποστηρίξει τη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας που είχε συμβεί οκτώ χρόνια πριν.

Σε αντίθεση με την πρόσφατη παράνομη επέκταση της κρατικής επικράτειας της Ρωσίας στο νότιο τμήμα της Ουκρανίας, η απόκτηση της Χερσονήσου της Μαύρης Θάλασσας από τη Μόσχα το 2014 είχε υποστηριχθεί με ενθουσιασμό από τους περισσότερους Ρώσους πριν από εννέα χρόνια. Εξακολουθεί να εκτιμάται ιδιαίτερα σήμερα από τους πολίτες και τις ελίτ της Ρωσίας. Η κατοχή της Κριμαίας παραμένει πηγή νομιμοποίησης και δημοτικότητας για το καθεστώς Πούτιν.

Ωστόσο, η πρώτη ρωσική προσάρτηση ήταν ένα ατελές, δαπανηρό και ριψοκίνδυνο εγχείρημα. Πρόσθεσε έναν παράνομο εξκλάβιο στο διεκδικούμενο από τη Ρωσία κρατικό έδαφος, μακριά από τα εδάφη του πυρήνα της Ρωσίας. Αν και δεν ήταν ο κύριος πολεμικός στόχος, μία από τις λειτουργίες της πρόσφατης πλήρους εισβολής της Ρωσίας ήταν να καταστήσει τη συνεχιζόμενη κατοχή της Χερσονήσου περισσότερο βιώσιμη. Όσον αφορά τη διασφάλιση - από την άποψη της Μόσχας - της γεωοικονομικής και γεωπολιτικής βιωσιμότητας της κατεχόμενης Κριμαίας, η ορθή ενσωμάτωση της Χερσονήσου στην παράνομα διευρυμένη Ρωσία ολοκληρώθηκε μόλις το 2022. Η πρόσφατη απόκτηση από τη Ρωσία των ηπειρωτικών ουκρανικών περιοχών στα βόρεια της Χερσονήσου έχει καταστήσει, από την άποψη του Κρεμλίνου, την κατάληψη της Κριμαίας πιο ορθολογική και ολοκληρωμένη.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο στρατηγικός διαχωρισμός της δυτικής πολιτικής έναντι της Μόσχας μεταξύ του τερματισμού της ρωσικής κατοχής της ηπειρωτικής Ουκρανίας, αφενός, και της αναβολής στην ανατροπή και αντιστροφή της προσάρτησης της ουκρανικής Κριμαίας από τη Ρωσία, αφετέρου, είναι λανθασμένος. Αυτή η αυταπάτη αφορά τις συγκεκριμένες υλικές συνθήκες της Κριμαίας και -κάποιες εν μέρει δικαιολογημένες- υποκειμενικές εκτιμήσεις για το μέλλον της εντός της Ρωσίας. Η σημερινή κατοχή της Χερσονήσου από τη Ρωσία θα μπορούσε υποθετικά να συνεχιστεί μετά από μια μερική αποκατάσταση της ουκρανικής εδαφικής ακεραιότητας στην ηπειρωτική χώρα. Ωστόσο, αυτό το δημοφιλές σενάριο δεν θα ήταν απλώς μη ικανοποιητικό για το Κίεβο. Θα δημιουργούσε επίσης στρατηγικές προκλήσεις για τη Μόσχα με τουλάχιστον τέσσερις τρόπους.

 

Το πρόβλημα του πόσιμου νερού

Πρώτον, μεταξύ 2014 και 2022, η οικονομία της κατεχόμενης Κριμαίας αντιμετώπισε ένα αυξανόμενο έλλειμμα πόσιμου νερού. Η Χερσόνησος είχε πάντα μόνο περιορισμένα δικά της αποθέματα πόσιμου νερού, στο βαθμό που το νερό της Μαύρης Θάλασσας είναι αλμυρό και επομένως ακατάλληλο για τους περισσότερους οικονομικούς σκοπούς. Το πρόβλημα αυτό είχε επιλυθεί κατά την ύστερη σοβιετική και την πρώτη μετασοβιετική περίοδο, όταν η διώρυγα της Βόρειας Κριμαίας έφερνε πόσιμο νερό από τον ποταμό Ντνίπρο μέσω της νότιας ηπειρωτικής Ουκρανίας στη Χερσόνησο μέσω του ισθμού του Πέρεκοπ.

Ωστόσο, όταν η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία το 2014, η Ουκρανία μπλόκαρε τη λειτουργία της Διώρυγας της Βόρειας Κριμαίας. Ως αποτέλεσμα, η ρωσική κατοχική διοίκηση εξάντλησε όλο και περισσότερο τα πενιχρά τοπικά αποθέματα πόσιμου νερού της Χερσονήσου. Ελλείψει άλλων πηγών επεξεργασμένου νερού, η Μόσχα κατέστρεψε την οικολογική ισορροπία στη Χερσόνησο για να διατηρήσει σε λειτουργία την οικονομία και τις υποδομές, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Αυτό δημιούργησε ένα αυξανόμενο κοινωνικοοικονομικό και περιβαλλοντικό πρόβλημα για τους κατακτητές.

Είναι δυσοίωνο ότι από την κατάληψη της Χερσονήσου πριν από εννέα χρόνια, η Μόσχα δεν έχει κατασκευάσει ούτε μία μονάδα αφαλάτωσης στην Κριμαία. Σε αντίθεση με τη δεκαετία του 1960, όταν κατασκευάστηκε η διώρυγα της Βόρειας Κριμαίας, σήμερα υπάρχουν διάφορες τεχνολογίες για την αφαλάτωση του θαλασσινού νερού σε βιομηχανική κλίμακα. Η συνεχιζόμενη απουσία νέων μονάδων αφαλάτωσης ή αγωγών μεταφοράς πόσιμου νερού από τη νότια Ρωσία στην Κριμαία από το 2014 έγινε όλο και πιο χαρακτηριστική. Τα αυξανόμενα ελλείμματα επεξεργασμένου νερού στη Χερσόνησο και η αδράνεια της Μόσχας ως προς αυτό ήταν ενδεικτικά της στρατηγικής σκέψης του Κρεμλίνου. Έκανε την πιθανότητα ενός πολέμου για την κατάληψη της διώρυγας της Βόρειας Κριμαίας όλο και πιο πιθανή κάθε χρόνο που περνούσε. Την άνοιξη του 2022, η Μόσχα έλυσε προσωρινά το ζήτημα όταν κατέλαβε και άνοιξε ξανά τη διώρυγα.

Μια μερική αποκατάσταση της ουκρανικής εδαφικής ακεραιότητας, που θα άφηνε την Κριμαία υπό τον έλεγχο της Μόσχας, θα οδηγούσε σε ένα δεύτερο μόνιμο κλείσιμο της διώρυγας (στην περίπτωση που είναι, κατ' αρχήν, λειτουργική) από το Κίεβο. Δεν μπορεί να αναμένεται πολιτικά από την Ουκρανία να υποστηρίξει τη συνεχιζόμενη κατοχή του εδάφους της από τη Ρωσία. Ούτε θα επιτρεπόταν στο Κίεβο, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, να υποστηρίξει μια παράνομη προσάρτηση με την παροχή νερού. Αυτό σημαίνει ότι η απελευθέρωση της ηπειρωτικής Ουκρανίας αλλά όχι της Κριμαίας θα επαναφέρει για τη Ρωσία την ίδια προβληματική κατάσταση που υπήρχε το 2014-2022. Ένα τέτοιο σενάριο είναι ένα ουσιαστικό πρόβλημα για το μέλλον της προσάρτησης της Κριμαίας από τη Ρωσία και μια πρόκληση για την οποία τόσο η Μόσχα όσο και το Κίεβο έχουν πλήρη επίγνωση. Με άλλα λόγια, αποτελεί παράγοντα τόσο του ρωσικού όσο και του ουκρανικού στρατηγικού σχεδιασμού.

 

Η απούσα χερσαία σύνδεση

Η δεύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η κατεχόμενη από τη Ρωσία Κριμαία την περίοδο 2014-2022 είναι η έλλειψη χερσαίου διαδρόμου προς τη Ρωσία. Η ταχεία ανέγερση από τη Μόσχα και το άνοιγμα το 2019 της γέφυρας του Κερτς από τη Ρωσία στην Κριμαία έλυσε εν μέρει το ζήτημα. Έθεσε τέλος στην εξάρτηση της Ρωσίας από τις δύσκολες παραδόσεις προϊόντων και αγαθών από και προς την Κριμαία με πορθμεία της Μαύρης Θάλασσας που λειτουργούσαν από λιμάνια στο ρωσικό κρατίδιο Κρασνοντάρ και την περιοχή Κερτς της Κριμαίας.

Ωστόσο, η νέα γέφυρα μεταφοράς πάνω από τα στενά του Κερτς δεν επέλυσε πλήρως το κύριο γεωοικονομικό ζήτημα της κατεχόμενης από τη Ρωσία Κριμαίας. Οι ρωσικοί οργανισμοί, εταιρείες και πολίτες δεν μπορούσαν, μέχρι πρόσφατα, να χρησιμοποιούν τη νότια ουκρανική ενδοχώρα για τη μεταφορά αγαθών ή ανθρώπων από και προς την Κριμαία. Η οικονομική ανάπτυξη της Χερσονήσου ήταν περιορισμένη.

Η χρήση της γέφυρας του Κερτς εξακολουθούσε να σημαίνει μια δαπανηρή και χρονοβόρα παράκαμψη για τη διέλευση μεταξύ της Κεντρικής Ρωσίας και της Κριμαίας. Ο βομβαρδισμός της γέφυρας από την Ουκρανία τον Οκτώβριο του 2022, εξάλλου, κατέδειξε την ευθραυστότητα αυτής της οδού μεταφοράς. Τόνισε ότι η γέφυρα του Κερτς παραμένει ένα ευάλωτο σημείο των σχέσεων και της αλληλεξάρτησης μεταξύ της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της προσαρτημένης Χερσονήσου.

Μόνο η ένοπλη κατάληψη της νοτιοανατολικής ηπειρωτικής χώρας της Ουκρανίας το 2022 κατέστησε θεωρητικά δυνατή για τη Μόσχα τη λύση αυτού του ζητήματος υποδομής. Οι πρόσφατες ρωσικές προσαρτήσεις των ουκρανικών περιοχών Ντονέτσκ, Λουχάνσκ, Ζαπορίζια και Χερσώνα της Ουκρανίας καθοδηγήθηκαν, σίγουρα, πρωτίστως από "παράλογο" αλυτρωτισμό. Υπονόμευσαν περαιτέρω την κυριαρχία και την κρατική υπόσταση της Ουκρανίας στο δρόμο για την ανάληψη του ελέγχου της κεντρικής πολιτικής εξουσίας στο Κίεβο.

Εντούτοις, υποκινήθηκαν επίσης από "ορθολογικές" εκτιμήσεις για τις τρέχουσες και μελλοντικές ανάγκες της κατεχόμενης από τη Ρωσία Κριμαίας. Μέχρι στιγμής, η νέα χερσαία γέφυρα μέσω της νοτιοανατολικής Ουκρανίας έχει περιορισμένη μόνο χρησιμότητα για τη Ρωσία λόγω της κοντινής μεθοριακής γραμμής. Ωστόσο, οι προσαρτήσεις του 2022 έχουν, από την άποψη της Μόσχας, ανοίξει μελλοντικές δυνατότητες για την καλύτερη αντιμετώπιση διαφόρων αναπτυξιακών, αμυντικών και υλικοτεχνικών προκλήσεων της κατεχόμενης Χερσονήσου.

 

Το γεωπολιτικό αδιέξοδο

Ένα τρίτο σχετικό πρόβλημα της κατάληψης της Κριμαίας από τη Ρωσία είναι η εν γένει επισφαλής κατάστασή της από περιφερειακή και ασφαλειοπολιτική άποψη. Η Κριμαία ήταν και είναι μακριά από τη ρωσική ενδοχώρα. Ανήκει γεωγραφικά και ιστορικά στη νότια Ουκρανία. Σε αντίθεση με τις ευρέως διαδεδομένες αντιλήψεις της κοινής γνώμης εκτός Ουκρανίας, η Χερσόνησος ήταν κατά την προ-σοβιετική, σοβιετική και μετα-σοβιετική περίοδο σχεδόν πάντα διοικητικά συνδεδεμένη με τα ουκρανικά ηπειρωτικά εδάφη στα βόρεια της. Αυτό συνέβαινε στο Χανάτο της Κριμαίας (πριν από το 1783), στην Τσαρική Αυτοκρατορία (1802-1917), στη Σοβιετική Ένωση (1954-1991) και στο ουκρανικό κράτος (1991-2014). Ο ισθμός του Πέρεκοπ συνδέει φυσικά τη Χερσόνησο της Ουκρανίας με τις ηπειρωτικές ουκρανικές περιοχές στη Μαύρη Θάλασσα.

Πριν από την κατάληψή του από τη Μεγάλη Αικατερίνη το 1783, το Χανάτο της Κριμαίας κάλυπτε επίσης τη σημερινή ουκρανική ενδοχώρα βόρεια της Χερσονήσου. Κατά την επόμενη τσαρική περίοδο, η Κριμαία αποτελούσε μέρος του Κυβερνείου της Ταυρίδας της αυτοκρατορίας των Ρομανώφ. Αυτή η μεγάλη διοικητική περιφέρεια ένωνε μεγάλο μέρος του νότιου τμήματος της σημερινής Ουκρανίας. Η Διοίκηση της Ταυρίδας περιλάμβανε τη Χερσόνησο, τις ηπειρωτικές περιοχές της νότιας Ουκρανίας και μεγάλο μέρος της ακτογραμμής της Μαύρης Θάλασσας της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η τσαρική περιφέρεια δεν περιελάμβανε κανένα από τα εδάφη της σημερινής Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Για το μεγαλύτερο μέρος της σοβιετικής περιόδου, η Κριμαία ανήκε στην Ουκρανική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία. Μόνο μεταξύ 1922 και 1954 ήταν επίσημα μέρος της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας στο πλαίσιο της Ε.Σ.Σ.Δ. Αμέσως μετά το θάνατο του Στάλιν το 1953, η Χερσόνησος μεταφέρθηκε, με συναινετική απόφαση της τότε συλλογικής ηγεσίας της ΕΣΣΔ, από τη  Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία στην Ουκρανική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία.

Ο λόγος για την απότομη αυτή μετακίνηση δεν ήταν το συχνά προβαλλόμενο καπρίτσιο του επιδειξιομανούς σοβιετικού ηγέτη Νικίτα Χρουστσόφ. Στην πραγματικότητα, η εξουσία του Χρουστσόφ, ως νεοδιορισμένου Πρώτου Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, δεν είχε ακόμη εδραιωθεί εκείνη την εποχή. Αντιθέτως, η επανένωση της Κριμαίας και της ηπειρωτικής Ουκρανίας το 1954, μέσω της μεταφοράς της Χερσονήσου στην Ουκρανική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία, καθοδηγήθηκε από φυσικούς παράγοντες, διοικητικό εξορθολογισμό και οικονομικό υπολογισμό. Η απόφαση της Μόσχας ωθήθηκε από τα απλά γεωγραφικά δεδομένα και τις υλικοτεχνικές ανάγκες της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης της Κριμαίας.

Ως αποτέλεσμα, η σοβιετική περίοδος - και πάλι σε αντίθεση με τις ευρέως διαδεδομένες αντιλήψεις εξωτερικών παρατηρητών - ενίσχυσε τους εμπορικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς δεσμούς της Χερσονήσου με την ουκρανική ενδοχώρα. Μετά την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, η Χερσόνησος της Μαύρης Θάλασσας έγινε η Αυτόνομη Δημοκρατία της Κριμαίας εντός του νέου ανεξάρτητου ουκρανικού κράτους. Ενώ υπήρξε κάποια αυτονομία τη δεκαετία του 1990 στην Κριμαία, η ανάπτυξη της Χερσονήσου τότε είχε έναν αξιοσημείωτα ειρηνικό και ήρεμο χαρακτήρα, ειδικά σε σύγκριση με τη μεγάλης κλίμακας βία στη γειτονική πρώην Γιουγκοσλαβία, τη Μολδαβία, την Τσετσενία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Τα από εθνοτική άποψη μη ουκρανικά τμήματα του πληθυσμού της Κριμαίας - οι Ρώσοι, οι Τατάροι και άλλες μειονότητες της Χερσονήσου - έγιναν αναπόσπαστο μέρος της μετασοβιετικής ουκρανικής κοινωνίας και του πολιτικού έθνους.

Το 2014, το Κρεμλίνο προσπάθησε να εξουδετερώσει, μέσω της επιχείρησης προσάρτησης, αυτές τις θεμελιώδεις και πρωταρχικές γεωγραφικές, φυσικές και ιστορικές προϋποθέσεις της ύπαρξης της Κριμαίας εντός της Ουκρανίας, αλλά η Μόσχα δεν μπόρεσε να τις ακυρώσει τότε και δεν μπορεί να το κάνει τώρα. Με την κατάληψη της Χερσονήσου, η Ρωσία πήγε κόντρα σε ορισμένα βασικά γεωγραφικά, πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά δεδομένα που δεν έχουν διαμορφώσει μόνο το παρελθόν της Κριμαίας. Αυτές οι θεμελιώδεις συνθήκες εξακολουθούν να είναι παρούσες σήμερα και θα ορίσουν και διαμορφώσουν  το μέλλον της Χερσονήσου.

 

Το συνεχιζόμενο πρόβλημα της απομόνωσης

Μια τέταρτη πρόκληση για μια Κριμαία που συνεχίζει να κατέχεται από τη Ρωσία είναι ότι όχι μόνο η ίδια η προσάρτηση, αλλά και οι διεθνείς επιπτώσεις της έχουν αυξήσει και θα αυξήσουν την οικονομική και πολιτική επισφάλεια της Χερσονήσου. Η Κριμαία είναι πλέον μια περιοχή που υπόκειται σε αυστηρές κυρώσεις και είναι διεθνώς απομονωμένη. Έχει αποκοπεί από το εξωτερικό εμπόριο και τις επενδύσεις από το 2014, από σχεδόν όλο τον μη ρωσικό τουρισμό, καθώς και από τις παγκόσμιες πολιτιστικές και επιστημονικές ανταλλαγές.

Χωρίς να αναγνωρίζεται ως ρωσικό έδαφος από τις περισσότερες χώρες του κόσμου, η Κριμαία παραμένει νομικά ουκρανικό έδαφος - όποιος και αν την ελέγχει πολιτικά. Δεν έχει χάσει το ιδιαίτερο καθεστώς της ως κατεχόμενη και όχι κανονικά ρωσική περιοχή. Υπό αυτή την κατάσταση, τα τελευταία εννέα χρόνια, η Χερσόνησος έχει αναπτύξει - ακόμη και σε σύγκριση με την ίδια τη Ρωσία - μια όλο και περισσότερο καταθλιπτική και καταπιεστική πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή.

Από τα τέλη Φεβρουαρίου του 2014 έως τα τέλη Φεβρουαρίου του 2022, η Κριμαία βρισκόταν σε ένα πολιτικό no man's land μεταξύ της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της ηπειρωτικής Ουκρανίας. Η στρατιωτική κατάληψη του 2022 από τη Ρωσία και η επακόλουθη προσάρτηση της νοτιοανατολικής ξηράς της Ουκρανίας προοριζόταν να επιλύσει τα στρατηγικά ζητήματα της Κριμαίας μετά το 2014. Παρά τις προθέσεις αυτές, τα πρόσφατα κατεχόμενα τμήματα των ουκρανικών περιοχών Χερσώνα και Ζαπορίζια δεν έχουν μέχρι στιγμής παράσχει, ωστόσο, έναν ασφαλή διάδρομο μεταφοράς ή μια ισχυρή σύνδεση από τη Ρωσία προς την Κριμαία. Ο πόλεμος μαίνεται στις πρόσφατα προσαρτημένες στη Ρωσία περιοχές της Ουκρανίας από την έναρξη της πλήρους εισβολής.

Στην πραγματικότητα, από τα τέλη της άνοιξης του 2023, φαίνεται ότι το σχέδιο του Κρεμλίνου να συνδέσει ουσιαστικά την Κριμαία με τη Ρωσία μέσω των προσαρτήσεων του 2022 μπορεί να μην υλοποιηθεί ποτέ, είτε τώρα είτε σε οποιοδήποτε μελλοντικό σενάριο. Ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που η Μόσχα συνεχίσει να ελέγχει τη νοτιοανατολική ενδοχώρα της Ουκρανίας, ο βαθμός επισφάλειας της γεωπολιτικής θέσης της Κριμαίας θα διατηρηθεί. Όταν η Ουκρανία απελευθερώσει στρατιωτικά ή με άλλο τρόπο επανακτήσει τα εδάφη της στα βόρεια της κατεχόμενης Χερσονήσου, η αστάθεια της απομονωμένης στρατηγικής θέσης της Κριμαίας μεταξύ 2014 και 2022 θα αυξηθεί περαιτέρω και, επί της ουσίας, θα γίνει όλο και πιο έντονη, από πολιτική άποψη. Το Κρεμλίνο θα επιστρέψει στο σημείο μηδέν στις προσπάθειές του να ενσωματώσει την προσαρτημένη Χερσόνησο στη Ρωσική Ομοσπονδία.

 

Συμπεράσματα και συστάσεις

Η ανακούφιση της γεωοικονομικής θέσης της Κριμαίας στο πλαίσιο του σχεδίου Novorossiia (Νέα Ρωσία) δεν ήταν ο σημαντικότερος κινητήριος μοχλός, αλλά ένας σχετικός παράγοντας που συνέβαλε στην κλιμάκωση της Μόσχας το 2022. Με το να καταστήσει τη Χερσόνησο μία από τις πέντε προσαρτημένες και διασυνδεδεμένες ουκρανικές περιοχές, το Κρεμλίνο στόχευε στη μείωση της γεωγραφικής απομόνωσης, της οικονομικής μη βιωσιμότητας και της στρατιωτικής ευπάθειας της Κριμαίας ως ρωσικού εξκλάβιου από το 2014. Η βαθιά εισβολή του 2022 στην ηπειρωτική νότια Ουκρανία αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, στη βελτίωση της υποδομής και της πολιτικής κατάστασης της Χερσονήσου στο πλαίσιο μιας στρατιωτικά διευρυμένης Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Σίγουρα, η πρόσφατη επίσημη προσάρτηση των περιφερειών Ντονέτσκ, Λουχάνσκ, Χερσώνα και Ζαπορίζια ήταν όχι μόνο παράνομη, αλλά και μια ενοχλητική επιχείρηση για τη Ρωσία, στο βαθμό που η Μόσχα δεν ελέγχει πλήρως καμία από αυτές τις τέσσερις περιοχές. Δεν βοήθησε τη Μόσχα να ανακτήσει τον έλεγχο ολόκληρης της Ουκρανίας, αλλά αντίθετα κινητοποίησε την ουκρανική αντίσταση.

Παρ' όλα αυτά, αντιπροσώπευε, από τη ρωσική αλυτρωτική οπτική γωνία, μια μερική εκπλήρωση του ονείρου της Νοβορωσίας και ένα λογικό σχέδιο δράσης. Η προσάρτηση του 2022 αποσκοπούσε στην επίλυση του προβλήματος της εύθραυστης γεωπολιτικής και γεωοικονομικής θέσης της Κριμαίας, καθώς και στη διασφάλιση της ως υποτιθέμενης ρωσικής περιοχής. Προς το παρόν, ο στόχος αυτός έχει, ως ένα βαθμό, επιτευχθεί.

Ταυτόχρονα, όμως, οι προσαρτήσεις του 2022 δημιούργησαν ένα δίλημμα για την έστω και μερική επίλυση της ρωσο-ουκρανικής εδαφικής σύγκρουσης. Η προσάρτηση πέντε περιοχών της Ουκρανίας από τη Ρωσία δεν αποτελεί πλέον μόνο στρατηγικό πονοκέφαλο για τους καλοπροαίρετους δυτικούς παρατηρητές. Έχει επίσης δημιουργήσει ένα θεμελιώδες εσωτερικό πρόβλημα για τα «περιστέρια» στο πολιτικό και πνευματικό κατεστημένο της Μόσχας.

Η νεοϊμπεριαλιστική απόκτηση/κατάκτηση των ηπειρωτικών ουκρανικών περιοχών από τη Ρωσία και οι ντροπιαστικές στρατιωτικές επιδόσεις της δεν έχουν επιλύσει μόνο το ζήτημα της διατήρησης της προσαρτημένης Χερσονήσου. Η αναγνώριση της Κριμαίας ως ρωσικού εδάφους συνεχίζει να φτάνει βαθιά στη ρωσική ελίτ - γεγονός που είναι γνωστό και εκτός Ρωσίας. Αντίθετα, η ρωσική λαϊκή όρεξη για τα ηπειρωτικά ουκρανικά εδάφη -είτε στο νότο της Ουκρανίας είτε αλλού- είναι πολύ μικρότερη.

Μια πιθανή επιστροφή των ουκρανικών περιοχών που προσαρτήθηκαν το 2022 μέσω των διπλωματικών και στρατιωτικών προσπαθειών της Ουκρανίας με τη βοήθεια της Δύσης θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τον ρωσικό πληθυσμό κάποια στιγμή στο μέλλον. Επιπλέον, το καθεστώς θα μπορούσε να αντέξει αυτή την ταπείνωση χωρίς μεγάλη απώλεια νομιμότητας. Ωστόσο, χωρίς τον έλεγχο των ηπειρωτικών εδαφών της Ουκρανίας βόρεια της Μαύρης Θάλασσας, η Μόσχα θα αντιμετώπιζε και πάλι, σε πλήρη έκταση, τα παραπάνω τέσσερα στρατηγικά ζητήματα ενός αποκλεισμού της Κριμαίας ενόσω αυτή κατέχεται από τη Ρωσία.

Από τη σκοπιά του Κιέβου, οι επιταγές είναι σαφείς. Μια συνεχιζόμενη ρωσική στρατιωτική παρουσία στην Κριμαία θα παραμείνει μια σοβαρή στρατιωτική απειλή για την ηπειρωτική Ουκρανία, η υπεράσπιση της οποίας θα καταστεί πολύ πιο δύσκολη. Για να είναι η Ουκρανία σε θέση να υπερασπιστεί αξιόπιστα τον εαυτό της μετά από οποιαδήποτε πιθανή συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, η ρωσική στρατιωτική απειλή από την Κριμαία πρέπει να εξαλειφθεί. Επιπλέον, η συνεχιζόμενη ρωσική στρατιωτική παρουσία θα περιπλέξει σοβαρά την αξιόπιστη άμυνα άλλων μη ρωσικών περιοχών της Μαύρης Θάλασσας. Η Μόσχα θα μπορούσε να σφραγίσει αποτελεσματικά τη Μαύρη Θάλασσα χρησιμοποιώντας τακτικές κατά της πρόσβασης σε/άρνησης περιοχής (A2/AD).[1] Συνοψίζοντας, οι διάφορες στρατιωτικές και στρατηγικές διαστάσεις της θέσης της Κριμαίας καθιστούν την τύχη της Χερσονήσου κεντρικό ζήτημα για κάθε προσπάθεια μείωσης μιας μελλοντικής ρωσικής στρατιωτικής απειλής όχι μόνο για την Ουκρανία, αλλά για ολόκληρη την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.

Επομένως, η έτι δημοφιλής στρατηγική διαφοροποίησης που διαχωρίζει τον στόχο της απελευθέρωσης των κατεχόμενων πλέον ηπειρωτικών ουκρανικών εδαφών από τον στόχο της επιστροφής της Κριμαίας στον έλεγχο του Κιέβου δεν είναι ένας δρόμος προς τη βιώσιμη ασφάλεια και σταθερότητα. Θα ήταν όχι μόνο άκρως μη ικανοποιητική για τους περισσότερους Ουκρανούς, αλλά και απλώς θα αποκαθιστούσε για τη Μόσχα εκείνη την πλήρη προκλήσεων κατάσταση στην προσαρτημένη Κριμαία, που εξ αρχής αποτελούσε κι ένα από τα κίνητρα για την εισβολή του 2022. Η ενσωμάτωση της κατεχόμενης Χερσονήσου στο ρωσικό κράτος και τη ρωσική οικονομία θα γινόταν και πάλι, όπως συνέβη το 2014-2022, ένα πιο δαπανηρό και αβέβαιο εγχείρημα από ό,τι είναι τώρα.

Μέσω των διαφόρων πρόσφατων προσαρτήσεων ουκρανικών εδαφών, η Μόσχα έχει εγκλωβιστεί σε μια άκαμπτη γεωστρατηγική θέση. Αργά ή γρήγορα, το Κρεμλίνο μπορεί να χρειαστεί μια κατάπαυση του πυρός, αν όχι μια σταθερή ειρήνη, για οικονομικούς λόγους. Ωστόσο, η εθνική μυθολογία της Ρωσίας περιλαμβάνει πλέον την Κριμαία σταθερά στον φανταστικό πυρήνα της επικράτειας του ρωσικού λαού. Αυτό καθιστά δύσκολη όχι μόνο την προσέγγιση μεταξύ Μόσχας και Κιέβου. Είναι επίσης ένα ζήτημα που δεν μπορεί να διαχωριστεί σοβαρά από την τύχη των πρόσφατα προσαρτημένων ουκρανικών ηπειρωτικών εδαφών. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι αυτές οι τέσσερις περιοχές έχουν, από μόνες τους, πολύ μικρότερη σημασία για τον ρωσικό κυρίαρχο εθνικισμό.

Ως αποτέλεσμα,  η κατάσταση για το Κρεμλίνο όσον αφορά τα εδαφικά αποκτήματα του 2014 και του 2022 είναι πλέον όλα ή τίποτα. Το Κρεμλίνο χρειάζεται την Κριμαία για να διατηρήσει τη νομιμότητα και τη δημοτικότητα του καθεστώτος. Ωστόσο, η κατεχόμενη από τη Ρωσία Κριμαία χρειάζεται τα ουκρανικά ηπειρωτικά εδάφη στα βόρειά της για να γίνει μια περισσότερο ή λιγότερο αυτοδύναμη, κατεχόμενη, ενσωματωμένη στη Ρωσία και, για τη Μόσχα, υπερασπίσιμη περιοχή.

Οι δυτικές προτάσεις για την κατάτμηση των στόχων της επιστροφής των κατεχόμενων σήμερα ηπειρωτικών ουκρανικών εδαφών στον έλεγχο του Κιέβου, από τη μία πλευρά, και της μη ή μόνο μεταγενέστερης αναστροφής της προσάρτησης της Χερσονήσου της Κριμαίας το 2014, από την άλλη, μπορεί να φαντάζουν εύλογες. Ωστόσο, αποπροσανατολίζουν τις δυτικές πολιτικές από τον στόχο της επίτευξης μιας βιώσιμης λύσης στη σύγκρουση και θα οδηγήσουν σε ένα μόνιμο τέλμα. Αγνοούν τα προαναφερθέντα στρατηγικά εμπόδια στην εφαρμογή ενός τέτοιου σχεδίου για την επίτευξη μιας διαρκούς ειρήνης.

Με τη σειρά τους, η επιστροφή της Χερσονήσου της Μαύρης Θάλασσας στη δικαιοδοσία της Ουκρανίας με διαπραγμάτευση και η αποκατάσταση του πολιτικού ελέγχου του Κιέβου επί της Κριμαίας φαίνεται επίσης αδύνατη. Η σημασία της Κριμαίας για τη ρωσική εθνικιστική μυθολογία είναι πολύ μεγάλη. Τουλάχιστον υπό τη σημερινή της ηγεσία, αν όχι πέραν αυτής, η Ρωσία θα επιμείνει μέχρι τέλους στην κατάληψη της Κριμαίας από το 2014. Το Κίεβο μπορεί επομένως να ελπίζει μόνο να απελευθερώσει την κατεχόμενη ηπειρωτική χώρα μαζί με τη Χερσόνησο μέσω ένοπλης απελευθέρωσης ή ισχυρής στρατιωτικής και οικονομικής πίεσης στα ρωσικά στρατεύματα που σταθμεύουν σε μια απομονωμένη Κριμαία. Η Δύση θα πρέπει -για τους παραπάνω και άλλους λόγους- να υποστηρίξει το Κίεβο για την επίτευξη αυτού του στόχου με όλα τα δυνατά μέσα, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς και μαχητικών αεροσκαφών.


Επίλογος

Μετά την ολοκλήρωση της παρούσας έκθεσης τον Μάιο του 2023, τα ρωσικά κατοχικά στρατεύματα είτε σκόπιμα είτε κατά λάθος κατέστρεψαν το φράγμα Καχόβκα στον ποταμό Ντνίπρο, στις 6 Ιουνίου 2023. Είτε η προκύπτουσα μεγάλη πλημμύρα είχε σχεδιαστεί από τη Μόσχα σε αυτόν τον βαθμό είτε όχι, ο κατακλυσμός είχε καταστροφικές συνέπειες στη νοτιοανατολική ηπειρωτική χώρα της Ουκρανίας. Επίσης, παραβίασε το γράμμα ενός πρωτοκόλλου που προστέθηκε στη Σύμβαση της Γενεύης το 1977 και απαγορεύει την καταστροφή υδατικών φραγμάτων για στρατιωτικούς σκοπούς, λόγω των υψηλών παράπλευρων κινδύνων για τους αμάχους.

Η εξάντληση του ταμιευτήρα Καχόβκα σημαίνει επίσης ότι, εκτός από άλλα αρδευτικά κανάλια, το μέχρι τότε εν μέρει λειτουργικό κανάλι της Βόρειας Κριμαίας έχει καταστεί και πάλι πλήρως δυσλειτουργικό. Αυτό το αποτέλεσμα της μαζικής τρομοκρατικής ενέργειας της Ρωσίας στην Καχόβκα μπορεί επιφανειακά να θεωρηθεί ότι έρχεται σε αντίθεση με το παραπάνω επιχείρημα. Φαίνεται να υποδεικνύει μια περιορισμένη μόνο σημασία του ρωσικού ελέγχου των ηπειρωτικών εδαφών της Ουκρανίας στα βόρεια της Κριμαίας για τη συνέχιση της παράνομης κατοχής της Χερσονήσου από τη Μόσχα.

Ωστόσο, οι στόχοι που αφορούσαν την Κριμαία για τη μεγάλης κλίμακας εισβολή της Ρωσίας το 2022 ήταν μόνο μερικοί από τους πολλούς και ίσως όχι οι πιο σημαντικοί παράγοντες της κλιμάκωσης, σε πρώτη φάση. Ο στόχος της κατάληψης της Κριμαίας ήταν και είναι υποδεέστερος της πρόθεσης του Κρεμλίνου να υποτάξει την Ουκρανία στο σύνολό της. Επιπλέον, δεν πρέπει να υπερεκτιμάται ο ορθολογισμός και η συνέπεια της ρωσικής στρατιωτικής στρατηγικής και λήψης αποφάσεων. Μερικές φορές, το αριστερό χέρι μπορεί να μην ξέρει τι κάνει το δεξί.

Μπορεί να υπήρχαν, στις αρχές του καλοκαιριού του 2023, και νέοι ρωσικοί πολιτικοί υπολογισμοί πίσω από την παύση λειτουργίας της διώρυγας της Βόρειας Κριμαίας. Η μαζική τρομοκρατική επίθεση της Ρωσίας στο φράγμα της Καχόβκα - αν όντως είχε σκοπό να έχει τα αποτελέσματα που τελικά είχε - μπορεί να οφειλόταν στη νέα κατάσταση που επικρατούσε εκείνη τη στιγμή. Ίσως, μέχρι τις αρχές Ιουνίου 2023, η Μόσχα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Κριμαία ήταν ανυπεράσπιστη.

Το Κρεμλίνο μπορεί, ειδικότερα, να είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μια απομόνωση της κατεχόμενης Χερσονήσου δεν μπορεί να αποτραπεί, εάν η συνεχιζόμενη ουκρανική αντεπίθεση είναι επιτυχής. Σε μια τέτοια περίπτωση, το Κρεμλίνο θα μπορούσε να είχε το κίνητρο να αποτρέψει την ανάκτηση από την Ουκρανία ενός λειτουργικού καναλιού της Βόρειας Κριμαίας. Η επανάκτηση της, τουλάχιστον εν μέρει, λειτουργικής οδού πόσιμου νερού από το Κίεβο θα μπορούσε να μετατραπεί σε επιχείρημα έναντι του πληθυσμού της Κριμαίας και της διεθνούς κοινότητας για την επιστροφή της Χερσονήσου υπό ουκρανικό έλεγχο.

Με την εξαφάνιση της δυνατότητας παροχής μεγάλων ποσοτήτων πόσιμου νερού στο εγγύς μέλλον στην Κριμαία, τόσο η Μόσχα όσο και το Κίεβο θα αντιμετωπίσουν αυξανόμενα προβλήματα υποδομών. Όσο η Χερσόνησος βρίσκεται υπό ρωσική κατοχή, το Κρεμλίνο θα είναι υπεύθυνο για την έλλειψη επαρκούς και καθαρού τρεχούμενου και επεξεργασμένου νερού. Ωστόσο, μόλις το Κίεβο απελευθερώσει την Κριμαία, οι ουκρανικές αρχές θα αναλάβουν την ευθύνη για την παροχή φρέσκου νερού στην Κριμαία. Δεδομένης αυτής της προοπτικής, μια απόφαση της Μόσχας να εμποδίσει μια μελλοντική ροή νερού από τον ποταμό Ντνίπρο προς την Κριμαία μέσω της διώρυγας μπορεί να ερμηνευθεί ως υποστήριξη του παραπάνω επιχειρήματος σχετικά με τη σημασία της ηπειρωτικής νοτιοανατολικής Ουκρανίας για τη Χερσόνησο.

Μια προφανής σύσταση πολιτικής που προκύπτει από αυτή την περιπλοκή είναι ότι τα ξένα κράτη -κυρίως εκείνα της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας- και οι διεθνείς οργανισμοί δωρητών που είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν την Ουκρανία θα πρέπει, ήδη από τώρα, να αρχίσουν να σκέφτονται τους πιθανούς τρόπους επίλυσης ή, τουλάχιστον, ανακούφισης του αυξανόμενου προβλήματος πόσιμου νερού της Κριμαίας. Αυτές οι σκέψεις και οι προετοιμασίες θα μπορούσαν να αφορούν μέτρα για την αποκατάσταση, τουλάχιστον εν μέρει, της λειτουργίας της διώρυγας της Βόρειας Κριμαίας, για την ταχεία κατασκευή μονάδων αφαλάτωσης στην Κριμαία, ή/και να εξεταστεί το ενδεχόμενο μεταφοράς νερού στη Χερσόνησο μέσω αγωγών ή/και της θάλασσας. Η πιο βιώσιμη λύση μπορεί να είναι ο εξοπλισμός της Κριμαίας με αρκετές μονάδες αφαλάτωσης και την απαραίτητη ενεργειακή υποδομή. Τελικά, αυτό θα μπορούσε να καταστήσει τον εφοδιασμό της Χερσονήσου με πόσιμο νερό μόνιμα ανεξάρτητο από εξωτερικές πηγές.  

 *Το άρθρο αυτό αποτελεί μέρος μιας σειράς εκθέσεων του SCEEUS σχετικά με διάφορα εμπόδια για μια ειρήνη με διαπραγμάτευση μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Βλέπε: https://sceeus.se/en/publications/. 

μετάφραση: Βασίλης Μπογιατζής

[1] Η A2/AD ορίζεται ως μια στρατηγική που έχει σχεδιαστεί για να εμποδίζει την είσοδο/πρόσβαση στον ή την κατάληψη από έναν αντίπαλο ενός θεάτρου επιχειρήσεων, και χρησιμοποιείται πιο αποτελεσματικά από έναν στρατό όταν αντιμετωπίζει έναν ισχυρότερο αντίπαλο (ΣτΜ).

Andreas Umland

Αναλυτής στο Stockholm Center for Eastern European Studies (SCEEUS) του Σουηδικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων. Αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο του Κιέβου-Mohyla Academy. Υπήρξε ερευνητής, υπότροφος και διδάσκων πολλών Πανεπιστημίων και ερευνητικών ιδρυμάτων και είναι υπεύθυνος των σειρών βιβλίων "Soviet and Post-Soviet Politics and Society" και "Ukrainian Voices" του εκδοτικού οίκου Ibidem Press.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.