Σύνδεση συνδρομητών

Τα μπάνια του λαού· τότε και τώρα

Πέμπτη, 08 Ιουνίου 2023 11:16
Η διαφήμιση που έγινε συνώνυμο του προϊόντος Coppertone.
Coppertone
Η διαφήμιση που έγινε συνώνυμο του προϊόντος Coppertone.

Αν ήμαστε φρόνιμοι, θα πηγαίναμε. Αν ήμαστε άτακτοι (η συνήθης περίπτωση), πάλι θα πηγαίναμε, αλλά με αναστολή. Ξέραμε απέξω το ωράριο των δρομολογίων από την αφετηρία και το επισημαίναμε στη μητέρα, προκειμένου να πάμε ενωρίς και να πιάσουμε θέση, αλλά εις μάτην! Τότε ήταν που εμπεδώσαμε ότι όταν μια γυναίκα λέει πως είναι έτοιμη ποτέ δεν εννοεί πως είναι απολύτως έτοιμη. Ετοιμάζεται.

Τέλος πάντων, φτάναμε στο λεωφορείο, περνούσαμε από τον εισπράκτορα, συνήθως τον Γιάννη, τσιλιβήθρα, μαυριδερό, με μουστάκι του μισού πόντου στο πάνω χείλος, αλλά καλότροπο (όχι σαν τους άλλους που νόμιζαν ότι διοικούσαν τα θερμικά λεωφορεία της Αυτού Μεγαλειότητος)  και ορμούσαμε –αν τα βρίσκαμε άδεια– προς τα καθίσματα με το καυτό βινύλιο, που μας τσουρούφλιζαν τα πόδια. Όταν ο Γιάννης αργότερα άνοιξε μία ταβέρνα στον Ανεμόμυλο, με μία κίνηση διορατικού μάρκετινγκ την ονόμασε, τι άλλο;, «Γιάννης», και εμείς αναρωτιόμαστε πώς ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να κάνει δύο τόσο διαφορετικές δουλειές. Αλλά παρεκκλίνω.

Στην κόκκινη πύλη, διακοσμημένη με μία ανάγλυφη τριήρη, την απήδαλο νήα,  το έμβλημα της Κέρκυρας μάθαμε αργότερα,  τα εισιτήρια τα έκοβε ένας κύριος με το παρατσούκλι Τράκας, το οποίο μάλλον οφειλόταν στο ότι δεν θα αγόραζε όλα τα τσιγάρα που κάπνιζε ακατάπαυστα. Σε ζύγιζε,  και αν ήσουν αρκετά μικρός σου έκοβε μισό· αλλιώς ολόκληρο, όπως οι μεγάλοι.

Πληρώναμε και μπαίναμε στο Μον Ρεπό, την Πλαζ όπως λεγόταν, μια λωρίδα παραλίας δίπλα στο κτήμα που είχε τη  θερινή βασιλική κατοικία, πολύ ενεργή εκείνη την εποχή, και όπου τότε γραφόταν ένα μέρος της Ιστορίας της χώρας. Μας καλωσόριζαν δύο τεράστια πλακάτ – διαφημίσεις των αντηλιακών της εποχής, που τα ψώνιζες για να γίνεις κατράμι, όχι για να προστατευτείς: Coppertone, όπου ένας σκύλος τραβούσε το μαγιό ενός έκπληκτου μαυρισμένου κοριτσιού με κοτσίδες για να αποκαλυφθεί ο κάτασπρος ποπός της· και Ambre Solaire, με μία τέλεια, καλλίγραμμη γυναίκα προφίλ η οποία έκανε ηλιοθεραπεία κρατώντας χαλαρωμένη ένα μισοπιωμένο κοκτέιλ, και όπου ήταν αδιευκρίνιστο αν φορούσε μαγιό ή όχι. Ο λαός έστεκε έκθαμβος και σεβαστικός για μια στιγμή, πριν πάει στις καμπίνες για να ξεντυθεί και κατά κανόνα να αποκαλύψει στο Σύμπαν μία ατελέστερη μορφή ζωής.

Στο πίσω μέρος της Πλαζ βρισκόταν ένα στεγασμένο περίπτερο, το παβιγιόν, και το μπαρ. Σε εκείνο το περίπτερο σερβίριζαν τις πιο ωραίες πατάτες που έχω φάει ποτέ (παιχνίδια που παίζει η μνήμη!). Τρακτερωτά κομμένες, με μπόλικο αλάτι και ένα δάσος από οδοντογλυφίδες. Και με την εσάνς του ούζου να αιωρείται στην ατμόσφαιρα γίνονταν ακόμη πιο νόστιμες. Δεν μας τις παίρνανε συχνά: «Θα σου κοπεί η όρεξη!», ήταν η επίσημη δικαιολογία (αν και τα οικονομικά ήταν μία ακόμη σκέψη) – και πράγματι χρειαζόταν μπόλικη όρεξη για να φας το σπανακόρυζο, φυσικά φίσκα στις  βιταμίνες,  που σε περίμενε στην κατσαρόλα στο σπίτι.

Δίπλα στο μπαρ, πάνω στην άμμο, ήταν στημένα τα ποδοσφαιράκια,  οι παίκτες τους φρεσκοβαμμένοι κάθε σεζόν. Με τους φερέλπιδες της εποχής, γυμνασμένα κορμιά, μπριγιαντίνη στα μαλλιά –και αραιά και πού κανένα άτεχνο τατουάζ, αυστηρά στο μπράτσο (είχε κάνει φυλακή; μήπως είχε μπαρκάρει;)– να παίζουν παθιασμένα, εντυπωσιαζόμαστε. Επιτρεπόταν να παρακολουθήσουμε, αλλά όχι από πολύ κοντά, γιατί θα τους χαλάγαμε τις χορογραφίες τους. Πιο εκεί, πάνω σε ένα ειδικό βάθρο βρισκόταν ο βασιλιάς των παιχνιδιών, το φλιπεράκι,  με τα φαντασμαγορικά φώτα και τους διαστημικούς ήχους του. Μερικοί, παίζοντας,  έκαναν μαζί του έρωτα τόσο βίαια που δεν τους ένοιαζε αν εκείνο ανταποκρινόταν με  διαρκή TILT.

Η Πλαζ χωριζόταν στα δυο από έναν μεγάλο πόντε, μια ογκώδη, ψηλή, ξύλινη κατασκευή. Κάθε πλευρά της Πλαζ είχε τους φανατικούς θιασώτες της, και σπάνια έβλεπες ξένους στην πλευρά σου. Πάνω στον πόντε οι λουόμενοι έκαναν ηλιοθεραπεία – κυρίως κάτι μεσήλικες κυρίες, πιθανώς ανεπάγγελτες, που είχαν γίνει φρύγανα πριν καλά καλά μπει το καλοκαίρι, και στις οποίες ο ήλιος είχε χαρίσει μερικές παραπάνω ρυτίδες από εκείνες που δικαιούνταν. Πού και πού κατέβαιναν τις σκάλες με περισσή χάρη για να βραχούν, να ξανανέβουν κατόπιν και να συνεχίσουν να ψήνονται, μια και το χρώμα ήταν δείγμα υγείας και ευρωστίας.

Στη μία άκρη του πόντε, στα βαθιά, γινόταν ένας αέναος διαγωνισμός καταδύσεων. Εκεί φτωχοί και πλούσιοι διαγωνίζονταν επί ίσοις όροις.  Οι πιο χοντροί εξ ανάγκης διάλεγαν άλλον τύπο επίδειξης: γινόντουσαν μία μπάλα, ορμούσαν και έσκαγαν σαν βόμβα στη θάλασσα, κερδίζοντας για λίγο μια δημοσιότητα που δεν θα μπορούσαν να καταφέρουν αλλιώς. Πολλοί από τους βουτηχτές είχαν κόκκινα σημάδια στην κοιλιά, που φεύγανε καθώς οι βουτιές τους βελτιώνονταν. Ανάμεσα σε όλους αυτούς και εμείς,  η μαρίδα.

Η θάλασσα της Πλαζ δεν ήταν πολλών αστέρων, τουλάχιστον στα ρηχά όπου κολυμπούσαν οι περισσότεροι. Βράχια και σιχαμερά γκρίζα φύκια, σαν τα ψαρά γένια του Ποσειδώνα, που έκρυβαν τίς οίδε πόσα τρομερά θαλάσσια τέρατα. Πιο πέρα όμως, στα άπατα, στα βαθιά, το νερό γινόταν λαγαρό και τυρκουάζ. Απόλαυση να κολυμπάς μέχρι που ξαφνικά σε σταματούσε ένα χοντρό συρμάτινο δίχτυ που περιέκλειε την Πλαζ. Χρόνια πριν, εκεί στην Πλαζ, ένας πόρφυρας, ένας καρχαρίας δηλαδή, είχε κατασπαράξει μία κοπέλα, τη Βάντα. Από τότε η θάλασσα της Πλαζ έπαψε να είναι ξέφραγο αμπέλι για τα θαλάσσια κήτη – αν και  η φαντασία των παιδιών οργίαζε. Το όνομα «Βάντα», ωστόσο, στοίχειωσε, και αποτελούσε το φόβητρο που χρησιμοποιούσαν οι μαμάδες για να μην ξεμακραίνουν τα βλαστάρια τους: «Θα σε φάει ο καρχαρίας, όπως τη Βάντα!», και μάλιστα χωρίς την προηγούμενη επιφάνεια του νιου του Διονυσίου Σολωμού.

Μετά το μπάνιο στριμωχνόμαστε οικογενειακώς στην καμπίνα, όπου στις κρεμάστρες  στοιβάζονταν τα ρούχα του υπόλοιπου λαού. Μπορούσες,  ανάλογα με τη σύνθεση των ρούχων, να διακρίνεις το άρωμα γυναίκας, καμία φορά ανακατωμένο με φτηνή κολόνια, την ξινή μυρωδιά της φανέλας του μεροκαματιάρη, την αψιά ανάσα της εφηβείας.

Οι καμπίνες ήταν η αδιαμφισβήτητη  επικράτεια του  Φίλη και της κυρίας Πελαγίας, το ζεύγος των μαυριδερών καμπινιέρηδων. Ο Φίλης ήταν ο απόλυτος κλειδοκράτορας, ζωσμένος με μία αρμαθιά κλειδιά σαν δεσμοφύλακας. Αν σε συμπαθούσε (ή θυμόταν ότι έδινες καλό πουρμπουάρ) σου άνοιγε μία λιγότερο φορτωμένη καμπίνα. Στα μπράτσα του ήταν ζωσμένα δεκάδες ρολόγια των λουομένων που του τα εμπιστεύονταν για να μην τα βρέξουν και τα χαλάσουν. Η κυρία Πελαγία είχε κύριο καθήκον να γλιστρά λεκάνες με γλυκό νερό κάτω από τις καμπίνες. Η οικογενειακή ιεραρχία δεν παραβιαζόταν ποτέ μέσα στην καμπίνα· πρώτα έπλενε τα πόδια της από τους άμμους η μητέρα και μετά εμείς, μέσα στη θολούρα που είχε σχηματιστεί στη λεκάνη.

Στο λεωφορείο ο λαός ήταν χαρούμενος, αν και σχεδόν πάντα παστωμένος. Η θάλασσα είχα κάπως απαλύνει την αψάδα που έβγαινε από τις μασχάλες των επιβατών που κρατούσαν τις χειρολαβές, αλλά τόσα χρόνια μετά εκείνη η μυρωδιά του λεωφορείου το οποίο επέστρεφε το λαό από τα μπάνια του αιωρείται στα ρουθούνια μου. Από όλη την διαδρομή, μια στάση μου έχει μείνει εντυπωμένη: Πλατεία Αγάμων.  Γιατί άραγε θα έπρεπε να τιμήσουν τα ορκισμένα μπακούρια, βαφτίζοντας έτσι μια πλατεία; αναρωτιόμουν. Μέχρι να το λύσω είχαμε φθάσει. Κατεβαίναμε στο τέρμα, έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τις πατάτες γιαχνί, το σπανακόρυζο, τη φασολάδα, ή σπανιότερα το κρέας. Με τέτοια πείνα, τούτες πλέον ήταν λεπτές διακρίσεις.

***

Αυτά ήταν τα μπάνια του λαού τότε· και έτσι έμειναν για πολλά χρόνια, κορμός των καλοκαιρινών διακοπών της υπάρχουσας τάξης. Τον Ιούλιο του 1987, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου βρισκόταν στο απόγειο της παντοδυναμίας του (η προπαγανδιστική χρήση της «παντοδυναμίας» δεν είχε ακόμη εφευρεθεί· λεγόταν ετυμηγορία του λαού και γινόταν σεβαστή, με τα καλά και τα κακά της), ορισμένοι στην αυλή του προσπάθησαν να τον πείσουν να επισπεύσει τις εκλογές «για το καλό της πατρίδας, για εθνικούς λόγους», δηλαδή για να επανεκλεγούν ανετότερα, όπως νόμιζαν. Ο Αντρέας, πονηρή αλεπού,  δεν μάσησε: «Ε, δεν θα χαλάσουμε τα μπάνια του λαού!»  είπε, μία χαρακτηριστική της εποχής φράση που έμεινε στην Ιστορία. Έκανε τις εκλογές το φθινόπωρο, μετά τα μπάνια, όταν ο λαός είχε ακόμη την αισιοδοξία της δροσιάς της θάλασσας, τις οποίες ξανακέρδισε για τρίτη φορά.

***

Ο απελθών πρωθυπουργός δεν ήταν σε θέση να δώσει στο λαό παρόμοια υπόσχεση. Η απλή αναλογική, με την οποία ο ροζ στρατός έκαψε τα σπαρτά υποχωρώντας,  φρόντισε γι’ αυτό, τεντώνοντας αχρείαστα τον εκλογικό χρόνο με κόστος 400 εκατομμύρια ευρώ. Επιπλέον, η πλεύση ΙΧ κομμάτων προς τις επόμενες εκλογές μπορεί να παρατείνει ακόμη περισσότερο τη «γιορτή της δημοκρατίας», ποτέ τζάμπα. Οι διαρροές προς τις παραλίες ενέχουν πάντα κίνδυνο για τον πρώτο, τον σχεδόν σίγουρο· αλλά ποτέ κανείς δεν ξέρει. Ίσως η γραφή στον τοίχο, το σύνθημα που είδα τις προάλλες και με αναστάτωσε γιατί πολεμούσε με τα πολεμοφόδια του αντιπάλου, να θέλει κάτι να μας πει: «Κάλλιο Κούλη και στο χέρι, παρά χάος το καλοκαίρι».

Ενίοτε ο σοφός λαός βρίσκεται αλλού από εκεί που τον ψάχνουμε.

Γιώργος Ναθαναήλ

Έχει σπουδάσει στο Yale και στο New York University, επί  προέδρων Τζέραλντ Φόρντ, Τζίμι Κάρτερ και Ρόναλντ Ρέιγκαν. Αφότου επέστρεψε εργάζεται ως σύμβουλος επιχειρήσεων, κυρίως στον τομέα της τεχνολογίας, και γράφει για κακώς κείμενα, βιβλία που έχει διαβάσει, και αιχμές της τεχνολογίας.
 
 
 
 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.