Ήδη από την πρώτη γραμμή άφησα να εννοηθεί ότι το κόμμα Νίκη εντάσσεται στο φαινόμενο του λαϊκισμού, καθώς στις προγραμματικές θέσεις του εντοπίζονται όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του. Είναι σαφές ότι το φάντασμα του λαϊκισμού δεν πλανάται μονάχα πάνω από το ελληνικό πολιτικό σύστημα αλλά απ’ όλες τις δυτικές δημοκρατίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι αιτίες που τον διαμορφώνουν είναι παντού ίδιες. Ωστόσο, επειδή ο όρος χρησιμοποιείται κάπως καταχρηστικά στον δημόσιο διάλογο, χωρίς να δίνεται ένας ξεκάθαρος ορισμός για το τι είναι εντέλει ο λαϊκισμός, είτε χάνει οποιαδήποτε θεωρητική βαρύτητα είτε καταντά μια κατηγορία που εκτοξεύουν τα κόμματα για τις θέσεις των αντιπάλων τους.
Ξεκινώντας, λοιπόν, από τον πυρήνα του λαϊκισμού, μπορούμε με αρκετή ασφάλεια να ισχυριστούμε ότι, παρά τις πολυποίκιλες εκφάνσεις του, βασική καύσιμη ύλη του είναι ο αντικαθεστωτισμός ή αντισυστημισμός, δηλαδή η ρήξη μ’ ένα προϋπάρχον διεφθαρμένο καθεστώς, στο οποίο κυριαρχούν οι «κακές ελίτ», λειτουργώντας εις βάρος του «καλού λαού». Πιο συγκεκριμένα, ο αντικαθεστωτισμός στην πατρίδα μας παραμένει, όπως διαφαίνεται και από τις εξελίξεις, ένα διόλου ευκαταφρόνητο φαινόμενο, ίσως και ο πιο εύκολος τρόπος για να χτιστούν πολιτικές καριέρες· αυτό που έχει αλλάξει είναι ο πολιτικός του διαμοιρασμός, καθώς τόσο από τα αριστερά όσο και από τα δεξιά έχουν δημιουργηθεί ακροατήρια μικρότερων κόμματων τα οποία ήταν αρχικώς είτε ενσωματωμένα στον ΣΥΡΙΖΑ είτε στη ΝΔ και παλαιότερα στο ΛΑΟΣ. Βέβαια, ο λαϊκισμός σαν φαινόμενο ξεπερνά τους συμβατικούς πολιτικούς διαχωρισμούς Δεξιάς/Αριστεράς, για τούτο και θα ήταν ωφέλιμο να εξετάζεται γενικότερα ως αυτοτελές φαινόμενο που ενδημεί εντός των δυτικών δημοκρατιών. Στην πραγματικότητα, κάθε αντίδραση από τα περισσότερα κόμματα στην Ελλάδα φορά τον μανδύα του αντισυστημισμού και αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές την περίοδο της πανδημίας, όπου ετερόκλητες δυνάμεις προσπαθούσαν να αλιεύσουν υποστηρικτές πουλώντας το αποκαλυπτικό αφήγημα μιας δήθεν «προσχεδιασμένης υγειονομικής κρίσης» που δημιουργήθηκε για εξυπηρέτηση των ελίτ, αφήγημα που συνεχίζεται να αναπαράγεται από τα δεξιά κυρίως όσον αφορά τη δήθεν καταπάτηση πολιτικών ελευθεριών. Στη συνέχεια, κάθε κρίση αντιμετωπίστηκε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης με καθαρά αντισυστημικό χαρακτήρα, είτε επρόκειτο για τις φωτιές, είτε για τα ελληνοτουρκικά μέσω των ψυχολογικών επιχειρήσεων (psy ops και fake news), είτε για το δυστύχημα στα Τέμπη. Επί παραδείγματι, το εκ πρώτης όψεως αθώο σύνθημα «δεν ήταν ατύχημα ήταν δολοφονία» υπονοούσε ότι υπάρχει ένα καθεστώς στη χώρα μας που βάλλει σκοπίμως εναντίον των νέων· ας θυμηθούμε εδώ και τα επεισόδια πριν από τρία χρόνια στη Νέα Σμύρνη με παρόμοια συνθηματολογία.
Κινητήριος δύναμη αυτών των δυνάμεων είναι, όπως βλέπουμε, η ρήξη με ένα προϋπάρχον διεφθαρμένο καθεστώς, το οποίο υποστηρίζουν μόνο οι «βολεμένοι» και οι «διεφθαρμένοι», ενώ οι «αγνοί πολίτες» εκπροσωπούνται αποκλειστικά από τις δυνάμεις του λαϊκισμού. Σ' αυτό το σημείο εντοπίζεται ένα ακόμα πυρηνικό στοιχείο του, που θεωρεί ότι η σύγκρουση και ο φατριασμός είναι ενδημικά στοιχεία της δημοκρατίας, για τούτο και αυτές οι δυνάμεις ταξινομούν τον πολιτικό κόσμο με το δίπολο «ελίτ» και «απλός κόσμος» ή «λαός», ως έναν ανταγωνισμό ισχύος μεταξύ των δύο. Αυτή η ρητορική καταστρέφει τον πλουραλισμό μιας λειτουργικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, καθώς αντιλαμβάνεται το πολιτικό παιχνίδι στο πλαίσιο μιας διαπάλης μεταξύ «καλών» και «κακών», «λαού» και «ελίτ», και όχι ως ένα είδος διαβούλευσης όπου διακινούνται πολλές και διαφορετικές απόψεις με απώτερο στόχο το χτίσιμο ευρείας συναίνεσης. Σ’ αυτό το σημείο, οι απρόσκοπτες πολιτικές ζυμώσεις των «συστημικών» κομμάτων αντιμετωπίζονται με εχθρότητα, καθώς οι λαϊκιστές τις εκλαμβάνουν ως υποκριτικό παιχνίδι με στόχο την απομύζηση του αγνού λαού και τον τραυματισμό των συμφερόντων του. Υπ’ αυτή την έννοια, οι λαϊκιστές στοχεύουν στην αντικατάσταση των πολιτικών κομμάτων από άλλου τύπου αντιπροσωπευτικούς φορείς, υποτίθεται πιο «άμεσους» και «δημοκρατικούς», κάτι που παρατηρούμε να προτάσσει και το κόμμα Νίκη στον αντικειμενικό του σκοπό.[1] Λέξεις ή φράσεις κλειδιά όπως «τα κόμματα βλάπτουν σοβαρά την Ελλάδα», «από τον Λαό, με τον Λαό, για τον Λαό» εντοπίζονται στις προγραμματικές θέσεις του και το κατατάσσουν στα πλέον λαϊκιστικά κόμματα του ελληνικού πολιτικού συστήματος, κάτι που πρέπει να ανησυχήσει τις υγιείς πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Επιπλέον, η συνεχόμενη ανάδυση παρόμοιων κομμάτων και η ανακύκλωση του συγκεκριμένου ιδεολογικού ακροατήριου υποδηλώνουν την ύπαρξη ενός ξεκάθαρα αντιπολιτικού στρώματος στην ελληνική κοινωνία, το οποίο ψάχνει διακαώς τρόπους αντιπροσώπευσης με στόχο να την καταστρέψει. Οι αμεσοδημοκρατικές προτάσεις του συγκεκριμένου κόμματος δεν συνυφαίνονται με μια άμεση δημοκρατία αλλά με ένα κίνημα που θα αποκτήσει ευρεία απήχηση, θα αναλάβει την εξουσία, υποσχόμενο την κατάργηση των αντίπαλων κομμάτων, άρα της πολυφωνίας, μεταμορφώνοντας την ίδια την έννοια της αντιπροσώπευσης, η οποία από έμμεση θα γίνει υποθετικά πιο άμεση. Άρα, ακόμα και οι προτάσεις που φαντάζουν οιονεί αμεσοδημοκρατικές είναι στην πραγματικότητα μια απόπειρα μεταμόρφωσης της αντιπροσώπευσης, φυσικά προς το χειρότερο, μια και η πλειοψηφία που θα έδινε την εξουσία σε ένα λαϊκιστικό κόμμα αυτού του είδους θα λειτουργούσε καταπιεστικά προς τα υπόλοιπα τμήματα του εκλογικού σώματος που δεν θα εμπνέονταν από το δικό του πολιτικό πρόγραμμα.
Εν κατακλείδι, εικάζω πως η παρουσία του κόμματος Νίκη θα μας προβληματίσει ακόμα περισσότερο στο μέλλον και αυτό διότι, πέρα από τα λαϊκιστικά χαρακτηριστικά του, αποτελεί τον δούρειο ίππο του ρωσικού παράγοντα στην πατρίδα μας, ο οποίος, παρότι έχει διασυνδέσεις και κανάλια επικοινωνίας με κάποια από τα υπάρχοντα κόμματα, προσπαθεί να ενδυθεί μια σοβαρή, «πατριωτική» φορεσιά, με στόχο να επηρεάσει τον πολιτικό προσανατολισμό της Ελλάδος, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την τοποθέτησή της στον δυτικό κόσμο.