Ας βάλουμε στην άκρη ότι με τον ΣΥΡΙΖΑ μάς χωρίζει άβυσσος, αξιακή και πολιτική, και ας δούμε τον πολιτικό ρόλο που έχει αναλάβει. Έβρος: συντάχθηκαν με την επιχείρηση αποσταθεροποίησης της χώρας μέσω των μεταναστευτικών πιέσεων. Πανδημία: δημιουργούσαν συνεχώς εντάσεις, υποτιμούσαν τις προσπάθειες της χώρας για την αντιμετώπιση της πανδημίας, διοργάνωναν κινητοποιήσεις, διέδιδαν fake news και στοχοποίησαν επιστήμονες. Ενδεικτικά για τα εξοπλιστικά: καταψήφισε την αγορά έξι επιπλέον Ραφάλ, καταψήφισε τη συμφωνία με Γαλλία. Psy ops: όλος ο κομματικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ αναπαρήγαγε τα fake news με την άταφη Μαρία, ενώ στελέχη του διασύρουν διεθνώς τη χώρα μας για δήθεν εγκληματική μεταναστευτική πολιτική. Δεν βάζω καν στο τραπέζι τις απόψεις τους για τα πανεπιστήμια, την αστυνομία και τη ρωσική εισβολή. Υπάρχει περιθώριο συνεννόησης; Ρητορικό ερώτημα.
Πάμε στο ΠΑΣΟΚ. Εδώ το χάσμα δεν είναι τόσο μεγάλο, ωστόσο παραμένει αγκυλωμένο σε ιδεοληψίες του παρελθόντος, όπως η μη κατάργηση του άρθρου 16 που θα άνοιγε το δρόμο για τον εκσυγχρονισμό της ανώτατης εκπαίδευσης –πράγμα αυτονόητο για τα υπόλοιπα σύγχρονα κράτη–, ενώ έχει κατακρίνει και την ελάχιστη βάση εισαγωγής, χρησιμοποιώντας παρόμοια κριτική κατά της ΝΔ με εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ. Παρατηρήσαμε και εσχάτως την αποστροφή του για οποιαδήποτε κυβέρνηση συνεργασίας με πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη, κάτι που είναι αρκετά προβληματικό, από τη στιγμή που ο λαός έδωσε στον Μητσοτάκη ένα πρωτόγνωρο –για τα πολιτικά δεδομένα της εποχής– ποσοστό. Το περιθώριο συνεννόησης και εδώ δεν είναι ικανοποιητικό.
Όπως παρατηρούμε, η ιδιαίτερη ανθρωπογεωγραφία του πολιτικού μας συστήματος δεν ευνοεί τη δημιουργία κυβερνήσεων συνασπισμού, και αυτό δεν είναι κάτι απαραίτητα κακό. Η βασική αποστολή τους είναι να καλύπτουν το κυβερνητικό κενό, όταν δεν προκύπτει κυβέρνηση έπειτα από μια εκλογική διαδικασία, και να διαχειρίζονται περιόδους κρίσεων. Επιπλέον, η βασική αδυναμία αυτών των κυβερνητικών σχηματισμών είναι η αργή διαδικασία λήψης αποφάσεων και, με το χάσμα που παρατηρείται στις τρεις μεγάλες πολιτικές δυνάμεις, κάτι τέτοιο θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια σε ένα περιβάλλον ανασφάλειας, ρευστότητας και ασυνεννοησίας. Όποιος λοιπόν προτείνει κυβερνήσεις συνεργασίας αυτή την περίοδο είτε εθελοτυφλεί, παραβλέποντας τις αγεφύρωτες διαφορές των κομμάτων, είτε υποβόσκει ένας λανθάνων αντιμητσοτακισμός, όπου με όχημα την κουλτούρα συνεργασίας επιχειρείται η απομείωση της αυτοδυναμίας του Μητσοτάκη. Ας αναρωτηθούμε επίσης, ποιους γείτονες θα ευνοούσε κάτι τέτοιο αλλά και ποιος εγχώριος παράγοντας έχει ενοχληθεί από την ταύτιση της Ελλάδος με τη Δύση και την Ουκρανία. Δεν είναι η κατάλληλη ώρα λοιπόν για εσωστρέφεια· ούτε πρέπει να ζηλεύουμε κυβερνητικά μοντέλα όπως αυτό της Γερμανίας, δεν ζούμε στην ίδια περιοχή και οι ανάγκες είναι διαφορετικές.
Το ζητούμενο για κάθε κυβέρνηση είναι η αποτελεσματικότητα και η γρήγορη λήψη αποφάσεων· αυτό, στο δικό μας πολιτικό σύστημα, μπορεί να επιτευχθεί μονάχα μέσα από την ισχυρή αυτοδυναμία ενός κόμματος, το οποίο δεν θα αναλώνεται σε ατέρμονες διαβουλεύσεις για κάθε νομοσχέδιο με τους εταίρους του. Αυτό μπορεί κάλλιστα να γίνει μέσω του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Δεν βρισκόμαστε σε μια ήρεμη γειτονιά ούτε το διεθνές περιβάλλον ευνοεί τάσεις εσωστρέφειας, αντιθέτως, αυτό που ζητούν οι πολίτες είναι αποτελεσματικότητα, επιτάχυνση των διαδικασιών και εξωστρέφεια. Για τούτο και βρίσκω, προσωπικά, οποιαδήποτε συζήτηση για την κουλτούρα συνεργασίας στην παρούσα φάση εξαιρετικά ύποπτη.