Στις εκλογές του Οκτωβρίου 2009, το νεοναζιστικό μόρφωμα του Μιχαλολιάκου λαμβάνει 19.624 ψήφους, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 0,29%. Με τον «εκλογικό σεισμό» του Μαΐου 2012, οι νεοναζί έλαβαν 440.894 ψήφους και τα ποσοστά τους εκτινάχθηκαν στο 6,97%, γεγονός που τους επέτρεψε να βγάλουν 21 έδρες στην ελληνική Βουλή, καθιστώντας την Ελλάδα το μόνο κράτος με καθαρά νεοναζιστικό κόμμα μέσα στο Κοινοβούλιό της. Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις εκλογές του 2012, η Χρυσή Αυγή έλαβε 426.025 ψήφους, που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 6,92% - τότε έβγαλε 18 έδρες. Δεκαπέντε μήνες μετά, χρυσαυγίτης συνεπικουρούμενος από ομοϊδεάτες του, δολοφονεί τον Παύλο Φύσσα, ενώ λίγες μέρες μετά, ασκήθηκαν ποινικές διώξεις όχι μόνο κατά του φυσικού αυτουργού του φόνου και όσων τον συνεπικουρούσαν την ώρα της διάπραξής του, αλλά και εναντίον της ηγετικής ομάδας της εγκληματικής οργάνωσης. Τον Ιανουάριο του 2015, πάρα το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή έλαβε λιγότερες ψήφους, δηλαδή 388.387, αυτές αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 6,28%, ελάχιστα μικρότερο δηλαδή από το προηγούμενο, γεγονός που της επέτρεψε να εκλέξει 17 βουλευτές, πλην όμως –κι αυτό ήταν το εξαιρετικά δυσάρεστο– οι νεοναζί ήταν το τρίτο κόμμα στην ελληνική Βουλή. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, οι ψήφοι που έλαβαν οι νεοναζί ήταν κατά τι λιγότεροι, δηλαδή 379.322, το ποσοστό τους ωστόσο ήταν μεγαλύτερο, έφτασε στο 6,99% και ήταν αρκετό για να εκλεγούν 18 βουλευτές. Τον Ιούλιο του 2019, η Χρυσή Αυγή έλαβε 165.620 ψήφους, συγκέντρωσε ποσοστό 2,93% και έμεινε, επιτέλους, εκτός ελληνικής Βουλής. Αφού την τετραετία 2015-19 η δίκη των ηγετών της οργάνωσης κωλυσιεργούσε και συνεχώς με γελοίες προφάσεις ελάμβανε αναβολές, τελικώς επισπεύστηκε και, στις 22 Οκτωβρίου 2020, ανακοινώθηκε η ετυμηγορία του δικαστηρίου που χαρακτήριζε τη Χρυσή Αυγή εγκληματική οργάνωση και επέβαλλε βαριές ποινές στην ηγετική της ομάδα.
Αυτή η σύντομη αναδρομή ήταν αναγκαία για να δούμε λίγο την πορεία αυτού του ναζιστικού κόμματος μέσα στα ταραγμένα 15 χρόνια της ελληνικής κρίσης. Εν πρώτοις, έχει ενδιαφέρον να δούμε ότι ο φόνος του Παύλου Φύσσα και οι συλλήψεις των ηγετικών μελών της οργάνωσης δεν είχαν ιδιαίτερο αντίκτυπο σε πρώτη φάση, αν και, από τον Ιούνιο του 2012 ώς το 2015, οι νεοναζί έχασαν περίπου 40.000 ψήφους τον Ιανουάριο του 2015 κι άλλες 10.000 ψήφους τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, στις εκλογές μετά το δημοψήφισμα. Από την άλλη, μετά τον Μάιο του 2012, η πορεία του νεοναζιστικού μορφώματος είναι σαφώς καθοδική σε απόλυτο αριθμό ψήφων. 60.000 ψήφοι έφυγαν από τη Χρυσή Αυγή από τον Μάιο του 2012 ώς τον Σεπτέμβριο του 2015 ενώ, φτάνοντας στον Ιούλιο του 2019, αθροίστηκαν σε περίπου 276.000 ψήφους. Άρα, ήδη από το 2012 ώς το 2019 είχαμε περίπου 276.000 ψηφοφόρους οι οποίοι, ενώ είχαν επιλέξει στην κάλπη τη Χρυσή Αυγή τον Μάιο του 2012, ώς τον Ιούλιο του 2019 επέλεξαν ή ψήφισαν κάτι άλλο.
Ουσιαστικά τα ζητήματα που κατά καιρούς τέθηκαν για τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής δεν είναι, κατά κύριο λόγο, πολιτικά. Εμπίπτουν, ως επί το πλείστον, στην ηθικολογία. Όλα φυσικά ξεκινούν από το ερώτημα: «θέλει η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, το ΜέΡΑ25 κ.λπ. τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής;» Νομίζω πως ο διαχωρισμός ανάμεσα στον ψηφοφόρο της Χρυσής Αυγής και τον νεοναζί/χρυσαυγίτη είναι, σε κάποιες περιπτώσεις, υπαρκτός. Όπως, προφανώς, δεν θεωρεί κάνεις πως από το 2012 και μετά ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των συμπατριωτών μας εγκολπώθηκε τα ιδεώδη της ριζοσπαστικής Αριστεράς και, προς τούτο, προσχώρησε στον ΣΥΡΙΖΑ – όπως αντίστοιχα είναι νόμιμο να σκεφτούμε ότι δεν ξύπνησαν ένα πρωί 440.000 πολίτες με το όνειρο να δουν να αναβιώνει στην Ελλάδα το Τρίτο Ράιχ. Τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής είχε ψηφίσει και τα δύο θεωρούμενα συστημικά κόμματα ώς το 2012.
Ουσιαστικά, δηλαδή, η ψήφος στην εγκληματική συμμορία Χρυσή Αυγή ήταν μια ακραία έκφραση αυτού που ορίστηκε ως αντισυστημική ψήφος. Ήταν ψήφος τιμωρητική του συστήματος που «μας είχε χρεοκοπήσει». «Να μπει στη Βουλή η Χρυσή Αυγή, να σφίξουν οι κώλοι», άκουγες να λένε άνθρωποι που, πριν όχι πολλά χρόνια, επικροτούσαν με την ίδια κατακλείδα την ύπαρξη και τη δράση της 17 Νοέμβρη: για να σφίξουν οι κώλοι.
Προφανώς δεν ισχυρίζομαι ότι επρόκειτο για πολίτες οι οποίοι εμπνέονταν από τα νάματα της Δημοκρατίας. Όπως, προσφυώς, παρατήρησε πρόσφατα σε τηλεοπτική εκπομπή ο Μάκης Βορίδης, «δεν ξέρω αν είναι φασίστες, πάντως δεν έχουν πρόβλημα να ψηφίζουν φασίστες». Είναι σαφές λοιπόν ότι η μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής, εκείνοι που την ψήφισαν έστω και για μία φορά το 2012, είχε μετακινηθεί σε κάποιο άλλο κόμμα ώς το 2019. Τότε; Γιατί άνοιξε ξανά αυτή η συζήτηση;
Όλα έχουν να κάνουν, για ακόμα μια φορά, με τη διγλωσσία του ΣΥΡΙΖΑ. Από τη μία, διάφορα στελέχη του, θέλοντας να υπερθεματίσουν σε αντιφασιστική διάθεση, έκαναν ό,τι οι φανατικοί προτεστάντες και οι ανάλγητοι ιεροεξεταστές: ταύτιζαν τον αμαρτωλό με το αμάρτημά του, άρα εκείνον που, έστω μια φορά, ψήφισε Χρυσή Αυγή με τον νεοναζισμό. Συνεπώς, επρόκειτο για βδελύγματα, για μιάσματα, για ψηφοφόρους που έπρεπε να εξαφανιστούν, να εξαερωθούν, αν αυτό ήταν δυνατόν. Από την άλλη, βεβαίως, δεν είχε κανένα πρόβλημα να συναριθμεί τις ψήφους των βουλευτών της εγκληματικής οργάνωσης, στη Βουλή, προκειμένου π.χ. να αλλάξει τον εκλογικό νόμο.
«Θέλει η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, το ΜΈΡΑ25 κ.λπ. τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής;» Για να καταλάβουμε πόσο κάλπικο είναι το συγκεκριμένο ερώτημα, ας δοκιμάσουμε να το αλλάξουμε. «Θέλει η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, το ΜΈΡΑ25 κ.λπ. τις ψήφους όσων φοροδιαφεύγουν, όσων περνάνε με κόκκινο, όσων παρκάρουν σε θέσεις αναπήρων, όσων έχουν κακοποιητικές συμπεριφορές;» Ποια θα μπορούσε να είναι εδώ η απάντηση; «Οι ψήφοι δεν έχουν χρώμα», είχε πει κάποτε μία ψυχή. Σωστά. Αλλά δεν είναι και τόσο απλό το πράγμα.
Οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων εβδομάδων δείχνουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ πρόκειται να γνωρίσει βαριά ήττα στις εκλογές του Μαΐου 2023. Αυτό αυτομάτως δημιούργησε πανικό. Συνεπώς, όλες οι ψήφοι, και των άλλοτε ψηφοφόρων της νεοναζιστικής οργάνωσης, έγιναν ευπρόσδεκτες. Να σου λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ να μην ψηφίσει την τροπολογία που εμπόδιζε την κάθοδο του κόμματος Κασιδιάρη στις προσεχείς εκλογές, να σου ο Τσίπρας –εξακολουθώντας να ταυτίζει τον αμαρτωλό με το αμάρτημα του– να προσφέρει το καθαρτήριο του ΣΥΡΙΖΑ προς άφεσιν αμαρτιών στους πεπλανημένους. Και από κοντά, ο Κασιδιάρης, ο Μπαρμπαρούσης και πάει λέγοντας, να δίνουν γραμμή υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.
Το πολιτικό ζήτημα, έθεσε στη σωστή του διάσταση ο Μάκης Βορίδης στην πρόσφατη τηλεοπτική του εμφάνιση, στην οποία αναφερθήκαμε και παραπάνω.
Ερώτηση: Είναι πολιτικά σωστό να διεκδικείτε ψήφους από όλο το φάσμα ούτως ώστε να έρθουν σε εσάς;
Βορίδης: Σας το ξαναλέω, κάνετε μια απλούστευση η οποία μετακινεί το θέμα σε ένα ναι, ή ένα όχι. Επαναλαμβάνω, είναι θεμιτό σε εμένα να διεκδικήσω τους ψηφοφόρους του ΚΚΕ; Βεβαίως. Άμα αρχίσω και υμνώ τον Στάλιν καλά κάνω για να διεκδικήσω τους ψηφοφόρους του ΚΚΕ; Η απάντηση είναι όχι. Το ενδιαφέρον εδώ είναι πως, εάν κάποιος βάζει ένα ερώτημα θεωρητικό, «μπορεί κάποιος να διεκδικεί ψηφοφόρους γενικώς;», η απάντηση φυσικά είναι ναι. Το ερώτημα είναι: «δεν θα ψηφίζω την τροπολογία για να κερδίζω τους ψηφοφόρους;» Άρα, από εκεί ξεκινάει το πρόβλημα. Το κρίσιμο λοιπόν [στο ερώτημα εάν είναι ευπρόσδεκτοι οι ψηφοφόροι του Κασιδιάρη στη ΝΔ] είναι το εξής: εάν είναι να μετακινήσω τον πολιτικό μου λόγο ώστε να πάω να ταυτιστώ με τον Κασιδιάρη για να διεκδικήσω αυτόν τον ψηφοφόρο, σας λέω όχι. Εάν είναι να μην ψηφίσω τις τροπολογίες που αποκλείουν τον Κασιδιάρη, για να πάω να διεκδικήσω αυτόν τον ψηφοφόρο, σας λέω όχι.
Ο ΣΥΡΙΖΑ απομονώνεται ακόμα περισσότερο από το δημοκρατικό τόξο, πληρώνοντας την ηθικολογία που ο ίδιος εισήγαγε σε αυτό το βαθμό στην πολιτική ζωή της χώρας. Αποδεικνύοντας φυσικά κάτι που, πολλές φορές, επιβεβαιώνεται από την ίδια τη ζωή: ότι, δηλαδή, οι περισσότεροι ηθικολόγοι είναι συνήθως ανήθικοι. Γιατί το ζήτημα δεν είναι αν διεκδικεί τους άλλοτε ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής, αλλά το ότι επεδίωξε, και επιδιώκει συνειδητά όσο και κυνικά, να τους προσεγγίσει, είτε καταψηφίζοντας την τροπολογία εναντίον του κόμματος Κασιδιάρη με γελοίες προφάσεις είτε αντιμετωπίζοντάς τους ως αφελείς πεπλανημένους, στους οποίους πρόθυμα ετοιμάζεται να προσφέρει μια γλυκιά αγκαλιά η οποία θα τους απαλλάξει από τον σπίλο του ψηφοφόρου των νεοναζί και θα τους ντύσει με τον λευκό χιτώνα του Αριστερού Δημοκράτη. Θα μπορούσε να ήταν ακόμη και συγκινητικό, αν δεν ήταν γελοίο και, προπαντός, αν δεν ήταν επικίνδυνο.