Σύνδεση συνδρομητών

Αλέξης Τσίπρας, το βαρίδι του ΣΥΡΙΖΑ

Πέμπτη, 18 Μαϊος 2023 01:07
Ο Αλέξης Τσίπρας, ως δισκοβόλος του ευρώ, σε γελοιογραφία από τον Ιούνιο του 2015. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να παίζει ακόμα και σήμερα, τόσον καιρό μετά και σε τελείως άλλες συνθήκες, τα παλιά παιχνίδια που χαντάκωσαν τον ίδιο ενώ παραλίγο να χαντακώσουν και τη χώρα.
Peter Brookes / The Times
Ο Αλέξης Τσίπρας, ως δισκοβόλος του ευρώ, σε γελοιογραφία από τον Ιούνιο του 2015. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να παίζει ακόμα και σήμερα, τόσον καιρό μετά και σε τελείως άλλες συνθήκες, τα παλιά παιχνίδια που χαντάκωσαν τον ίδιο ενώ παραλίγο να χαντακώσουν και τη χώρα.

Ο Αλέξης Τσίπρας, το βαρίδι του ΣΥΡΙΖΑ: ακούγεται πολύ παράδοξο για ένα πολιτικό πρόσωπο που αναδείχθηκε στο ανώτατο αξίωμα του κόμματός του (2008) όταν αυτό είχε περίπου 5% (εκλογές 2007) και έφτασε να έχει 36% ενώ κυβέρνησε τεσσεράμισι χρόνια.

Όταν ο Αλέξης Τσίπρας ανέλαβε την προεδρία του Συνασπισμού, ο έως τότε πρόεδρος Αλέκος Αλαβάνος ήταν στα πάνω του. Ο Αλαβάνος είχε ανεβάσει το ποσοστό του Συνασπισμού-ΣΥΡΙΖΑ από το 3 στο 5% ενώ στη συνέχεια εκτίναξε εντυπωσιακά τα δημοσκοπικά του ποσοστά. Είχε βέβαια ένα «μείον», δεν είχε τον έλεγχο του κόμματός του, του Συνασπισμού. Ήταν πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, είχε καλές σχέσεις με τις άλλες οργανώσεις στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά δεν είχε την πλειοψηφία στην Κ.Ε. Αυτή την είχε το λεγόμενο Αριστερό Ρεύμα που προσπαθούσε να μην του λυθούν τα χέρια στις πολιτικές του πρωτοβουλίες. Τότε ο Αλαβάνος επέλεξε να αφήσει την προεδρία του Συνασπισμού και να μεταφέρει το βάρος στον ΣΥΡΙΖΑ. Έχρισε διάδοχό του στον Συνασπισμό τον Αλέξη Τσίπρα, ως πολιτικά αδύναμο πρόσωπο που θα του χρωστούσε ευγνωμοσύνη για την επιλογή αυτή. Ως πρόεδρος της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλαβάνος θεωρούσε ότι όταν η μεγαλύτερη συνιστώσα του, ο Συνασπισμός, θα είχε πρόεδρο έναν μη βουλευτή (τότε) και αδύναμο πολιτικά, τον Αλέξη Τσίπρα, ο ίδιος θα αποκτούσε, μέσω ΣΥΡΙΖΑ και όχι στην ΚΕ του Συνασπισμού, την απόλυτη ευχέρεια κινήσεων.

Τα αναφέρω αυτά μόνο και μόνο για να δείξω ότι η επιλογή του Τσίπρα δεν έγινε επειδή θεωρήθηκε ανερχόμενο στέλεχος, αλλά για τους ακριβώς αντίθετους λόγους: επειδή ήταν αδύναμος να αμφισβητήσει τον Αλαβάνο. Ο ίδιος ο Αλαβάνος είχε πάρει την πρωτοβουλία να αποχωρήσει από την προεδρία του Συνασπισμού. Τότε δεν τον αμφισβητούσε κανείς, κι ο ίδιος πρότεινε τον Τσίπρα για τους λόγους που προανέφερα.

Η συνέχεια στις σχέσεις Αλαβάνου-Τσίπρα είναι γνωστή. Κι η έκβασή της δεν σχετίζεται με τις «ικανότητες» του Τσίπρα: ξεκάθαρα κρίθηκε από τους εσωτερικούς συσχετισμούς στον Συνασπισμό. Το Αριστερό Ρεύμα προτιμούσε έναν αδύναμο Τσίπρα από έναν ισχυρό Αλαβάνο. Η αρχική εκλογή Αλαβάνου στην προεδρία του Συνασπισμού (2005) δεν ήταν επιλογή του Αριστερού Ρεύματος, τα στελέχη του οποίου, φοβούμενα ότι δύο υποψηφιότητες από τον ίδιο εσωκομματικό χώρο ίσως να ευνοούσε την εκλογή του Μιχάλη Παπαγιαννάκη, δεν επέμειναν σε καθαρά «δικό» τους υποψήφιο (Δραγασάκης, Λαφαζάνης ή και Τάσος Κουράκης) και σύρθηκαν αναγκαστικά πίσω από την υποψηφιότητα Αλαβάνου.    

Υπάρχει ένα επιπλέον στοιχείο που κράτησε τον Τσίπρα στην ηγεσία του Συσνασπισμού/ΣΥΡΙΖΑ. Με τις «συνιστώσες» του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στο στοιχείο του. Η πολιτική του συγκρότηση ταίριαζε απόλυτα με τον αριστερίστικο αχταρμά που συνάντησε. Από κόμμα του εκσυγχρονισμού (ύστερα από την αποχώρηση του ΚΚΕ), ο Συνασπισμός έφτασε, αναμειγνυόμενος με τους αριστεριστές, να κάνει αριστερή αναδίπλωση, ενισχύοντας τα αντιευρωπαϊκά του χαρακτηριστικά και φλερτάροντας με την πολιτική βία – πρώτα την εποχή της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και στη συνέχεια με το ρεύμα των «Αγανακτισμένων». Αυτά τα χαρακτηριστικά κούμπωσαν απόλυτα με την καινούργια «ταυτότητά» του, την αντιμνημονιακή. Και ο Τσίπρας βρέθηκε στο στοιχείο του. Αυτό μόνο ξέρει να κάνει, και αυτό έκανε.

Η εποχή των μνημονίων δημιούργησε ένα αντιμνημονιακό στρατόπεδο, κυρίως με τα Ζάππεια του Αντώνη Σαμαρά, και από ένα περιθωριακό χαρακτηριστικό το νομιμοποίησε και το  έκανε κεντρικό πολιτικό επίδικο. Όταν ο Σαμαράς, πρώτα την περίοδο της κυβέρνησης Παπαδήμου και κυρίως όταν έγινε πρωθυπουργός, «έφυγε» από το στρατόπεδο των αντιμνημονιακών, άφησε μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο που ο ίδιος είχε δημιουργήσει – και αυτό πέρασε στα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα.   

Η συγκυρία επιβράβευσε όχι τον Τσίπρα αλλά ένα ρεύμα δυσφορίας απέναντι στην αδυναμία των κομμάτων που κυβέρνησαν εναλλάξ τη χώρα κατά τη μεταπολίτευση να αντιμετωπίσουν την κρίση συγκροτημένα και αποτελεσματικά. Όσες χώρες μπήκαν σε καθεστώς μνημονίων έβγαιναν σε 2-3 χρόνια, στην Ελλάδα χρειάστηκαν τα διπλά – αν δεν ερχόταν ο ΣΥΡΙΖΑ, που τα έκανε τριπλά.

Όλη η περίοδος Τσίπρα χαρακτηρίστηκε από έναν λόγο επιθετικό, «δηλητηριώδη», καταστροφικό, ισοπεδωτικό, σε ένα περιβάλλον απολίτικου λαϊκισμού.

Η περίοδος της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δεν άφησε κανένα περιθώριο αναστοχασμού. Με όση απολυτότητα η ηγεσία του πρόβαλλε τις αντιμνημονιακές κορόνες, με άλλη τόση ασύγγνωστη έπαρση έγινε μνημονιακή. Ή μάλλον, συνέβησαν και τα δύο ταυτόχρονα και αυτάρεσκα. Τίποτα δεν άλλαξε αυτό το χαρακτηριστικό, ούτε οι πολλαπλές ήττες (ευρωεκλογές, περιφερειακές-δημοτικές, βουλευτικές 2019) άνοιξαν κάποια συζήτηση για τη φυσιογνωμία του χώρου.

Από το 2016, αμέσως μετά την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην προεδρία της ΝΔ, φάνηκε η αδυναμία του Τσίπρα να αντιπαρατεθεί στο «μοντέλο» Μητσοτάκη. Για τα επόμενα τρία χρόνια που ήταν πρωθυπουργός, σε όλες τις μετρήσεις καταλληλότητας για πρωθυπουργός υστερούσε έναντι του νέου τότε αντιπάλου του, πράγμα πρωτοφανές για εν ενεργεία πρωθυπουργό. Το ίδιο δεδομένο ισχύει έως σήμερα, επί 7 συνολικά χρόνια.

Η επιχείρηση «σοσιαλδημοκρατικοποίησης» του ΣΥΡΙΖΑ που ξεκίνησε με όχημα τη συμφωνία των Πρεσπών, όχημα μικρής εμβέλειας, έγινε ενοχικά, με επικοινωνιακό στόχο μόνο, γι’ αυτό μάζεψε μόνο κάποια υπόλοιπα του ΠΑΣΟΚ.

Γύρω από τον Τσίπρα διαμορφώθηκε μια στενή ηγετική ομάδα, από νέους βιολογικά, αλλά μόνο βιολογικά, πιστά αντίγραφα του «καλουπιού» του προέδρου.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχτισε διαχρονικά και σε ποσοστά πολύ μεγαλύτερα από την εκλογική του απήχηση ένα πλαίσιο αρνητικών «αξιών»:οι «ιδιωτικοποιήσεις» είναι κακό πράγμα, καθετί «δημόσιο» είναι καλό, το επιχειρηματικό «κέρδος» είναι κακό, η ιδιωτική οικονομία είναι εξ ορισμού ύποπτη για διαπλοκή και αισχροκέρδεια, υπεράνω των θεσμών είναι ο «λαός», η αστυνομία είναι κακό πράγμα, τα σύνορα πρέπει να είναι «ανοιχτά» στους ταλαιπωρημένους μετανάστες, η βία μπορεί αν όχι να δικαιολογηθεί τουλάχιστον να κατανοηθεί και να μην καταδικαστεί όταν εκφράζει μια κοινωνική αγανάκτηση, η βία στα πανεπιστήμια ενίοτε είναι μεν ακραία αλλά είναι η έκφραση της ελευθερίας των νέων, ο αντισυστημισμός είναι προφανές καθήκον για τον ελεύθερο πολίτη… Αυτό το πλαίσιο έχει διαμορφώσει ορισμένα αυτόματα αντανακλαστικά, «αντισυστημικά», εσχάτως και «αντικαθεστωτικά», εύπεπτα, εύκολα, απολιτικά, ενοχικά  και «τεμπέλικα».

Το κλίμα αυτό το (συν)διαμόρφωσε ο Τσίπρας και το υπηρετεί με «επάρκεια». Αυτό, πράγματι, το ξέρει καλά, το μόνο που ξέρει καλά και το μόνο που μπορεί να κάνει, επίσης καλά. Γι’ αυτό είναι «ικανός».

Ο χώρος αυτός, όμως είναι πεπερασμένος και έχει κι άλλους διεκδικητές, αριστερά του και –πολύ– (ακρο)δεξιά. Όμως, έτσι κι αλλιώς έχει περιορισμένη προοπτική, ακριβώς γιατί δεν είναι μια εναλλακτική πρόταση, αλλά μια αρνητική αντιπρόταση. Στηρίζεται και αναπαράγει παλαιά αντιδεξιά σύνδρομα, έναν μετεμφυλιακό αντιδεξιισμό του τύπου «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά», μόνο που ξεχνά ή μάλλον δεν ξέρει καν ότι το σύνθημα αυτό δεν το φώναζε η Αριστερά αλλά το ΠΑΣΟΚ της πρώτης κυρίως περιόδου – και το ξαναθυμήθηκε ο Νίκος Ανδρουλάκης, προσφάτως. Ξεχνά, επίσης, ότι τον Ανδρέα Παπανδρέου δεν τον έστειλε στο ειδικό δικαστήριο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αλλά τον έστειλαν από κοινού ο Κωνσταντίνος  Μητσοτάκης, ο Χαρίλαος Φλωράκης και ο Λεωνίδας Κύρκος.

Ο Τσίπρας εγκλώβισε το χώρο σε αυτά τα αδιέξοδα καλούπια, καθιστώντας τον ανίκανο να μετατραπεί σε ένα «κανονικό» κόμμα με απόψεις, αναζητήσεις, αμφιβολίες και κριτική σκέψη. Κριτική σκέψη δεν είναι η καταγγελία, η αμφιβολία δεν χωρά μέσα στις απόλυτες βεβαιότητες, οι αναζητήσεις δεν γίνονται με κραυγές.    

Η εποχή των αντιμνημονίων δεν μπορεί να θρέψει άλλες πολιτικές φιλοδοξίες, μόνο να δηλητηριάσει την κοινωνία με νέες αυταπάτες μπορεί, που πια θα είναι σκέτες απάτες. Το όχημα του αντιμνημονίου τον έφερε στην εξουσία, αλλά τον εγκλώβισε σε ένα απόλυτο αδιέξοδο. Από πλεονέκτημα μετατράπηκε σε αφύσικο μειονέκτημα.

Μπορεί σήμερα αυτήν την υπέρβαση προς μια εναλλακτική κανονικότητα να την κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ με τον Τσίπρα και την ηγετική ομάδα που συγκρότησε γύρω του;

 

Η φάση της «ορθογένεσης»

Η ιστορία της άλκης της Ιρλανδίας (ενός είδους ελαφιού) είναι λίγο γνωστή. Το μεγάλο αυτό ελάφι που ζούσε στην εποχή των παγετώνων είχε «προικιστεί» με τεράστια κέρατα ανοίγματος τριάμισι μέτρων(!), προκαλώντας το δέος στους αντιπάλους του με την επιβλητική του εμφάνιση. Κατά ένα μέρος, τα μεγάλα κέρατα αναπλήρωναν τη μικρή, σχετικά, σωματική διάπλαση και δύναμη και βοηθούσαν στην επιβίωσή του.  Όμως, καθώς τα κέρατα μεγάλωναν, από γενιά σε γενιά, άρχισαν να μπλέκουν στα κλαδιά των δέντρων και από «χάρισμα» να μετατρέπονται σιγά σιγά στην αχίλλειο πτέρνα της άλκης, ώσπου τελικά να την οδηγήσουν στην εξαφάνιση.

Ο Τζούλιαν Χάξλεϊ έδωσε την παρακάτω εξήγηση στο φαινόμενο αυτό. Το σώμα του ελαφιού αυξανόταν λιγότερο γρήγορα από τα κάρατά του. Αυτή η σωματική αύξηση, επειδή αποδείχθηκε κατ’ αρχάς ωφέλιμη στο είδος, επιβραβεύτηκε από τη φυσική επιλογή, αλλά, παράλληλα, πλήρωνε και μια «ποινική ρήτρα» γι’ αυτό: την πολύ πιο μεγάλη αύξηση του «δενδροειδούς μετώπου» του. Προέκυψε έτσι ένας φαύλος κύκλος. Το πλεονέκτημα διεύρυνε το μειονέκτημα και, όταν το ισοζύγιο έγινε αρνητικό, ήταν πλέον πολύ αργά για την άλκη. Αποσύρθηκε από το προσκήνιο της ιστορίας των ζώντων, όταν τα τεράστια κέρατά του μπλέχτηκαν κάπου στα δάση της Ιρλανδίας, και μας χάρισε εντυπωσιακά απολιθώματα. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «ορθογένεση».

Ο Τσίπρας εκπροσωπεί τα «τεράστια κέρατα» της πρώτης εποχής της άλκης, που από πλεονέκτημα έγιναν το τρωτό της σημείο. Η άλκη εξαφανίστηκε στα δάση της Ιρλανδίας και ο Τσίπρας πληρώνει την «ποινική ρήτρα» στο πεδίο του λαϊκισμού.

Το «πλεονέκτημα» του ανορθολογισμού μετατράπηκε σε μειονέκτημα και σε έλλειμμα του ορθού και του θετικού λόγου.

Ο Τσίπρας έχει μετατραπεί σε βαρίδι του ΣΥΡΙΖΑ καθώς δεν μπορεί να τον οδηγήσει σε μια νέα πίστα, εξαντλώντας τα όποια περιθώρια έχει (λίγα λέω εγώ) για να μετατραπεί σε ένα κανονικό, δηλαδή εναλλακτικό στη ΝΔ, κόμμα. Θερίζει ακόμη από τα υπολείμματα του ανορθολογισμού και του λαϊκισμού. Προκαλεί, όμως, περισσότερη απέχθεια από όση μπορεί να εξουδετερώσει και να αναπληρώσει ο τυφλός αντισυστημισμός της αυταπάτης. Ούτε οι αστείες απομιμήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου μειώνουν την απέχθεια, μάλλον την αυξάνουν και, πάντως, μοιάζουν με κάτι κλειστές στροφές στις παλιές πίστες, εκεί δηλαδή όπου γίνονται συνήθως οι ανατροπές.   

Ο ΣΥΡΙΖΑ ζει την περίοδο της ορθογένεσής του και η βασική αιτία γι’ αυτό είναι πλέον ο Αλέξης Τσίπρας.

Σάκης Κουρουζίδης

Διδάκτορας Γεωφυσικής, εργάστηκε στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Αστεροσκοπείου Αθηνών ενώ επί χρόνια υπήρξε διευθυντής της Διευθύνσεως Υποστήριξης Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Δρων οικολόγος, διετέλεσε διευθυντής των περιοδικών Νέα Οικολογία και Δαίμων της Οικολογίας. Ίδρυσε και διεύθυνε την Ευώνυμο Οικολογική Βιβλιοθήκη στην οποία έχει εκδώσει πολλά βιβλία.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.