Βλέπετε η οικονομική, η κοινωνική και η πολιτική ζωή έχουν γίνει τόσο περίπλοκες που, για να αποκωδικοποιήσει κάποιος τις τάσεις τους, η μοναδική ασφαλής μέθοδος είναι η προειδοποίηση για μια καταιγίδα –φανταστική ή δυνητική, δεν εξετάζω αυτό– που έρχεται, με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν κρύβεται υστεροβουλία από πίσω. Άλλωστε, ακόμα και αν δεν έρθει ποτέ η καταιγίδα, κανείς δεν θα θυμάται τις απαισιόδοξες προβλέψεις που έκανε κάποιος κάποτε. Όμως τουλάχιστον την περίοδο που κοινοποιούσε τις σκέψεις του κατάφερε να κερδίσει την κοινωνική και την πολιτική προσοχή, ενώ αν επαληθευτεί θα κερδίσει και τον τίτλο του προφήτη. Κάπου εδώ θυμάμαι τα παρακάτω λόγια του Τζον Στιούαρτ Μιλ από ένα λόγο του:
Έχω παρατηρήσει ότι η μεγάλη μερίδα του κόσμου θαυμάζει ως σοφό όχι εκείνον που ελπίζει όταν οι άλλοι απελπίζονται, αλλά εκείνον που απελπίζεται όταν οι άλλοι ελπίζουν.
Αντίθετα, όποιος μιλήσει με συγκρατημένη αισιοδοξία, συχνά κατηγορείται ως αφελής ή απατεώνας, μέχρι και ως καλοπληρωμένος υπάλληλος που υποκινείται από τον χ ή τον ψ παράγοντα για να ωραιοποιεί καταστάσεις. Στην πραγματικότητα, κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί στον δημόσιο διάλογο χωρίς κόστος για τη φερεγγυότητά του ότι τα πράγματα θα πάνε έστω και λίγο καλύτερα. Βέβαια, θα μου πείτε, είναι προτιμότερο να μην επαληθευτούν οι δυσοίωνες προβλέψεις παρά αυτές που υπόσχονται έστω και στο ελάχιστο ένα καλύτερο μέλλον.
Πριν συνεχίσω τη σκέψη μου, θα ανοίξω μια μεγάλη παρένθεση. Η απαισιοδοξία για το μέλλον δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ιδιαίτερα από τη βιομηχανική επανάσταση και έπειτα, έχουν εγγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο της ανθρωπότητας μια σειρά από δυσοίωνες προβλέψεις για φτωχοποίηση του κόσμου, επέλαση πανδημιών, μεταλλάξεις, τοξικές βροχές, λειψυδρία, εξαφάνιση ειδών και πολλές άλλες. Την ίδια στιγμή η ανθρωπότητα σημείωνε τα πιο μεγάλα βήματά της στο πεδίο της τεχνολογίας, στην εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης μεγάλου μέρους της και, γενικότερα, σε τομείς κομβικούς για τη διατήρηση του είδους μας. Δεν θα είχε νόημα να απαριθμήσουμε εδώ έναν έναν τους προβληματισμούς ανήσυχων και ως επί το πλείστον αντιδραστικών πνευμάτων, το σημαντικό είναι πως ελάχιστοι φόβοι επαληθεύτηκαν, ενώ η ανθρωπότητα σημείωσε ανέλπιστη πρόοδο. Παρά ταύτα, ο πεσιμισμός πάντα ασκούσε μια αθεράπευτη γοητεία στον άνθρωπο – ποιος δεν έχει ενδώσει έστω και λίγο σ' αυτόν τον πειρασμό; Ας θυμηθούμε τους φόβους του Τζορτζ Όργουελ, οι οποίοι διαχέονταν στην κοινή γνώμη με τρομερή ταχύτητα μέσα στην πανδημία, με προβλέψεις ενός τάχα μου δυστοπικού μέλλοντος, όπου η ανθρώπινη ελευθερία και αυτενέργεια θα είχαν εξαλειφθεί πλήρως. Ας θυμηθούμε και όσους επικοινωνούσαν αυτούς τους φόβους για να αποκτήσουν ερείσματα και ακροατήριο. Να θυμηθούμε και την κρίση με το Όρουτς Ρέις, όταν διάφοροι έβγαιναν στις τηλεοράσεις και στο διαδίκτυο υποστηρίζοντας μετ’ επιτάσεως ότι η κυβέρνηση απεργάζεται ξεπούλημα του Αιγαίου. Επίσης είναι περιττό να σχολιάσουμε πόσα επαληθεύτηκαν απ’ όλα αυτά, καθώς η ζωή έχει επιστρέψει στη φυσιολογική της ροή και το Αιγαίο φυλάσσεται άγρυπνα.
Επιστρέφοντας στα δικά μας ζητήματα, αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο καθαγιασμός της καταστροφολογίας, ο οποίος μας ταλαιπώρησε τα τελευταία 10 χρόνια, μπορεί να λειτουργήσει το ίδιο επιβαρυντικά για τη ζωή μας, για τις αποφάσεις που καλούμαστε να πάρουμε αναφορικά με τον συλλογικό μας βίο, δηλαδή την πολιτική μας δράση (ας θυμηθούμε το 2015), όπως και η μεθυστική υπεραισιοδοξία που παραβλέπει τι γίνεται γύρω της. Νομίζω πάντως ότι οι εν λόγω στάσεις αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος· η μία πρεσβεύει τη νομοτελειακή καταστροφή, ενώ η άλλη τη νομοτελειακή ανάπτυξη. Βέβαια, κοιτάζοντας πίσω στην ιστορία, πού βρισκόταν ο άνθρωπος και πού βρίσκεται τώρα, δημιουργείται αναπόφευκτα η εικόνα μιας προοδευτικής εξέλιξης, δηλαδή μιας συγκρατημένης αισιοδοξίας. Τούτο όμως δεν ήταν νομοτελειακό. Στην πραγματικότητα, και οι δύο κοσμοθεάσεις παραβλέπουν μια σημαντική πτυχή του κόσμου: την αλλαγή.
Η αλλαγή καθιστά επισφαλείς τις νομοτελειακές προβλέψεις, καθώς αποσιωπούν τον ρυθμιστικό παράγοντα της ανθρώπινης δράσης· τούτη οδήγησε τον άνθρωπο στο σημερινό του στάδιο κι αυτή θα τον ρίξει στα βράχια αν τυφλωθεί είτε από τη διαστρεβλωτική μανία του μηδενισμού είτε από τη μεθυστική αποχαύνωση της υπεραισιοδοξίας. Το ίδιο, καίτοι σε μικρότερη κλίμακα, συμβαίνει και στο δικό μας μεγάλο σπίτι που ονομάζεται Ελλάδα.
Γι' αυτό θα ήταν καλό, πέρα από τον όποιο προβληματισμό γεννά η επιστολή Παπαδόπουλου και κάθε Παπαδόπουλου (άλλωστε τα περισσότερα κόμματα μιλούν με αποκαλυπτικούς όρους για μια τέλεια καταιγίδα που έρχεται ή αναφέρονται υποτιμητικά στο ελληνικό κράτος), να αναρωτηθούμε και για τα πιθανά κίνητρα, καθώς η περίοδος κοινοποίησης της επιστολής μόνο τυχαία δεν είναι και σίγουρα με κάποιον τρόπο θα ήθελε να επηρεάσει την κοινή γνώμη προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ασχέτως αν διατείνεται ότι απευθύνεται μονάχα στα τρία κόμματα. Αυτό, λοιπόν, που θα πρότεινα για το μέλλον είναι μια νηφάλια αποτίμηση του πού ήμασταν, πού είμαστε και ποιες προοπτικές μας παρουσιάζονται για το μέλλον, μακριά από εξωραϊσμούς ή καταστροφολογίες: τα πράγματα σπανίως είναι τόσο άσχημα ή τόσο ωραία όσο φαίνονται.
Γνωρίζοντας λοιπόν ότι διατρέχω τον ίδιο κίνδυνο να χαρακτηριστώ αναξιόπιστος από όσους βλέπουν μονάχα με ένα χρώμα τη ζωή, θα ισχυριστώ πως το επίπεδο της ζωής μας θα συνεχίσει να καλυτερεύει, αργά αλλά σταθερά, αρκεί εμείς να πάρουμε τις σωστές αποφάσεις για το κοινό μας μέλλον σε λίγες μέρες, αρκεί οι ιθύνοντες να συνεχίσουν το έργο που έχουν υποσχεθεί και, βέβαια, με την προϋπόθεση ότι δεν θα εκτραχυνθούν (πέρα από τον πόλεμο στην Ουκρανία) ακόμα περισσότερο οι συνθήκες στον μακρόκοσμο των διεθνών σχέσεων.