Η παρατήρηση του γερμανού καγκελάριου Όττο φον Μπίσμαρκ ότι «η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού» θα μπορούσε να εκφράσει το πιστεύω πολλών αυτοαποκαλούμενων «πραγματιστών» που σχολιάζουν τον πόλεμο εξόντωσης της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Ορισμένοι από αυτούς τους πολιτικούς σχολιαστές και διαμορφωτές πολιτικής ζητούν σήμερα άμεσες διαπραγματεύσεις και ανακωχή μεταξύ Κιέβου και Μόσχας. Προτείνουν, είτε εμμέσως είτε σαφώς, εδαφικές παραχωρήσεις της Ουκρανίας στη Ρωσία για να επιτευχθεί ειρήνη στην Ανατολική Ευρώπη.
Anton Holoborodko
Μάρτιος 2014, κοντά στη Σεβαστούπολη, Κριμαία. Ρώσοι στρατιώτες στη διαδικασία προσάρτησης της Κριμαίας, που έγινε αναίμακτα για τις ρωσικές δυνάμεις.
Τέτοιες προτάσεις δεν είναι απαραίτητα εκφράσεις ηθικού ή/και νομικού μηδενισμού. Ακόμη και πολλοί υποτιθέμενα πραγματιστές υποστηρικτές ενός γρήγορου τερματισμού του ρωσο-ουκρανικού πολέμου με διαπραγματεύσεις αναγνωρίζουν, καταρχήν, το δικαίωμα της Ουκρανίας στην αυτοάμυνα. Ορισμένοι μάλιστα διακηρύσσουν την επιθυμητή πλήρη αποκατάσταση των ουκρανικών συνόρων. Παρ’ όλα αυτά, υποθέτουν ότι το Κίεβο και/ή η Δύση δεν διαθέτουν επαρκή πολιτική κρίση και στρατηγική σύνεση όταν συνεχίζουν τη συγκρουσιακή τους προσέγγιση προς τη Μόσχα. Η ανοιχτή δυτική υποστήριξη προς την Ουκρανία υποκινείται, σύμφωνα με μια τέτοια άποψη, από μη πρακτικά ιδεώδη. Οι συναισθηματικά καθοδηγούμενες ελπίδες είναι κατανοητές αλλά, σύμφωνα με το επιχείρημα, εμποδίζουν τη στοχευμένη συμπεριφορά. Ο πολιτικός πραγματισμός και όχι ο υψηλός ιδεαλισμός –σύμφωνα με τη λογική αυτών των δημόσια εκφερόμενων απόψεων– θα εξυπηρετήσει καλύτερα την υπόθεση της ειρήνης και, τελικά, ακόμη και τα ουκρανικά συμφέροντα.
Τα διδάγματα από το 2022
Όπως έδειξε το προηγούμενο έτος, η αξιολόγηση του τι είναι και τι δεν είναι ρεαλιστικό στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο μπορεί ωστόσο να είναι ευμετάβλητη. Ώς τον Φεβρουάριο του 2022, σε ορισμένους φαινόταν ορθολογικό και επαγγελματικό να υποθέτουν ότι η Ουκρανία θα κατέρρεε γρήγορα κάτω από μια πλήρους κλίμακας ρωσική στρατιωτική επίθεση. Κάποιοι συγγραφείς πριν από τον Φεβρουάριο του 2022 πρότειναν ακόμη και την παρακράτηση των δυτικών όπλων από τους Ουκρανούς[1]. Τέτοιοι εξοπλισμοί, έτσι έλεγαν τα επιχειρήματα των υποτιθέμενων πραγματιστών, απλώς θα παρέτειναν την αναπόφευκτη αγωνία της Ουκρανίας σε περίπτωση κλιμάκωσης.
Αυτή η προσέγγιση όχι μόνο υποτιμούσε την αλήθεια της ουκρανοφοβίας του Κρεμλίνου. Αλλά, ακόμη και κατά τη στιγμή της δημοσίευσής τους, τέτοιες προτάσεις ήταν πολιτικά μη χρήσιμες. Τροφοδοτούσαν τις ρωσικές επεκτατικές φιλοδοξίες διακινώντας και υποστηρίζοντας δημοσίως ότι η Ουκρανία ήταν αδύναμη, υπονοώντας ότι το Κίεβο δεν θα επωφελούνταν από σημαντική δυτική υποστήριξη και αποσυντονίζοντας και υπονομεύοντας την κυρίαρχη δυτική συμπάθεια για τη δημοκρατική Ουκρανία. Υποτιμώντας το πατριωτικό συναίσθημα και τον στρατιωτικό επαγγελματισμό της Ουκρανίας, υπονοούσαν ότι η Ρωσία θα καταλάμβανε εύκολα την Ουκρανία. Η στρατιωτική βοήθεια για την Ουκρανία παρουσιάστηκε ως παρορμητική και μη στρατηγικά προσανατολισμένη. Ενώ οι φωνές αυτές δεν βρήκαν ευρεία απήχηση, εντούτοις ήταν παρούσες, συνδιαμόρφωσαν τον δημόσιο διάλογο και επηρέασαν τις πολιτικές.
Μεγάλο μέρος του φαινομενικού πραγματισμού τους, όπως έγινε σαφές αργότερα, δεν ήταν μόνο απόρροια παραπληροφόρησης. Αποκάλυπτε και μια σχηματική μορφή σκέψης. Εφαρμόστηκε η απλοϊκή εξαγωγή συμπερασμάτων και όχι η εμπειρική έρευνα για τη δημιουργία εκτεταμένων γεωπολιτικών ερμηνειών και συμβουλών εξωτερικής πολιτικής. Ενημερωμένα από τετριμμένους κοινούς τόπους και όχι από περιφερειακές γνώσεις, τα επιχειρήματα αυτά ήταν το αποτέλεσμα μυωπικής στρατηγικής.
Όπως ήδη υποδείκνυε η εμπειρία της προηγούμενης φάσης του πολέμου, το 2014-21, η σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας είναι υπαρξιακή – και όχι μόνο για τους Ουκρανούς. Είναι επίσης σημαντική για την κρατική οντότητα, την ταυτότητα και το πεπρωμένο του ρωσικού έθνους. Πολλοί πολιτικοί, διανοούμενοι και απλοί πολίτες στη Ρωσία κατανοούν ότι ο πόλεμος δεν αφορά απλώς τον εδαφικό και πολιτικό έλεγχο της Μόσχας ή του Κιέβου επί της ουκρανικής γης. Αντιθέτως, αντιλαμβάνονται την αντιπαράθεση ως αντιπαράθεση για την τύχη του δικού τους λαού και κράτους. Από το 2014, η τρομοκράτηση του άμαχου πληθυσμού της προσαρτημένης Κριμαίας και των κατεχόμενων τμημάτων του Ντονμπάς από τη Ρωσία συνοδεύεται από ολοένα και πιο έντονη ρητορική του Κρεμλίνου.
Αυτά και άλλα χαρακτηριστικά της προσέγγισης της Μόσχας στην Ουκρανία είχαν ήδη υποδηλώσει πριν από τον Φεβρουάριο του 2022 ότι περαιτέρω επέκταση της ισχύος της Ρωσίας δεν θα σήμαινε μόνο το τέλος της ελευθερίας για τις κατεχόμενες περιοχές. Θα σήμαινε επίσης μαζική παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τους άμαχους κατοίκους των νεοκαταληφθέντων εδαφών. Η ρωσική συμπεριφορά στην Κριμαία και το Ντονμπάς δεν είναι παρά μια επανάληψη της συμπεριφοράς της Μόσχας στην Ουκρανία κατά την τσαρική και τη σοβιετική περίοδο, καθώς και σε άλλα μέρη του κόσμου – είτε στο παρελθόν είτε πιο πρόσφατα.
Η ανεδαφικότητα του υποτιθέμενου πραγματισμού
Οι παραλείψεις που εντοπίζονται σε ορισμένες φαινομενικά ρεαλιστικές εκτιμήσεις στα τέλη του 2021 και στις αρχές του 2022 σχετικά με τις τελικές προθέσεις της Ρωσίας και την ικανότητα της Ουκρανίας να αντέξει την επίθεση της Μόσχας μπορεί να είναι σύμπτωμα ενός ευρύτερου ζητήματος στις συζητήσεις για τις διεθνείς σχέσεις. Ίσως δεν οφείλεται μόνο στην έλλειψη γενικού ρεαλισμού όσον αφορά τις εκτιμήσεις της σχετικής ισχύος στην Ανατολική Ευρώπη. Θα μπορούσε επίσης να συνδέεται με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά σε ορισμένες πτυχές της ρεαλιστικής σχολής στις διεθνείς σχέσεις.
Ο ρεαλισμός, ως θεωρία των Διεθνών Σχέσεων, δεν εξετάζει ιδιαίτερα τις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών τις συγκρούσεις των οποίων αναλύει. Ορισμένοι ρεαλιστές δεν ενδιαφέρονται για την εσωτερική πολιτική και την κουλτούρα των χωρών, τη συμπεριφορά και τις επιδόσεις της εξωτερικής πολιτικής των οποίων προσπαθούν ωστόσο να προβλέψουν. Αυτό το είδος ρεαλισμού χρησιμοποιεί μόνο ελάχιστα εθνικά δεδομένα για να αξιολογήσει τις ανθρώπινες, στρατιωτικές, βιομηχανικές και τεχνολογικές ικανότητες των εμπλεκόμενων δρώντων. Ο κλάδος των Διεθνών Σχέσεων είναι για τέτοιους ρεαλιστές ακριβώς αυτό. Θα πρέπει να αδιαφορεί για το τι συμβαίνει στο εσωτερικό των εθνών που σχετίζονται μεταξύ τους. Είναι πιθανόν ότι τέτοιοι τρόποι σκέψης συνέβαλαν στις πρόσφατες λανθασμένες εκτιμήσεις για την ικανότητα της Ουκρανίας να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
Μια παρόμοια αδιαφορία για τις ουκρανικές και τις ρωσικές εσωτερικές υποθέσεις οδηγεί σήμερα και πάλι σε μυωπία στις εκτιμήσεις για τις πιθανότητες μιας ρωσο-ουκρανικής εκεχειρίας ή και συνολικής διευθέτησης. Εμφανίζεται για άλλη μια φορά μια φαινομενικά ρεαλιστική έκκληση να επιδιωχθεί το δυνατό αντί του επιθυμητού. Όπως και σε προηγούμενες προτάσεις, η επιδίωξη μιας τέτοιας στρατηγικής παρουσιάζεται ως τρόπος τιθάσευσης της σύγκρουσης μεταξύ Κιέβου και Μόσχας. Η έκκληση ισχυρίζεται ότι παρέχει μια λιγότερο από ιδανική, αλλά ρεαλιστική και εφικτή λύση.
Ωστόσο, τέτοιες εκκλήσεις για άμεσες διαπραγματεύσεις και γρήγορη κατάπαυση του πυρός αγνοούν τις περίπλοκες καταστάσεις που αντιμετωπίζουν τόσο ο Ζελένσκι όσο και ο Πούτιν στο εσωτερικό τους. Αντί να είναι ρεαλιστικές, δημιουργούν ελπίδες για μια ανέφικτη ειρήνη. Οι προοπτικές για μια θετική έκβαση των διαπραγματεύσεων είναι αμυδρές όσο το σημερινό ρωσικό πολιτικό καθεστώς παραμένει άθικτο και η κατάσταση επί του πεδίου δεν αλλάζει ριζικά. Τα Συντάγματα της Ουκρανίας και της Ρωσίας ορίζουν μια και την αυτή περιοχή ως μέρος της επικράτειάς τους και απαγορεύουν σε οποιαδήποτε πλευρά να κάνει εδαφικές παραχωρήσεις. Όπως περιγράφεται αλλού, οι επίσημες ρωσικές προσαρτήσεις του 2014 και του 2022 έχουν δημιουργήσει τρομερά νομικά εμπόδια για μια πολιτική διευθέτηση[2].
Ορισμένοι παρατηρητές υποστηρίζουν ότι οι νόμοι, συμπεριλαμβανομένων των συνταγμάτων, μπορούν να αλλάξουν, να αμβλυνθούν ή να αγνοηθούν εύκολα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για αυταρχικά κράτη όπως η Ρωσία, όπου η εξουσία είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένη και τα οποία δεν σέβονται καθόλου το κράτος δικαίου. Ωστόσο, δεν είναι μόνο τα τυπικά νομικά εμπόδια για μια ρωσο-ουκρανική συμφωνία που είναι υψηλά. Υπάρχουν όλο και μεγαλύτερες και εν μέρει ένοπλες πολιτικές ομάδες και στις δύο χώρες που καθιστούν ένα τέτοιο σενάριο όλο και πιο απίθανο. Οι ομάδες αυτές, για ιδεολογικούς και άλλους λόγους, είναι αυστηρά αντίθετες με οποιαδήποτε εδαφική παραχώρηση στον εχθρό.
Εσωτερική πολιτική του πολέμου και της ειρήνης
Τα αδιάλλακτα στρατόπεδα στην Ουκρανία και στη Ρωσία είναι πολύ διαφορετικού βεληνεκούς από ηθική, νομική και πολιτική άποψη. Ανεξάρτητα όμως από τις ηθικές και πνευματικές τους ιδιότητες, είναι πολιτικά σημαντικά και στις δύο χώρες. Στην Ουκρανία, το στρατόπεδο των «γερακιών» περιλαμβάνει τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, όλα τα σχετικά πολιτικά κόμματα και μεγάλο μέρος της κοινωνίας των πολιτών. Οι περισσότεροι Ουκρανοί απαιτούν την πλήρη αποκατάσταση της δικαιοσύνης, της ακεραιότητας και της κυριαρχίας της Ουκρανίας και δεν θα συμφωνούσαν σε καμία εδαφική παραχώρηση προς τη Ρωσία. Αυτή η στάση έχει, μέχρι στιγμής, σκληρύνει με κάθε επιπλέον μήνα πολέμου.
Στη Ρωσία, η εικόνα είναι πιο μεικτή και ρευστή, αλλά μεγάλα τμήματα της ρωσικής ελίτ και του πληθυσμού είναι πεπεισμένα για το δίκαιο και το αδιαπραγμάτευτο του δικαιώματος της Μόσχας στα προσαρτημένα ουκρανικά εδάφη. Το 2022, μια δημοσκόπηση έδειξε ότι το 75% των Ρώσων υποστήριξε τις νέες προσαρτήσεις[3], παρότι οι ρωσικές εδαφικές διεκδικήσεις περιλάμβαναν περιοχές που ανακηρύχθηκαν τμήμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας τον Σεπτέμβριο του 2022, αλλά δεν κατελήφθησαν ποτέ από ρωσικά στρατεύματα, ούτε κατακτήθηκαν και χάθηκαν ξανά.
Η συνολική ρωσική προοπτική μπορεί να διαφέρει από την ουκρανική όσον αφορά τη σχετική αξία των διαφόρων προσαρτημένων εδαφών. Η ρωσική άποψη σχετικά με τα νεοαποκτηθέντα εδάφη της χώρας ενδέχεται να διαφοροποιείται μεταξύ αφενός των πρόσφατα προσαρτημένων ηπειρωτικών περιοχών της Ουκρανίας, αφετέρου της Ουκρανικής Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κριμαίας που κατακτήθηκε το 2014. Πριν από εννέα χρόνια υπήρξε και εξακολουθεί να υπάρχει σήμερα εκτεταμένη «συναίνεση για την Κριμαία» στη ρωσική κοινωνία. Η κυρίαρχη ρωσική κοινή γνώμη θεωρεί την προσάρτηση της όμορφης χερσονήσου της Μαύρης Θάλασσας από τη Μόσχα θεμελιωδώς νόμιμη, στρατηγικά συνετή και εθνικά επωφελή.
Αντίθετα, η ένταση της φαντασιακής ρωσικής ιστορικής και πολιτιστικής σύνδεσης με τις πρόσφατα προσαρτημένες άνυδρες ουκρανικές περιοχές του Ντονέτσκ, του Λουχάνσκ, της Χερσώνας και της Ζαπορίζια είναι χαμηλότερη. Πολλοί Ρώσοι πιθανόν θα θεωρούσαν την επιστροφή στην Ουκρανία των πρόσφατων κατακτήσεων λιγότερο οδυνηρή για τη χώρα τους από την απώλεια της Κριμαίας. Μια τέτοια διαφοροποίηση της ρωσικής στάσης απέναντι στη χερσόνησο που κατελήφθη το 2014 και στα ηπειρωτικά εδάφη της Ουκρανίας που αποκτήθηκαν μόλις το 2022 βρίσκεται πίσω από πολλές από τις τρέχουσες δήθεν ρεαλιστικές προτάσεις για εκεχειρίες και ειρηνευτικές συμφωνίες.
Η παραδοχή της μεγαλύτερης νομιμότητας και σπουδαιότητας της ρωσικής προσάρτησης του 2014 σε σύγκριση με την πρόσφατη αρπαγή εδαφών από τη Μόσχα είναι κοινός τόπος μεταξύ πολλών παρατηρητών. Οδηγεί επίσης ορισμένους να πιστεύουν ότι οι ρωσικές προσαρτήσεις πριν από εννέα χρόνια και εκείνες του περασμένου έτους μπορούν να διαχωριστούν πολιτικά. Από αυτή την άποψη, οι δύο προσαρτήσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά στη στρατηγική σκέψη και στις διπλωματικές προσπάθειες του Κιέβου και της Δύσης.
Ωστόσο, το ισχύον κείμενο του ρωσικού συντάγματος δεν κάνει καμία διάκριση μεταξύ των εδαφών που προσαρτήθηκαν το 2014 και εκείνων που προσαρτήθηκαν το 2022. Δεν είναι σαφές αν η αντιστροφή των πιο πρόσφατων ρωσικών εδαφικών κατακτήσεων θα ήταν σημαντικά ευκολότερη για τη Μόσχα απ’ ό,τι η κατάργηση της κατοχής της Κριμαίας πριν από εννέα χρόνια. Ο αριθμός των θυμάτων Ρώσων στον πόλεμο για τη νοτιοανατολική ηπειρωτική Ουκρανία αυξάνεται μέρα με την ημέρα εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο.
Σε αντίθεση με τις πολλές θυσίες που επέφερε και απαιτούσε η επέμβαση της Μόσχας από τον Φεβρουάριο του 2022, η ενσωμάτωση της Κριμαίας τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2014 ήταν εντελώς αναίμακτη για τη Ρωσία (αν και όχι τόσο για την Ουκρανία). Το ανθρώπινο κόστος για τη Ρωσία από την πρόσφατη κατάληψη των τεσσάρων προσαρτημένων περιφερειών ήταν υψηλό και εξακολουθεί να αυξάνεται. Το πολιτικό διακύβευμα μιας υποθετικής επιστροφής των νεοκαταληφθέντων εδαφών αυξάνεται. Ορισμένοι από εκείνους που έχασαν συντρόφους, φίλους ή συγγενείς στον πόλεμο στη νοτιοανατολική Ουκρανία έχουν πρόσβαση σε όπλα.
Η Κριμαία και η ηπειρωτική χώρα της Ουκρανίας
Υπάρχουν και άλλοι λόγοι για τους οποίους η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014 και η προσάρτηση της ηπειρωτικής Ουκρανίας το 2022 δεν μπορούν εύκολα να διαχωριστούν σε υποθετικές διαπραγματεύσεις. Η οικονομική, κοινωνική και πολιτική βιωσιμότητα της χερσονήσου της Μαύρης Θάλασσας συνδέεται στενά με τον έλεγχο της Ρωσίας στα εδάφη που προσαρτήθηκαν τον περασμένο Σεπτέμβριο. Η γεωγραφική και οικονομική διασύνδεση μεταξύ της Κριμαίας και της νοτιοανατολικής ξηρής ενδοχώρας της Ουκρανίας ήταν μια σημαντική αιτία της πλήρους εισβολής της Μόσχας το 2022. Παρόμοια κίνητρα βρίσκονταν πίσω από την ένταξη της Κριμαίας από την τσαρική κυβέρνηση στο Κυβερνείο της Ταυρίδας το 1802. Αυτή η διοικητική μονάδα της ύστερης αυτοκρατορίας των Ρομανώφ κάλυπτε, εκτός από τη χερσόνησο της Μαύρης Θάλασσας, μεγάλο μέρος της σημερινής νοτιοανατολικής ουκρανικής ενδοχώρας. Αντίθετα, κανένα από τα εδάφη της σημερινής Ρωσικής Ομοσπονδίας δεν αποτελούσε μέρος του Κυβερνείου της Ταυρίδας.
Το 1954, ο στενός δεσμός της Κριμαίας με τις ουκρανικές ξηρές περιοχές στα βόρεια έγινε και πάλι σημαντικός, τώρα στο πλαίσιο της Σοβιετικής Ένωσης. Οι βαθιές συνδέσεις μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της ακτής της Ουκρανίας στη Μαύρη Θάλασσα καθόρισαν μια αρχικά οριακή διοικητική, αλλά αργότερα άκρως πολιτική αλλαγή εντός της Σοβιετικής Ένωσης. Οι κοινωνικοοικονομικοί υπολογισμοί ήταν ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο η χερσόνησος μεταβιβάστηκε από τη σοβιετική κυβέρνηση στην Ουκρανική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (UkrSSR) από τη μακρινή Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία (RSFSR) στην οποία ανήκε ως εξκλάβιο από το 1922.
Κάποιοι λιγότερο ορθολογικοί παράγοντες καθόρισαν σίγουρα την απόφαση του Πούτιν να επιδιώξει έναν μεγάλο πόλεμο κατάκτησης και μαζικής προσάρτησης το 2022. Σε αυτούς περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο λαϊκός αλυτρωτισμός, το μετασοβιετικό συναίσθημα, η αυτοκρατορική πείνα, η αποικιοκρατική φιλοδοξία, η ηγεμονική στάση, ο στρατηγικός λανθασμένος υπολογισμός και οι φασιστικές παρορμήσεις. Ωστόσο, ο πιο πραγματιστικός καθοριστικός παράγοντας για την πλήρους κλίμακας εισβολή της Μόσχας στη νότια Ουκρανία το 2022 ήταν η μη βιωσιμότητα της Κριμαίας από άποψη ασφάλειας και γεωοικονομικής ως μόνιμου ρωσικού εξκλάβιου. Η χερσόνησος ήταν επίσης, ενόψει και των συνεχιζόμενων δυτικών κυρώσεων κατά της Κριμαίας από το 2014, απίθανο να γίνει ποτέ αυτάρκης[4]. Όσο βρισκόταν μακριά από τη Ρωσία και δεν είχε καμία χερσαία σύνδεση με αυτήν, θα συνέχιζε να απορροφά μεγάλες επιδοτήσεις από τον κεντρικό προϋπολογισμό της χώρας.
Ορισμένοι από τους ίδιους ξένους παρατηρητές που εξακολουθούν να θεωρούν τον Πούτιν ορθολογικό δρώντα αγνοούν αυτούς τους πρακτικούς προσδιοριστικούς παράγοντες των προσαρτήσεων της Ρωσίας το 2022. Οι υποτιθέμενοι πραγματιστές πιστεύουν ότι ο Πούτιν θα μπορούσε, αν του επιτρεπόταν να κρατήσει την Κριμαία, να πειστεί να αφήσει ήσυχη την ηπειρωτική Ουκρανία. Αυτοί οι διαμορφωτές πολιτικής ξεχνούν, ωστόσο, την πολιτική και οικονομική σημασία της ρωσικής κυριαρχίας επί της νοτιοανατολικής ηπειρωτικής Ουκρανίας για τη συνέχιση της πιο εξέχουσας και παλαιότερης περιπέτειας της Μόσχας στην Κριμαία.
Ο έλεγχος της Μόσχας επί των νεοαποκτηθέντων εδαφών στη νοτιοανατολική Ουκρανία δεν είναι μόνο λογιστικά σημαντικός για τη σύνδεση της Ρωσίας με τη χερσόνησο με την προσθήκη μιας βόρειας χερσαίας γέφυρας στη νότια γέφυρα του Κερτς που συνδέει την Κριμαία με τη Ρωσία. Οι πρόσφατα προσαρτημένες ουκρανικές ξηρές περιοχές περιέχουν επίσης φυσικούς πόρους σημαντικούς για την Κριμαία – και ιδίως το γλυκό νερό που ρέει από τον ποταμό Ντνίπρο μέσω της διώρυγας της Βόρειας Κριμαίας προς τη χερσόνησο.
Μια μερική αντιστροφή της πρόσφατης διεύρυνσης της Ρωσίας σε μια νέα ρωσική συνταγματική μεταρρύθμιση θα ήταν κάπως πιο πιθανή από την εθελοντική μείωση της διεθνώς αναγνωρισμένης κρατικής επικράτειας της Ουκρανίας. Θα είναι, ωστόσο, τουλάχιστον για το καθεστώς Πούτιν (ή για ένα καθεστώς μετά τον Πούτιν), πιο δύσκολο να επιτευχθεί από τις αρχικές προσαρτήσεις. Οι τελευταίες κράτησαν μερικές ημέρες τον Σεπτέμβριο του 2022. Μια ακύρωση αυτής της επίσημης επέκτασης της Ρωσίας και η παραχώρηση εδαφών που τώρα θεωρούνται πλήρες τμήμα της Ομοσπονδίας θα ήταν, για τους περισσότερους ρώσους εθνικιστές, ενοχλητική, αν όχι παράνομη.
Μια παράδοση των επίσημα πλέον ρωσικών κρατικών εδαφών θα μπορούσε, επίσης, να είναι ενδεικτική για άλλες ρωσικές περιοχές. Σε περίπτωση βαθιάς κοινωνικοοικονομικής κρίσης, όπως αυτή των αρχών της δεκαετίας του 1990, διάφορες δημοκρατίες και περιφέρειες της Ρωσίας θα μπορούσαν να εξετάσουν το ενδεχόμενο να ακολουθήσουν το παράδειγμα της επιστροφής των προσαρτημένων εδαφών στην Ουκρανία με αποχώρηση από την Ομοσπονδία. Η ρωσική πολιτική και διανοητική ελίτ γνωρίζει πάρα πολύ καλά αυτούς τους κινδύνους. Ως εκ τούτου, θα είναι απρόθυμη να δημιουργήσει προηγούμενο για μια μελλοντική απόσχιση ρωσικών περιοχών από την Ομοσπονδία.
Συμπεράσματα και συστάσεις
Πολλές πρόσφατες εκκλήσεις για κατάπαυση του πυρός ή ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις βασίζονται στην υπόθεση ότι η Ρωσία, η Ουκρανία, ή ακόμη και οι δύο, μπορούν να εγκαταλείψουν περιοχές που σήμερα αποτελούν επίσημα τμήματα των κρατικών τους εδαφών. Τέτοιες υποθέσεις είναι απλώς και μόνο εικασίες, αν όχι ευσεβείς πόθοι. Δεν προβληματίζονται από το γεγονός ότι οι περιοχές που προσάρτησε η Μόσχα το 2014 και το 2022 διεκδικούνται πλέον τόσο από το ουκρανικό όσο και από το ρωσικό σύνταγμα. Οι πρόεδροι των δύο χωρών είναι, ως «εγγυητές» των συνταγμάτων τους, υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν τους καταστατικούς νόμους τους.
Οι προτάσεις για αυτό το θεμελιώδες ζήτημα συνήθως αγνοούν, επίσης, τα πολιτικά εμπόδια για τη συνταγματική αλλαγή που θα απαιτούνταν για μια βιώσιμη συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών. Επομένως, η επίκληση του πραγματισμού από τους διάφορους υποστηρικτές μιας ρωσο-ουκρανικής διευκόλυνσης είναι κενή περιεχομένου. Τέτοιοι σχολιαστές προπαγανδίζουν σχέδια που, υπό τις σημερινές συνθήκες, είναι μη ρεαλιστικά. Ούτε το Κίεβο ούτε η Μόσχα μπορούν εύκολα να πάνε κόντρα στα εγχώρια εκλογικά σώματα, ή σε σημαντικές μερίδες τους που είναι αυστηρά αντίθετες σε οποιαδήποτε εδαφική παραχώρηση στο εχθρικό κράτος.
Συνεπώς, ο υπαινιγμός ότι είναι εφικτή μια συμφωνία μεταξύ της Ουκρανίας και του σημερινού ρωσικού καθεστώτος είναι παραπλανητικός. Τέτοια σχόλια δημιουργούν λανθασμένες προσδοκίες για συνεχιζόμενες διπλωματικές προσπάθειες κατευνασμού της ένοπλης σύγκρουσης. Δημιουργούν λογικά αδιέξοδα στις δημόσιες συζητήσεις σχετικά με την τρέχουσα και μελλοντική στρατιωτική υποστήριξη προς την Ουκρανία. Οι επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις για διαπραγματεύσεις μπορούν να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει μια πολιτική εναλλακτική λύση στις συνεχιζόμενες ένοπλες προσπάθειες της Ουκρανίας να απελευθερώσει τα κατεχόμενα εδάφη της. Με αυτόν τον τρόπο, αναβάλλουν, μειώνουν και εμποδίζουν μια πιο αποφασιστική δυτική βοήθεια προς το Κίεβο. Ενώ προωθούν δημόσια την ειρήνη, τα αποτελέσματα των παρεμβάσεων αυτών των δήθεν ειρηνιστών παρατείνουν παραδόξως τον τρέχοντα πόλεμο. Συνεπάγονται, βέβαια, επίσης, την απαξίωση του διεθνούς δικαίου, καθώς και την υπονόμευση της Ευρωπαϊκής Τάξης Ασφαλείας.
Σε αυτό το πλαίσιο, κυβερνητικοί αξιωματούχοι, πολιτικοί, δημοσιογράφοι και άλλοι σχολιαστές πρέπει να υιοθετήσουν μια τεκμηριωμένη προσέγγιση στις εκκλήσεις για ταχείες διαπραγματεύσεις και να απέχουν από την προώθηση του αφηγήματος «γη για ειρήνη». Τόσο οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής όσο και οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης πρέπει, στις κλειστές και δημόσιες διαβουλεύσεις και ενέργειές τους:
– Να γνωρίζουν τις νομικές προκλήσεις για την επίτευξη συμβιβασμού τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Ρωσία,
– Να έχουν κατά νου τις εγχώριες εκλογικές ομάδες και στις δύο χώρες που εμποδίζουν ένα τέτοιο σενάριο,
– Να λάβουν υπόψη τους τη γεωγραφική και οικονομική σύνδεση της προσαρτημένης Κριμαίας με τα άλλα προσαρτημένα εδάφη.
– Και, ως εκ τούτου, να θεωρήσουν ως εσφαλμένη την ιδέα ότι η Ρωσία μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο με τον έλεγχο της Κριμαίας.
Οι προτάσεις πολιτικής πρέπει να βασίζονται, στο μέτρο του δυνατού, στα πραγματικά γεγονότα επί του πεδίου. Η παρουσίαση και η προσφορά ιστορικών, νομικών, οικονομικών και πολιτικών λεπτομερειών και γνώσεων είναι το καλύτερο αντίδοτο στους αντιπάλους της περαιτέρω υποστήριξης της Ουκρανίας. Σε πολλές περιπτώσεις, μια απλή και μόνο απαρίθμηση ορισμένων σχετικών λεπτομερειών των εσωτερικών υποθέσεων της Ρωσίας και/ή της Ουκρανίας πρέπει να είναι αρκετή για να αμφισβητηθούν φαινομενικά ρεαλιστικοί δημόσιοι λόγοι και επιχειρήματα που ζητούν μια γρήγορη ειρήνη.
μετάφραση: Βασίλης Μπογιατζής
*Το παρόν άρθρο βασίζεται σε πρόσφατη έκθεση του SCEEUS που δημοσιεύθηκε εδώ: https://sceeus.se/en.
[1] Samuel Charap και Scott Boston, "The West's Weapons's Won't Make Any Difference to Ukraine", Foreign Policy, 21 Ιανουαρίου 2022, https://foreignpolicy.com/2022/01/21/weapons-ukraine-russia-invasion-military/.
[2] [2] Andreas Umland, "Four Challenges Facing a Ukrainian-Russian Truce. Μέρος Ι: Το συνταγματικό αδιέξοδο", SCEEUS Report, αρ. 2, 2023. https://sceeus.se/en/publications/four-challenges-facing-a-ukrainian-russian-truce-part-i-the-constitutional-impasse/.
[3] Walter C. Clemens, "Are Russians again dizzy with success? Putin would have us believe so", The Hill, 15 Μαρτίου 2023. https://thehill.com/opinion/international/3894707-are-russians-again-dizzy-with-success-putin-would-have-us-believe-so/.
[4] Andreas Umland, "Why post-corona Russia will eventually hand Crimea voluntarily back to Ukraine", Emerging Europe, 12 June 2020. https://emerging-europe.com/voices/why-post-corona-russia-will-eventually-hand-crimea-back-to-ukraine/.