Ευθύνη και Υπευθυνότητα
Στην αρχαία ελληνική γλώσσα το ρήμα ευθύνω (ιθύνω) είχε τις ακόλουθες σημασίες: κατευθύνω, οδηγώ κατευθείαν, διευθύνω, διοικώ, κυβερνώ, διαφυλάσσω, διασώζω, διορθώνω, επανορθώνω, καλώ σε λογοδοσία. Το παθητικό ευθύνομαι σήμαινε καλούμαι να λογοδοτήσω, υποβάλλομαι σε λογοδοσία, διορθώνομαι, τιμωρούμαι.
Παράγωγο του ρήματος ευθύνω υπήρξε το ουσιαστικό εύθυνα (ευθύνη σε μεταγενέστερη φάση), που είχε την έννοια της λογοδοσίας, της τιμωρίας ή της επανόρθωσης.
Στη νέα ελληνική γλώσσα χρησιμοποιούμε πολλές λέξεις που ανάγουν την αφετηρία τους στο ρήμα ευθύνω (ευθύνομαι): ευθύνη, υπεύθυνος, υπευθυνότητα, ανεύθυνος, ανευθυνότητα, κατευθύνω, κατεύθυνση, ευθυνόφοβος κ.ά.
[Τα ουσιαστικά ευθύνη και υπευθυνότητα] δεν ταυτίζονται σημασιολογικώς, και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να υποκαθιστά το ένα το άλλο.
Το μεν ευθύνη δηλώνει την υποχρέωση που έχει κάποιος να δίνει λόγο για τις ενέργειές του, να λογοδοτεί για ό,τι ενδεχομένως συμβεί, να ανταποκρίνεται στα καθήκοντα ή τις αρμοδιότητες που έχει αναλάβει:
«Να είσαι βέβαιος ότι θα αναζητηθούν και θα αποδοθούν ευθύνες για το φιάσκο της προηγούμενης εβδομάδας», «Θα σταματήσεις επιτέλους να επιρρίπτεις ευθύνες σε άλλους για θέματα που εμπίπτουν αποκλειστικά στη δική σου αρμοδιότητα;»
Το ουσιαστικό υπευθυνότητα, από την άλλη πλευρά, δηλώνει το αίσθημα ευθύνης, τη συναίσθηση της ευθύνης, την απόλυτη επίγνωση και συνείδηση των υποχρεώσεων:
«Ο πολιτικός αυτός είναι αξιοθαύμαστος, διότι τον διακρίνει η υπευθυνότητα σε μια περίοδο λαϊκισμού και ακραίας ανευθυνότητας».
(Από το in.gr 19/1/2018)
Αυταπάτη
Αυταπάτη είναι η σταθερή ψευδής πεποίθηση και χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη για να περιγράψει μια πεποίθηση που προέρχεται από ψέμα, φαντασιοπληξία, εξαπάτηση κ.λπ.
Στην ψυχιατρική, ο ορισμός της αυταπάτης είναι πιο συγκεκριμένος, θεωρώντας ότι η πεποίθηση είναι παθολογική (το αποτέλεσμα μιας ασθένειας ή μιας διαδικασίας της ασθένειας). Παθολογικά, είναι η πεποίθηση που βασίζεται σε ψευδείς ή ελλιπείς πληροφορίες, ή το αποτέλεσμα της αντίληψης που θα ονομάζαμε καλύτερα παραίσθηση.
Οι αυταπάτες εμφανίζονται κυρίως στο πλαίσιο της νευρολογικής ή της διανοητικής ασθένειας, αν και δεν είναι συνδεδεμένες με οποιανδήποτε ιδιαίτερη ασθένεια και έχουν βρεθεί για να εμφανίζονται στο πλαίσιο πολλών παθολογικών τομέων (φυσικών και διανοητικών). Εντούτοις, είναι ιδιαίτερα σημαντικές στην διάγνωση των ψυχωτικών διαταραχών και ιδιαίτερα στη σχιζοφρένεια και στη διπολική διαταραχή.
Ο ψυχίατρος και φιλόσοφος Καρλ Γιάσπερς ήταν ο πρώτος που καθόρισε τα τρία κύρια κριτήρια για να θεωρείται μια πεποίθηση απατηλή στη γενική ψυχοπαθολογία. Αυτά τα κριτήρια είναι:
- βεβαιότητα (που διατηρείται με απόλυτη πίστη),
- αδιόρθωτο (μη μεταβλητή με τον εξαναγκασμό του αντεπιχειρήματος ή της απόδειξης του αντιθέτου),
- αδύνατο ή αναλήθεια του περιεχομένου (αδικαιολόγητο, παράξενο ή προφανώς αναληθές).
Αυτά τα κριτήρια συνεχίζουν ακόμα να αποτελούν τους πυλώνες της σύγχρονης ψυχιατρικής διάγνωσης της αυταπάτης. Στο διαγνωστικό και στατιστικό εγχειρίδιο των διανοητικών διαταραχών, μια αυταπάτη ορίζεται ως «ψεύτικη πεποίθηση βασισμένη στο ανακριβές συμπέρασμα για την εξωτερική πραγματικότητα, που είναι σταθερή και συνεχής παρά το ότι σχεδόν όλοι θεωρούν ότι το αντίθετο είναι αναμφισβήτητο και αποδεικνύεται με προφανή τρόπο και στοιχεία» (από την Wikipedia).
«Για τα πράγματα που δεν μπορείς να μιλήσεις, πρέπει να σωπαίνεις.»
~ Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν
Σοφότεροι μπορεί να μην γίναμε, αλλά δικαιολογίες σίγουρα έχουμε λιγότερες.
Για την αντιγραφή,
Γ.N.