Σύνδεση συνδρομητών

Θεσσαλονίκη, η πόλη και το βιβλίο (ξανά)

Τρίτη, 09 Μαϊος 2023 13:38
Γαλλικό Προξενείο Θεσσαλονίκης, λεωφόρος Στρατού. Στην είσοδό του ξεχωρίζει και η λιτή επιγραφή, σε τρεις γλώσσες, στη μνήμη «των Εβραίων μαθητών και αποφοίτων του Γαλλικού Σχολείου Θεσσαλονίκης, που εκτοπίστηκαν και δολοφονήθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα εξοντώσεως το 1943 και το 1944»: επώδυνη υπενθύμιση, ανεξίτηλη μνήμη.
Κώστας Καλφόπουλος
Γαλλικό Προξενείο Θεσσαλονίκης, λεωφόρος Στρατού. Στην είσοδό του ξεχωρίζει και η λιτή επιγραφή, σε τρεις γλώσσες, στη μνήμη «των Εβραίων μαθητών και αποφοίτων του Γαλλικού Σχολείου Θεσσαλονίκης, που εκτοπίστηκαν και δολοφονήθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα εξοντώσεως το 1943 και το 1944»: επώδυνη υπενθύμιση, ανεξίτηλη μνήμη.

στον Βασίλη Βασιλικό

Μπορεί με τα υψηλά στάνταρ της Φρανκφούρτης, η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης να μην είναι ακριβώς salon des livres, είναι όμως αναμφισβήτητα Salonique des Livres. Οι εντυπώσεις ενός «ξένου» από την πόλη και την Έκθεση Βιβλίου: ένας αστυνομικός συγγραφέας από τη Μασσαλία, που ξέρει τον Γύρο της Γαλλίας καλύτερα από την τσέπη του, ένας καθηγητής Αρχιτεκτονικής που συνηγορεί σταθερά υπέρ της Παραλογοτεχνίας και μια διαδρομή από την Εγνατία μέχρι την Αλεξάνδρου Σβώλου.

 Η πόλη και το πλήθος

Ίσως, τώρα πια, η Θεσσαλονίκη να μην κοιμάται «κάτω από φώτα κίτρινα», κι ίσως, ακόμα, να μην είναι πλέον «ερωτική πόλη» (ένας χαρακτηρισμός που δεν ακούγεται ευχάριστα στα αυτιά των κατοίκων της) κι ούτε καν «πρωτεύουσα των προσφύγων». Όμως, η πόλη πάντα θα σε υποδέχεται με μια μεγάλη αγκαλιά, τον κόλπο του Θερμαϊκού (το φυσικό σύνορο της πόλης) και την ατέλειωτη προκυμαία της, θυμίζοντας κάτι από Σμύρνη, Μασσαλία ή Βαρκελώνη, με τον (σαν) φωσφορίζοντα μωβ φωτισμό του Πύργου του ΟΤΕ τα βράδια, τις μακριές λεωφόρους της που ζηλώνουν δόξα της rue de Vaugirard, αλλά κι εκείνες τις εμβόλιμες διαγώνιες παρόδους της για να χάνεται, στιγμιαία έστω, ο πλάνης. Κι όταν φιλοξενεί συγγραφείς και εκδότες κάθε χρόνο στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, η πόλη, συγγενεύοντας κάπως με τη Λειψία και την αντίστοιχη Έκθεσή της, γίνεται η ίδια ένα αναγνωστήριο, αλλά κι ένα «ανοιχτό βιβλίο».

Έχει κανείς την αίσθηση, πως η Θεσσαλονίκη ζει και αναπνέει με τους ρυθμούς της Αθήνας του 1970 και του 1980, κάπως πιο ράθυμα όμως, η περίφημη χαλαρότητα που, στον Αθηναίο, ακούγεται με δύο και τρία λάμδα ενίοτε. Η πόλη σφύζει από ζωή, κι εδώ ο κόσμος δεν κυκλοφορεί απλώς στους δρόμους, αλλά ξεχύνεται: περπατά, σουλατσάρει, μασουλά ένα κουλούρι στα παγκάκια, κουβαλά τσάντες με ψώνια από την «Αγορά», μεγάλες παρέες σε μικρά καφέ ή μπαρ. Οι Θεσσαλονικείς, από τη φύση τους, είναι πιο συνεσταλμένοι και πιο ευγενικοί, πάντως, από τους Αθηναίους. Σε πολλά πρόσωπα, στο πλήθος που κυκλοφορεί στους δρόμους της πόλης, αλλά και στις στάσεις των λεωφορείων (που συνήθως είναι κατάμεστα σαν τα τρόλεϊ της Αθήνας «Κολιάτσου-Παγκράτι») παρατηρεί κανείς χαρακτηριστικά σκαμμένα από την «επαρχία» (Λαγκαδάς, Γρεβενά κ.ά.) ή από το μεροκάματο, όπως τα αναγνώριζε και στους «εκτός των τειχών» Αθηναίους του 1970. Συχνά ακούει κανείς βαλκανικές γλώσσες, ανάμεικτες με ελληνικά.

Τα κορίτσια είναι σαφώς πιο ψηλά, Μακεδονίτισσες, κι οι Θεσσαλονικιές πιο αεράτες, πιο κομψές, αλλά και πιο φανταχτερές από τις Αθηναίες. Τα νέα παιδιά σφύζουν από αυτοπεποίθηση («Είναι τα νιάτα, ηλίθιε!»), ντυμένα συνήθως στα μαύρα, τα κουρέματά τους δύσκολα τα συναντά κανείς στην Αθήνα. Η Έκθεση, στους χώρους της HellExpo, στις αίθουσες 12, 13 και 15, εκεί όπου μέχρι τα τέλη του 1970 χτυπούσε η καρδιά της αναπτυσσόμενης Ελλάδας, του Ελληνικού Τραγουδιού, αλλά και του Ελληνικού Σινεμά στους γύρω κινηματογράφους, και για την πιτσιρικαρία της εποχής, με το «μαλλί της γριάς στο χέρι», ήταν ένα μεγάλο Λούνα Παρκ, δίπλα στις εκθέσεις αυτοκινήτων και τα ρουμανικά τρακτέρ, γεμίζει από κόσμο που διψά κυρίως να ακούσει τους ομιλητές και περιδιαβάζει τα περίπτερα των εκδοτών με τη δέουσα προσοχή του αναγνώστη κι όχι του «περαστικού» στα αθηναϊκά «φεστιβάλ βιβλίου».

Έχει κανείς την αίσθηση του ντεμποριανού dérive, καθώς η πόλη χωρίζεται από ένα «αόρατο τείχος», κάπου στην Αριστοτέλους, ανάμεσα στις αρχές της Εγνατίας και την εκβολή της Αλεξάνδρου Σβώλου (πρώην Πρίγκηπος Νικολάου, αλλά και πρώην Πολωνίας): από τη μια το (παλιό) «εμπορικό» κομμάτι της, από την άλλη το (σύγχρονο) «καταναλωτικό» της. Η Βαλαωρίτου π.χ. είναι από τους πιο ενδιαφέροντες και «αντιφατικούς» δρόμους της πόλης, με παλιά καταστήματα, παραδοσιακούς εμπορικούς οίκους, όπως το «Άρμα. Κασμήρια 1936», μαγαζιά νεωτερισμών (όπως και στην Εγνατία) με ενδύματα και υποδήματα για τα «λαϊκά στρώματα», μέγαρα με διαμπερή είσοδο εν είδει Στοάς, καταστήματα με αμφιερατικά ενδύματα, όπως ο «Χιτών» και κάπου ενδιάμεσα μπαράκια-στέκια της νεολαίας, όπως το Notre Dome, με Dire Straits ή Ντύλαν διακριτικά στο μεγάφωνο. Πριν από τα Λαδάδικα, ένα ζαχαροπλαστείο κι αυτό βγαλμένο από το 1980, «Napoleon. Brasserie-Patisserie-Café», μια οικογενειακή επιχείρηση το πιθανότερο, αφού τις Κυριακές είναι κλειστό.

thessnoir

Κώστας Καλφόπουλος

Κι ένα καφέ-μπαρ που θυμίζει ότι η πόλη θα μπορούσε να είναι νουάρ σκηνικό.

Αν ακολουθήσει κανείς τη διαδρομή προς την Έκθεση από τους παραδρόμους της Εγνατίας, «επιστρέφει» σε μια πόλη-σκηνικό και χάνεται «μακριά από το αγριεμένο πλήθος» των καταναλωτών και των τουριστών, προσπερνώντας πολλά μικρά ξενοδοχεία, όπως τα ξέραμε γύρω από την «Ομόνοια» του Γιώργου Ιωάννου. Δύο πράγματα προξενούν εντύπωση στον αδαή Αθηναίο: πρώτον, εδώ δεν υπάρχει (ακόμα;) ηλεκτρονικό εισιτήριο, άρα καταφεύγει κανείς στο περίπτερο, αφού οι κερματοδέκτες των λεωφορείων δεν δίνουν ρέστα (!) και δεύτερον, δύσκολα θα προμηθευτεί κανείς έναν αξιόπιστο χάρτη της πόλης, αναζητώντας κάποιο βιβλιο-χαρτοπωλείο επί ματαίω.

 

Ένας Μαρσεγιέζος στη Θεσσαλονίκη

Ο Φρανσουά Τομαζώ, αν και γενημμένος στη Λιλ, είναι ένας βέρος Μαρσεγιέζος. Για τους σύγχρονους γάλλους συγγραφείς του πολάρ, όπως ο Αττιά και η Μανοττί, στο δρόμο που άνοιξε ο Ιζζό, το μεγάλο λιμάνι, ένα σταυροδρόμι (carrefour) εθνοτήτων, πολιτισμών και γεύσεων, δεν είναι ένα ακόμα σκηνικό για το αστυνομικό αφήγημα. Για τον Τομαζώ, επιπλέον, είναι και η πόλη του Καντονά και του Ζιζού, όπως κλήθηκε να σχολιάσει τα «τέκνα» της, σε ένα διάλογο, με τη συμμετοχή επίσης της Ευγενίας Γραμματικοπούλου, στον ομότιτλο χώρο της Έκθεσης (7. 5.), με τον συγγραφέα τού Μασσαλία εμπιστευτικό, το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που ξεκινά από τα χρόνια του Λεόν Μπλουμ και του Λαϊκού Μετώπου και θα καταλήξει μέχρι το 1953, ενώ προετοιμάζεται ήδη το δεύτερο βιβλίο στα ελληνικά. Στη Θεσσαλονίκη βρέθηκε με τη στήριξη του Γαλλικού Προξενείου, στο πλαίσιο της γαλλόφωνης συμμετοχής στην Έκθεση Βιβλίου, και του Lycée, όπως αποκαλείται το Γαλλικό Ινστιτούτο εδώ, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Octana, που τον σύστησαν πρώτες στο ελληνικό κοινό στη μετάφραση της Λίνας Σιπητάνου.

Στις αρχές της λεωφόρου Στρατού, διαγώνια απέναντι από τις εγκαταστάσεις της ΕΡΤ3, ξεχωρίζει ένα λευκό παραλληλεπίπεδο, με λιτές γραμμές, κτίριο, που χτίστηκε εκ νέου μετά την πυρκαγιά του 1968, όπου συστεγάζεται και το Γαλλικό Προξενείο. Στην είσοδό του ξεχωρίζει ένα banner για μία έκθεση αφιερωμένη στα 60 χρόνια από την επίσκεψη του Ντε Γκωλ στη Θεσσαλονίκη (που την αναπαρέστησε εξαιρετικά ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, στο Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου), αλλά και μια λιτή επιγραφή, σε τρεις γλώσσες, στη μνήμη «των Εβραίων μαθητών και αποφοίτων του Γαλλικού Σχολείου Θεσσαλονίκης, που εκτοπίστηκαν και δολοφονήθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα εξοντώσεως το 1943 και το 1944»: επώδυνη υπενθύμιση, ανεξίτηλη μνήμη.

Αν όμως κάτι διαφοροποιεί τον Φρανσουά Τομαζώ από τους υπόλοιπους ομότεχνούς του, δεν είναι τόσο η λογοτεχνική, αλλά και η ρεαλιστική αναπαράσταση της ταξικής πάλης τα χρόνια του Λαϊκού Μετώπου στη φόρμα του «πολάρ» και η ανηλεής σύγκρουση της δικής του French Connection ανάμεσα στις τρεις «μαφίες», τη μαρσεγιέζικη, την κορσικανή και την ιταλική, όσο κάτι «εξωλογοτεχνικό»: η συστηματική του ενασχόληση με τον Γύρο της Γαλλίας (για τον οποίο έχει γράψει κι ένα αστυνομικό!), ως συνεργάτης επί 35 χρόνια του Ρόιτερς, αλλά και αρκετά βιβλία, για τη Μασσαλία, ακόμα και για τις παρισινές brasseries, όπως και το ενδιαφέρον του για τον ποπ πολιτισμό, που αποτυπώνεται εξαιρετικά στο τελευταίο, αστυνομικό και αυτό, βιβλίο του Mr. Nice. L’ histoire oubliée du jeune Mod, το οποίο διαδραματίζεται στο Λονδίνο των ατίθασων Mod, «μία μαύρη (noire) και κωμικοτραγική εκτίναξη στη σκοτεινή πλευρά των swinging sixties»: ένας Μαρσεγιέζος, πράγματι, αισθάνεται άνετα στη Θεσσαλονίκη.

 

Η επιστροφή μιας Συνηγορίας

Το βιβλίο του για την «παραλογοτεχνία» παραμένει ακόμα, 41 χρόνια μετά, ένας «οδοδείκτης» στον χώρο του αστυνομικού αφηγήματος (και όχι μόνο). Στις σελίδες του «παντρεύεται» η σημειολογία, όταν ακόμα ο Μπαρτ και ο Έκο (με τον οποίο περισσότερο συγγενεύει η προσέγγισή του) ήταν άγνωστοι στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, με ό,τι βαφτίζαμε ως «παραλογοτεχνία» ή «ευτελές ανάγνωσμα», σ’ ένα πρωτότυπο, ρηξικέλευθο εγχείρημα ενός αρχιτέκτονα, που τακτοποιούσε τη «σκόρπια ζωή» των χάρτινων ηρώων, από τον SAS μέχρι τον Τεντέν και από τις «μοιραίες γυναίκες» στον Τσαίηζ μέχρι τον Ιούλιο Βερν.

Ο Πέτρος Μαρτινίδης, ένας «παραδοξολόγος», όπως αυτοπροσδιορίζεται, μας σύστησε και το campus novel στη χώρα μας, ίσως και «ο καλύτερος τρόπος για να απαλλαγείς από έναν αντιπαθητικό συνάδελφο», όπως δήλωσε στη συζήτηση, το βράδυ της Παρασκευής, στο πλαίσιο της Έκθεσης, είναι ένας γλαφυρός ομιλητής που κατέχει εξαίσια την τέχνη του (αυτο)σαρκασμού, αλλά και τα απαραίτητα θεωρητικά εργαλεία στο είδος και τα υπο-είδη μιας λογοτεχνίας με έντονα ριζωματική δομή. Γνωρίζει την πόλη «σαν την τσέπη του», αλλά και ως αρχιτέκτονας που «σημειολογεί» τις σχετικές θεωρίες στο πεδίο του, μεταφέροντας από το Παρίσι και το Λονδίνο τη σκευή μιας παιδείας, που σαράντα χρόνια πριν ήταν μάλλον bon pour l’Orient. Κυρίως, όμως, είναι γνώστης του είδους που μοιράζεται με τον αναγνώστη, αλλά και το συνομιλητή του, τη «χαρά της ανά-γνωσης», βάζοντας σε μια τάξη ένα «αχανές τοπίο» που δεν περιορίζεται μόνο στο αστυνομικό αφήγημα, αλλά περιλαμβάνει την επιστημονική φαντασία και τα bandes desinées.

Το αστυνομικό αφήγημα, ως ένα άλλο είδος της «λογοτεχνίας της πόλης», είναι «κτήμα» κυρίως των μητροπόλεων και των μεγάλων πόλεων, εκεί «όπου πραγματικά ο διπλανός είναι ένας άγνωστος», όπως επισήμανε και στη συζήτηση ο συνομιλητής. Στο ερώτημα, «ποια από τις δύο πόλεις, Αθήνα ή Θεσσαλονίκη, είναι πιο γκρίζα, άρα και κατάλληλη για ένα νουάρ σκηνικό;», ο Μαρτινίδης επιβεβαιώνει πως είναι και θέμα τάξης μεγεθών των πόλεων, «εξ ου και η Αθήνα πρώτη απέκτησε, μέσω του Μαρή, το αστυνομικό της μυθιστόρημα, κάτι που θα συμβεί αργότερα και με τη Θεσσαλονίκη, την εποχή πλέον που απέκτησε γύρω στο 1 εκατομμύριο κατοίκους, το οποίο είναι και το κρίσιμο μέγεθος». 

Και, πάντως, ένα κομμάτι της απάντησης μπορεί να βρίσκεται στους δύο συλλογικούς τόμους Θεσσαλονίκη νουάρ και Απειλητική νύμφη, από τις εκδόσεις Αρχέτυπο, με τη συμβολή του Αλέξανδρου Μυροφορίδη και επίμετρο του συγγραφέα της Συνηγορίας στον πρώτο τόμο. Γιατί, η Θεσσαλονίκη δεν είναι μόνο η πόλη του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, της «σχολής της Θεσσαλονίκης», και –γιατί όχι;– του Θόδωρου-Τέρρυ Παπαντίνα, αλλά, και του Μαρή, του Φερστ, του Μαρτινίδη και των «επιγόνων» τους.

   

Κώστας Θ. Καλφόπουλος

Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Βιβλία του: Στην εποχή της περιπλάνησης (2000), Tilt! Δοκίμιο για το φλίππερ (2005), Far from the RAF. 30 χρόνια από το «γερμανικό φθινόπωρο»(2007), Καφέ Λούκατς. Budapest Noir (2008), Ένα παράξενο καλοκαίρι (2011), Καρέ-καρέ και άλλα διηγήματα (2013), Φλίππερ (2016). Μόλις κυκλοφόρησαν τα βιβλία του, Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις (με τον Άγη Πετάλα) και Ένα φέρετρο για τη Σόφια (με τον Ανδρέα Αποστολίδη), Multiball (επιμ.).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.