Σε πρώτη ανάγνωση, οι απαντήσεις του κ. Βενιζέλου δίνουν την εντύπωση ότι έχουν εσωτερική λογική συνοχή που συνδέει τη γνώμη του για τα επιμέρους θέματα με μια γενική πολιτική θεωρητική σκέψη, της οποίας είναι εκφραστής, δημιουργώντας την εικόνα ενός πολιτικού ο οποίος δρα ως εφαρμοστής μιας συγκεκριμένης πολιτικής θεωρίας της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, την οποία θεωρεί και ως αποδεδειγμένα αληθή.
Με άλλα λόγια, ο κ. Βενιζέλος παρουσιάζει τον πολιτικό ως ένα είδος «μηχανικού της πολιτικής εξουσίας», παρουσιάζοντας έτσι την πολιτική καθημερινότητα ως μια κατασκευή, η δομή και η λειτουργία της οποίας βασίζεται επάνω σε επιστημονικά αληθείς προτάσεις – όπως περίπου η κατασκευή και η λειτουργία ενός κινητήρα εσωτερικής καύσεως βασίζεται στους νόμους της φυσικής και της χημείας.
Η στάση αυτή του κ. Βενιζέλου γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στο σημείο της συνέντευξης όπου, απαντώντας στην ερώτηση του Ηλία Κανέλλη αν υφίσταται πρόβλημα δημοκρατίας, λέει ότι «η δημοκρατία δεν είναι απλώς ιδέα, πρωτίστως είναι σύστημα νομικών θεσμών». Το πρόβλημα στην απάντηση του κ. Βενιζέλου δεν είναι ότι η δημοκρατία για να υλοποιηθεί χρειάζεται ένα σύστημα νομικών θεσμών, αλλά το ότι προσδίδει στους νομικούς θεσμούς το χαρακτήρα του κύριου προσδιορισμού της φύσης της δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, ο κ. Βενιζέλος ανάγει τη δημοκρατία σε ένα σύστημα νομικών θεσμών, τοποθετώντας εαυτόν στη μακρά παράδοση του νομικού θετικισμού.
Όπως κάθε άλλη θετικιστική επιστημονική προσέγγιση, ο νομικός θετικισμός ταυτίζει το αντικείμενο μιας επιστήμης –στην περίπτωσή μας, του δικαίου– με ένα σύστημα προτάσεων και κανόνων και θεωρεί ως επιστημονικό μόνο ό,τι παράγεται λογικά από αυτό το σύστημα. Αυτό σημαίνει για την αναγωγή της δημοκρατίας σε ένα σύστημα νομικών θεσμών ότι κάθε πολιτική πράξη που δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως παράγωγο αυτού του συστήματος είναι όχι μόνο τυπικά παράνομη αλλά και ουσιαστικά αντιδημοκρατική.
Όμως, αυτή η ταύτιση αντικειμένου και επιστημονικής δομής είναι εσφαλμένη γιατί παραβλέπει το γεγονός ότι η λογική συνοχή και η αξιωματική δομή είναι μόνο αναγκαίες αλλά όχι και ικανές συνθήκες για την ισχύ των προτάσεων μιας επιστημονικής θεωρίας. Η ισχύς των προτάσεων μιας επιστήμης προϋποθέτει την ανεξάρτητη ύπαρξη του αντικειμένου της, δηλαδή των φαινομένων εκείνων που μας ωθούν στην βεβαιότητα ότι ένα συγκεκριμένο πεδίο φαινομένων της πραγματικότητας είναι δομημένο έτσι ώστε να μπορέσει να διερευνηθεί από μια επιστήμη. Η επιστήμη της φυσικής, παραδείγματος χάριν, θα ήταν απλό αποκύημα της φαντασίας εάν ο κόσμος μας δεν ήταν χωροχρονικά δομημένος και δεν περιείχε τα εκτατά σώματα και τις κινήσεις τους.
Όπως λοιπόν η φυσική επιστήμη προϋποθέτει την ύπαρξη και υπηρετεί τη διερεύνηση της φύσης του φυσικού κόσμου, έτσι και η επιστήμη του δικαίου προϋποθέτει και υπηρετεί το δίκαιο. Και επειδή κατά γενική ομολογία μόνο στη δημοκρατία, δηλαδή μόνο σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα είναι δυνατή η τελειότερη υλοποίηση του δικαίου, η επιστήμη του δικαίου προϋποθέτει όχι μόνο την ύπαρξη του δικαίου αλλά και την πρακτική γνώση της πολιτικής πραγματικότητας σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα.
Αυτό όμως σημαίνει ότι ο δημοκρατικός πολιτικός δεν ενεργεί ακολουθώντας επιταγές και συμπεράσματα που παράγονται στο πλαίσιο ενός «λογισμού του δικαίου» από αφηρημένα αξιώματα, αλλά με βάση την πρακτική του γνώση τού τι σημαίνει πολιτική πραγματικότητα, γνώση που έχει αποκτήσει ως ενεργό μέλος της δημοκρατικά οργανωμένης κοινωνίας που ζει και που μοιράζεται με τους πολίτες, ανεξάρτητα από το αν αυτοί έχουν γνώσεις της επιστήμης του δικαίου ή όχι. Με άλλα λόγια, ο δημοκρατικός πολιτικός δεν είναι μηχανικός της πολιτικής εξουσίας, αλλά λειτουργικό μέρος της δημοκρατικά οργανωμένης κοινωνικής πραγματικότητας που χαρακτηρίζεται από την προσπάθειά της να υλοποιήσει –μεταξύ άλλων– την ιδέα και τις αξίες του δικαίου. Η δραστηριότητά του βασίζεται σε αποφάσεις που παίρνει φέροντας την ευθύνη των πράξεών του και η αξιολόγηση αυτών των αποφάσεων δεν γίνεται από επιστημονικές επιτροπές αλλά –σύμφωνα με της αρχές του δικαίου και του δημοκρατικού πολιτεύματος– από τα αρμόδια δικαστήρια.
Με βάση λοιπόν τη διάκριση ανάμεσα σε έναν επιστήμονα του δικαίου και έναν δημοκρατικό πολιτικό, διαπιστώνουμε ότι στην συνέντευξή του ο κ. Βενιζέλος συγχέει τη σφαίρα της επιστήμης και της πολιτικής πραγματικότητας, κάτι που καθιστά την κριτική του στις ενέργειες της κυβέρνησης σχετικά με τις παρακολουθήσεις πολιτικών και στρατιωτικών απλές απόψεις επιπέδου καφενείου ντυμένες σε έναν βαρύγδουπο μανδύα επιστημονικότητας, κάτι που δείχνει επίσης ότι έχει και μια πολύ συγκεχυμένη έννοια της πολιτικής αλλά και της «μεταπολιτικής». Και αυτό είναι κρίμα, γιατί έτσι διαβρώνει το κύρος που κατάφερε να αποκτήσει ως ενεργός δημοκρατικός πολιτικός.