Εγώ δεν χρειάζεται να καταπιώ άνθρακα-14, σαν τον Άλκη, για να ξαναγυρίσω στις 30 Ιουνίου 2015. Ξαναθυμήθηκα ζωηρά την ημερομηνία τώρα, μετά την πολυσυζητημένη εκδήλωση στο Ινστιτούτο Γκαίτε που επιδίωξε τη σχετικοποίηση του κινήματος «Μένουμε Ευρώπη». Στο μπλέντερ της εκδήλωσης αυτής ανακατεύτηκαν η Ευρώπη, το πρόσφατο παρελθόν μας, οι υποκλοπές και η ποιότητα της δημοκρατίας. Α! Και η λήθη.
Τα σύννεφα ήταν απειλητικά και είχα πάρει ομπρέλα, αλλά είχα πάει. Η βροχή κινδύνευε τα ματαιώσει εκείνη την τελευταία δυνατότητα διαμαρτυρίας ενάντια στην παλαβομάρα. Το διακύβευμα ήταν τεράστιο, αλλά δεν ήταν υπολογισμένο πολιτικό ρίσκο (όπως, για παράδειγμα, όταν ο Καραμανλής έβγαλε την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974). Ήταν σκέτοι κύβοι, δηλαδή ζάρια. Η μπαρμπουτιέρα είχε ήδη στηθεί, όχι στο Θησείο, αλλά στην Ηρώδου Αττικού.
Συνήθως το πλήθος είναι ανώνυμο σε τέτοιες συγκεντρώσεις, αλλά εδώ δεν ήταν. Κάθε δέκα βήματα συναντούσες φίλους και γνωστούς, με την αγωνία κοινή, αλλά και με έναν ενθουσιασμό. Είχες έντονα την αίσθηση του ανήκειν, ότι δηλαδή το «Μένουμε Ευρώπη» –παρά τη χλιαρή αγκιτάτσια της εξέδρας– μας ένωνε συγκινητικά. Και ακόμη περισσότερο ότι μοιραζόμασταν ένα ανιδιοτελές σύνθημα – σε αντίθεση με το «Ήμουν κι εγώ εκεί» του Πολυτεχνείου, που θα γέμιζε πλατείες ολόκληρες αν μαζεύονταν όλοι οι ωσεί παρόντες.
Είχα πάρει και τα παιδιά μαζί μου. Όχι για μπούγιο, όχι γιατί είχαν κατασταλαγμένη άποψη, ούτε για να τους τριβελίσω το μυαλό με τη δική μου. Αλλά για να μπορούν, χρόνια μετά, να λένε κι εκείνα: «Ήμουν κι εγώ εκεί».