Αντίθετα ίσως προς τις προσδοκίες όσων θα περίμεναν μια πιο «δυναμική» εμφάνιση της οικογένειάς του, επιμένοντας ίσως σε μια πιο πομπώδη και «πολιτική» κηδεία, για να ανοίξουν ακόμα ένα μέτωπο στον επικείμενο προεκλογικό αγώνα, αυτή υποτάσσεται στη «raison d'état» της τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας και κρατάει χαμηλούς τόνους, απολαμβάνοντας ίσως σιωπηλά την αναγνώριση που αντλεί από το γεγονός ότι στην κηδεία θα παραστούν εκπρόσωποι από σχεδόν όλους τους εν ενεργεία ευρωπαϊκούς βασιλικούς οίκους. Με άλλα λόγια, ο «τέως» θα συνοδευτεί στην τελευταία του κατοικία από «συναδέλφους» του στο αξίωμα.
Αρκετοί συμπολίτες εκφράζουν όμως τη θλίψη τους, τόσο για τον θάνατο του τέως μονάρχη όσο και για τη διαχειριστική μεταχείρισή του από την κυβέρνηση. Άλλοι πάλι απορούν και ίσως πικάρονται από αυτές τις εκδηλώσεις θλίψης –σχεδόν σαν μοντέρνοι Ιακωβίνοι– θεωρώντας ότι η κηδεία του είναι καθαρά ιδιωτική υπόθεση, στην οποία η ελληνική πολιτεία θα πρέπει να έχει μια καθαρά διεκπεραιωτική ανάμειξη.
Πριν όμως αυτοί οι τελευταίοι σπεύσουν να ξεσκεπάσουν και να καταγγείλουν τους συμπολίτες τους ως κρυπτομοναρχικούς και οπισθοδρομικούς, ας λάβουν υπόψη τους ότι:
α) Η συνταγματική μοναρχία είναι από φιλοσοφική άποψη το καλύτερο ρεπουμπλικανικό πολίτευμα. Όλοι οι κλασικοί πολιτικοί φιλόσοφοι, αρχής γενομένης από τον Πλάτωνα, θεωρούν ότι σε μια κοινωνία ώριμων και ορθολογικών ανθρώπων, η διαχείριση της πολιτικής εξουσίας πρέπει να ανατεθεί σε έναν άνθρωπο, ο οποίος θα εκπροσωπεί και θα υλοποιεί την εξουσία, η οποία πηγάζει από τον λαό, δηλαδή τους πολίτες. Προφανώς αυτή η εξουσιοδότηση δεν καθιστά τον ανώτατο άρχοντα απόλυτο δυνάστη, καθώς ελέγχεται και διαμεσολαβείται από τα διάφορα όργανα που απαρτίζουν τις λεγόμενες τρεις εξουσίες – τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική. Δεν μπορώ εδώ να παρουσιάσω μια λεπτομερή και ενδελεχή ανάλυση του θέματος, θα ήθελα όμως να επισημάνω, ότι σε όλες τις ευνομούμενες και κατά την αντίληψή μας δημοκρατικές και ρεπουμπλικανικές πολιτείες η εξουσία ασκείται πάντα από ένα πρόσωπο, είτε αυτό κατέχει ένα αιρετό αξίωμα, όπως αυτό του Προέδρου της Δημοκρατίας, ή ένα κληρονομικό όπως αυτό των συνταγματικά καθορισμένων μοναρχών – όπου ακόμα και στην περίπτωση της κληρονομική διαδοχής τα συντάγματα προβλέπουν ένα μηχανισμό αποδοχής του νέου μονάρχη από το λαό. Δυαρχικά και πολυαρχικά πολιτεύματα είναι ασταθή, όπως μας δείχνει η μοίρα πολιτευμάτων όπως αυτό της αρχαίας Σπάρτης, της δημοκρατικής Ρώμης, της αρχαίας Αθήνας και των ιταλικών πόλεων-κρατών του Μεσαίωνα.
β) Το αίσθημα της θλίψης δεν πηγάζει από το γεγονός ότι μια μερίδα των πολιτών θέλει να «ξαναγυρίσει ο βασιλιάς», αλλά από το γεγονός ότι στην Ελλάδα το πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχίας απαξιώθηκε ηθικά για δύο κύριους λόγους: ο πρώτος είναι ότι οι δυο άμεσοι προκάτοχοι του εκλιπόντος έκπτωτου τέως μονάρχη υπέπεσαν στο «χομπσιανό» αμάρτημα που διαβρώνει την ηθική ισχύ του θεσμού – από εγγυητές και ρυθμιστές του πολιτεύματος και αρχηγοί του κράτους έγιναν παραταξιάρχες, μετέτρεψαν δηλαδή το λειτούργημά τους σε επάγγελμα. Γι’ αυτή την τροπή των πραγμάτων δεν είναι οι μοναδικοί υπεύθυνοι, καθώς ήδη από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα σχεδόν σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος της Ελλάδας ακολούθησε την υπόλοιπη Ευρώπη στη διάλυση του ρεπουμπλικανικού κράτους δικαίου με τις γνωστές ιστορικές συνέπειες.
γ) Επειδή, όπως τονίζει ο Πλάτων, κάθε πολιτική κατάσταση γεννά και τους ανθρώπους που την υπηρετούν και, κατά συνέπεια, αυτός που μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον πολιτικής εκτροπής σκέπτεται και δρα σε κατηγορίες εκτροπής, ο εκλιπών δυστυχώς δεν είχε καμιά ιστορική ευκαιρία να αντιστρέψει αυτή την εξέλιξη όσο ο υπόλοιπος πολιτικός κόσμος, ή τουλάχιστον η συντριπτική πλειοψηφία του, επέμενε να διατηρεί το κλίμα της «συνέχειας του εμφυλίου με άλλα μέσα». Και όταν τελικά η χώρα, μετά τις εμπειρίες της δικτατορίας και του Κυπριακού, μπόρεσε να ξαναβρεί την πολιτική της ισορροπία, ο εκλιπών χρεώθηκε και τελικά πλήρωσε το τίμημα της αμαρτίας των προγόνων και προκατόχων του. Το αν ο ίδιος δεν συμπεριφέρθηκε έξυπνα, αν δεν μπόρεσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αν έκανε λάθη έπαιξε μικρό ρόλο στις εξελίξεις που οδήγησαν στην ειρηνική και δημοκρατική αποπομπή του. Οι ρίζες της συνταγματικής μοναρχίας στο έδαφος της γενικής βούλησης του ελληνικού λαού είχαν ατροφήσει πολύ πριν από την εμφάνισή του στο προσκήνιο της ιστορίας.
Ναι, θλίψη λοιπόν, για το θάνατο του τελευταίου μονάρχη της Ελλάδας, διότι η θλίψη εκφράζει το θαμπό συναίσθημα της συλλογικής αποτυχίας του θεσμού.
Αν είχε επιτύχει τότε δεν θα επικρατούσε θλίψη αλλά πένθος.