Τώρα, ακραιφνής παπανδρεϊκός πλέον, ξενυχτούσε δίπλα στο ραδιόφωνο και ξύνοντας διαρκώς με το μαχαίρι το μολύβι που είχε φέρει από το μπακάλικο δεν έγραφε βερεσέδια, αλλά τα αποτελέσματα των εκλογών όπως τα άκουγε. Είχε, ισχυριζόταν, μία δικιά του μέθοδο για να κάνει ακριβείς προβλέψεις, που σε εκείνες τις εκλογές μάλλον δεν χρειάζονταν (53% Παπανδρέου γαρ). Στους φίλους του όλον εκείνο τον καιρό έλεγε ότι δεν εμπιστευόταν «αυτό το νιάνιαρο», τον άνθρωπο που θα γινόταν βασιλιάς δηλαδή, γιατί η μαμά του τον έκανε ό,τι ήθελε – είχε και εκείνα τα προηγούμενα με τον παππού του. Η νόνα μου, σιωπηλή («όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων’ οι κότες», ήταν η συμβολή της στις κορωμένες πολιτικές συζητήσεις), χωρίς ποτέ να φέρει αντίρρηση, ψήφιζε, και αυτή φυσικά, Παπανδρέου.
Μετά τις εκλογές, το καλοκαίρι του 1965, Ιούλιος ήτανε, μαζευτήκαμε, πολύς κόσμος, αλλά όχι και ο πάππους, στο αεροδρόμιο που θα ερχόταν ο νέος βασιλιάς. Τα θερινά του ανάκτορα ήταν στο Μον Ρεπό και θα ερχόταν για διακοπές, προκειμένου να αναπαυτεί από τον κάματο των βασιλικών του καθηκόντων. Εκεί θα γεννούσε και η Άννα-Μαρία την πρωτότοκη Αλεξία. Απέναντι από εκεί που στεκόμαστε περιμένοντας βρισκόταν ο Πύργος Ελέγχου με τους τυχερούς που είχαν καταφέρει να εξασφαλίσουν μια θέση να κρέμονται σαν τσαμπιά. Τυχερούς δηλαδή μέχρι τη στιγμή που ξαφνικά το μπαλκόνι του Πύργου κατέρρευσε και άρχισαν να έρχονται τα ασθενοφόρα, χαλώντας κάπως τον πανηγυρικό χαρακτήρα της βασιλικής άφιξης. Ένας φίλος του πατέρα μου ήταν νεκρός, δύο συμμαθήτριές μου βαριά τραυματισμένες. Το θυμάμαι σαν σήμερα.
Αργότερα, στη Μητρόπολη, τους είδα από κοντά. Ο πάππους μου, μπακάλης με δανεισμένο λέγειν από το δάσκαλο του δημοτικού που του έγραφε τους πύρινους στομφώδεις λόγους τους οποίους διάβαζε στις εθνικές επετείους, ήταν πρόεδρος στο Εμπορικό και Βιοτεχνικό Επιμελητήριο και έτσι, μετά από χίλια παρακάλια, τρύπωσα και εγώ μαζί με τους τοπικούς επισήμους στην εκκλησία. Πόσο γέρος, με σκαμμένο το πρόσωπο μου φάνηκε ο Παπανδρέου· πόσο νέος, με σχεδόν μωρουδιακή επιδερμίδα ο βασιλιάς, καθώς βάδιζαν στον ανθοστόλιστο διάδρομο με το κόκκινο χαλί για να πάρουν τη θέση τους κοντά στο ιερό. Θα ήθελα να τους αγαπήσω, αυτόν και την Άννα-Μαρία έτσι φαντασμαγορικοί που ήσαν, αλλά τα λόγια του πάππου με εμπόδιζαν.
Τα νταραβέρια μου με τη βασιλεία είχαν αρχίσει νωρίτερα, δυο χρόνια πριν νομίζω. Ήταν καλοκαίρι και εγώ βρισκόμουν στο Καστέλο, μία ρέπλικα μεσαιωνικού πύργου που είχε χτίσει ένας ιταλός ευγενής στο μεσοπόλεμο, που πήρε μετά το Δημόσιο, που τον νοίκιασε ο θείος μου και που τον έκανε ξενοδοχείο. Θα το έχετε δει στην Κόμησσα της Κερκύρας. Ήταν απομεσήμερο, είχα ήδη φάει και είχα ήδη λερώσει την άσπρη φανέλα μου με ένα ροδάκινο, μπορεί και με κόκκινη σάλτσα. «Παίξε όσο θέλεις πίσω», με είχαν προειδοποιήσει, «αλλά μην εμφανιστείς σε αυτή την κατάσταση στην είσοδο του ξενοδοχείου. Θα έρθουν κάποιοι επίσημοι», χωρίς να τους προσδιορίσουν.
Γενικά δεν μπορώ να παινευτώ ότι ήμουν πολύ υπάκουος και είχα μία ακράτητη περιέργεια να δω με τι μοιάζουν αυτοί «οι επίσημοι». «Για έλα εδώ μικρέ, μην κρύβεσαι», μου φώναξε μία ωραία κυρία, ενώ εγώ νόμιζα πως ήμουν αθέατος πίσω από ένα αγκωνάρι του Πύργου. Με πήρε στην αγκαλιά της και με ρώτησε αργά και καθαρά, πώς με λένε, πόσων χρονών είμαι, και τα τοιαύτα. Είχε μία ξενική προφορά, άσπιλα και ατσάκιγα ρούχα και φορούσε ένα άρωμα που θα μου άρεσε αν δεν μου θύμιζε λίγο την μυρωδιά της κλινικής όπου είχα βγάλει αμυγδαλές και κρεατάκια.
Δίπλα της καθόταν ο Διάδοχος, όπως μου είπαν μετά, ο οποίος οδηγούσε το στρατιωτικό τζιπ με το οποίο είχαν έλθει, και από πίσω τους μία μεγάλη κουστωδία. Σε αυτές τις ηλικίες δεν ξεχνάς τις λεπτομέρειες, σου σφηνώνονται, θυμάσαι ακόμη και τον θόρυβο που έκαναν οι τρακτερωτές ρόδες στα χαλίκια, καθώς έφευγαν φουριόζοι. Αργότερα, μετά τη μεταπολίτευση, όταν διηγιόμουν την ιστορία για το πώς με κάθισε στα πόδια της η βασίλισσα Φρειδερίκη (έκπτωτη βασιλομήτωρ τότε) υπήρχαν κάποιοι που μου έλεγαν ότι ήταν ευχή, ενώ κάποιο άλλοι (ισχυρή πλειοψηφία) πως ήταν κατάρα — ανάλογα με την πολιτική τους τοποθέτηση.
Θυμάμαι τα γεγονότα της Κέρκυρας το 1965, την παραίτηση Παπανδρέου και όσα επακολούθησαν κυρίως ως καρικατούρες μέσα από τις γελοιογραφίες του Φωκίωνα Δημητριάδη και του Κώστα Μητρόπουλου, στις εφημερίδες του Συγκροτήματος. Με εντυπωσίαζε που τόσο σοβαρά γεγονότα –τα οποία δεν καταλάβαινα και πολύ καλά, αλλά οι μεγάλοι όλο αυτά συζητούσαν– συνέβαιναν τέσσερα χιλιόμετρα από το σπίτι μου. Η Ιστορία κατοικούσε στο Μον Ρεπό. Ομολογώ, ωστόσο, ότι το «Αλεξία πάρε θέση» δεν θυμάμαι καθόλου να ειπώθηκε.
Ξαναδιασταυρώθηκα με τον βασιλιά στις 13 Δεκεμβρίου 1967. Εκείνη την κρύα μέρα (γιατί θυμάμαι τη μυρουδιά της σόμπας πετρελαίου που έκαιγε όλη μέρα) συνέβησαν δυο σημαντικά γεγονότα: α) η αγαπημένη μου θεία που με έπαιρνε βόλτες, μου αγόραζε παιχνίδια και με τάιζε μπριζόλες, παγωτό μόκα και προφιτερόλ έπαθε ένα σοβαρό έμφραγμα, και β) ο βασιλιάς κήρυξε αντιπραξικόπημα κατά της χούντας. Ο πάππους, παρ’ όλο που συνέχιζε να μην τον χωνεύει, έτρεφε μια κρυφή ελπίδα ότι θα τα κατάφερνε, μέχρι που ακούσαμε από το βραχνό μας τρανζίστορ την ένρινη φωνή του εκφωνητή να μας πληροφορεί πως «ο Κωνσταντίνος (ο Κωνσταντίνος;) διώκεται (διώκεται;) από χωρίου εις χωρίον». Έβαλε τις πιτζάμες του, φόρεσε τη μάλλινη σκούφια του και πήγε για ύπνο.
Αυτή είναι η προσωπική μου ιστορία με τη βασιλεία. Θραύσματα μνήμης. Τα υπόλοιπα τα ξέρουν σχεδόν όλοι. Εκτός από τους νεότερους.
Πολυ πολυ ομορφο!Για τους σημερινους εξηνταρηδες,εβδομηνταρηδες,ογδονταρηδες ολα αυτα ειναι κομματι της ζωης τους,της ιστοριας που εζησαν στο πετσι τους.Πως ειναι δυνατον να μη τα θυμουνται;Να μη συγκινουνται σημερα;...
14 Ιαν 2023, 09:01