Η Ρωσία του Πούτιν επιβάλλει τη λήθη! Με αυτή τη φράση προειδοποιούσα για τις αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις του Πούτιν, πολύ καιρό πριν η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία. Την ίδια φράση χρησιμοποίησα και όταν αναδημοσιεύτηκε όλη η συνέντευξη με τον Γιαν Ραντσίνσκι στην ιστοσελίδα του Books' Journal. Σήμερα, ξεχωρίζω τα σημαντικότερα από εκείνη τη συνομιλία-ποταμό, προκειμένου να γνωρίζουμε όλοι τη δραστηριότητα της οργάνωσης Μεμοριάλ, σημαντικής προσπάθειας της κοινωνίας των πολιτών να επηρεάσει τα πράγματα, που κατέρρευσε λόγω του αυταρχικού ηγεμόνα. Η οργάνωση, που ξεκίνησε κάποτε από τον Αντρέι Σάχαροφ με μια χούφτα συνοδοιπόρους τα χρόνια του επιθανάτιου ρόγχου της ΕΣΣΔ, βραβεύεται φέτος με το Νόμπελ Ειρήνης 2022 – και η βράβευση αυτή δίνει τη δυνατότητα στα στελέχη του να αντέξουν και στο ευρύτερο κοινό να μάθει για την οργάνωση και τη δραστηριότητά της.
Το 2018, με τη βοήθεια του Έλληνα Αλέξανδρου Διονυσιάδη, μέλους του Μεμοριάλ και συγγραφέα ενός βιβλίου για τις περιπέτειες των Ελλήνων στην ΕΣΣΔ τον 20ό αιώνα, κατάφερα να συναντήσω τον Γιαν Ραντσίνσκι (φωτογραφία του παρακάτω) στα γραφεία του Μεμοριάλ και να έχω μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. Τα πιο ενδιαφέροντα απ’ όσα ελέχθησαν ακολουθούν παρακάτω:
Πότε και πώς προέκυψε η ιδέα της ίδρυσης του Μεμοριάλ; Ποια ήταν τα ιδρυτικά του μέλη;
Δεν συμμετείχα στις διαδικασίες συγκρότησης του Μεμοριάλ. Οι πληροφορίες που θα σας δώσω, συνεπώς, είναι μαρτυρίες που με τη σειρά μου θα σας μεταφέρω. Έπειτα από πολλές δεκαετίες απαγορεύσεων, υπήρχε ανάγκη μνείας των εκκαθαριστικών διώξεων εκατομμυρίων ανθρώπων. Ήταν έντονη η ανάγκη να ειπωθεί η αλήθεια για την κομμουνιστική τρομοκρατία. Έτσι, στις αρχές της Περεστρόικα,στα μέσα της δεκαετίας του 1980, μια ομάδα πολιτών θεώρησε ότι αυτό είναι το σημαντικότερο ζήτημα. Πριν συντονιστούν σε αυτή την αυθόρμητη κίνηση, οι θέσεις τους απλώς συνέκλιναν. Εμφανίστηκαν δημόσια στα τέλη του 1987, συλλέγοντας υπογραφές με αίτημα την προστασία της μνήμης των θυμάτων των διώξεων, δημιουργία αρχείου, ανέγερση μνημείου, μουσείου και βιβλιοθήκης. Δεν ξέρω με ακρίβεια ποιοι συμμετείχαν στην πρώτη ομάδα πρωτοβουλίας, ήταν είτε 13 είτε 15 άτομα. Όταν εντάχθηκα εγώ στο Μεμοριάλ, το καλοκαίρι του 1988, οι ακτιβιστές ήταν πολύ περισσότεροι. Θα αναφέρω απλά ορισμένα ονόματα: Λεβ Πονομαριόφ, Γιούρι Σαμοντούροφ, Γιλένα Ζεμκόβα, Ντμίτρι Λεόνοφ, Νίνα Μπραγκίνσκαγια, Αλεξάντρ Βάισμπεργκ, Βιατσεσλάβα Ιγρκούνοφ, Πάβελ Κουντιούκιν, Αρσένι Ρογκίνσκι, Βίκτωρ Κουζίν. Γιούρι Σκουμπκό, Όλεγκ Ορλόφ, Αλεξέι Ζβέρεφ, Τατιάνα Κασάτκινα. Ιρίνα Σερμπακόβα, Αλεξάντρ Ντάνιλε, Νικίτα Οχότιν. Βλαντίμιρ Λίσενκο, Γκενάντι Ντέμιν, Νικολάι Σταρκόφ, Μιχαήλ Κοβαλένκο, Αλεξέι Τόκαρεφ, Πάβελ Ζενκέβιτς και πολλοί άλλοι. Το διοικητικό συμβούλιο της οργάνωσης συγκροτήθηκε από γνωστούς ανθρώπους του πολιτισμού. Ανάμεσά τους ήταν ο Γ. Αστάφιεφ, ο Α. Ανταμόβιτς, ο Γ. Μπακλάνοφ, ο Β. Μπίκοφ, ο Ντ. Γκράνιν, ο Γ. Γιεφτουσένκο, ο Μπορίς Γιέλτσιν, ο Β. Κοροτίτς, ο Γ. Καριάκιν, ο Ντ. Λιχατσόφ, ο Ρ. Μεντβέντεφ, ο Μπ. Οκουτζάβα, ο Λ. Ραζγκόν, ο Α. Ριμπακόφ, ο Α. Σάχαροφ, ο Μ. Ουλιάνοφ, ο Μ. Σατρόφ. Επίτιμος πρόεδρος εξελέγη ο Αντρέι Σάχαροφ.
Πώς αντιμετώπισε η σοβιετική εξουσία την ίδρυση του συλλόγου και ποια ήταν τα εμπόδια που έθεσε;
Στο βαθμό που η εξουσία την εποχή εκείνη δεν ήταν πλέον μονολιθική, μας αντιμετώπισαν με διαφορετικές διαθέσεις. Φυσικά, πολλά στελέχη του μηχανισμού εκλάμβαναν τις συζητήσεις για διώξεις ως απειλή. Επειδή όμως είχε διακηρυχθεί η Γκλάσνοστ (Διαφάνεια) ως επίσημη πολιτική και οι διώξεις είχαν καταδικαστεί σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο, προσπαθούσαν κρυφά να μας εμποδίσουν, και το 1987 συνέλαβαν πολλές φορές εκείνους που μάζευαν υπογραφές. Διαφωνίες υπήρξαν και στο Πολιτικό Γραφείο του κόμματος. Σε μία συνεδρίαση, εκείνοι που επεδίωκαν επιστροφή στο παρελθόν απαίτησαν να απαγορευτεί το Μεμοριάλ ή έστω να τεθεί υπό κομματικό έλεγχο. Με πρόταση του Γκορμπατσόφ, συστήθηκε επιτροπή για να εξετάσει το ζήτημα – ήταν ο καλύτερος τρόπος για να αποφύγουν να λάβουν απόφαση. Φυσικά, υπήρξαν προσπάθειες να αναληφθεί ο έλεγχος του Μεμοριάλ είτε μέσω της ένταξης σε αυτό «έμπιστων ανθρώπων» της ΚαΓκεΜπε είτε μέσω της δημιουργίας εναλλακτικών δομών.
Εναλλακτικές δομές... Τι σημαίνει αυτό;
Πριν σας εξηγήσω, πρέπει να σας περιγράψω μια κατάσταση. Η σοβιετική κρατική τρομοκρατία δεν έχει ανάλογή της στον κόσμο, όχι μόνο ως προς την έκτασή της (περισσότεροι από 1 εκατομμύριο εκτελεσθέντες, περισσότεροι από 4 εκατομμύρια κατάδικοι στα στρατόπεδα, περισσότεροι από 6 εκατομμύρια διωχθέντες κατά την αποκουλακοποίηση και εκατομμύρια εκτοπισθέντες). Θύματα της τρομοκρατίας δεν ήταν κατά κύριο λόγο οι αντίπαλοι του καθεστώτος, αλλά απολύτως νομοταγείς πολίτες – κι αυτό ήταν μια ακόμα ιδιορρυθμία. Την εποχή του Χρουστσόφ, αντί να βγουν ευθέως και να πουν ότι το καθεστώς ήταν εγκληματικό και ότι οργάνωσε συστηματική τρομοκρατία, αναγνώρισαν απλώς ότι πολίτες διώχθηκαν άδικα από τη σοβιετική εξουσία. Έκτοτε, οι περισσότεροι από τους πρώην καταδίκους στα στρατόπεδα δεν έγιναν αντιπολιτευόμενοι, αλλά με πάθος προσπαθούσαν να αποδείξουν την πίστη τους στη σοβιετική εξουσία και στο ΚΚ. Οι διώξεις γι’ αυτούς δεν ήταν απλώς ένα μέρος του συστήματος εξουσίας, αλλά μια τυχαία συμφορά. Αυτό το τελευταίο αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν ο κομματικός μηχανισμός στην Μόσχα και σε άλλες πόλεις, με τη δημιουργία ενώσεων των πρώην κρατουμένων «που ακολουθούσαν την κομματική γραμμή». Ο σύλλογος Μεμοριάλ κινήθηκε μακριά από την κομματική πεπατημένη. Έγιναν λοιπόν διάφορες απόπειρες δολιοφθοράς εναντίον του. Καταρχάς, οι αρχές αρνούνταν να τον αναγνωρίσουν νομικά, στηριζόμενες στην απουσία νομοθετικού πλαισίου, ενώ οι εναλλακτικοί σύλλογοι θυμάτων των διώξεων είχαν ήδη αναγνωριστεί. Το πρόβλημα λύθηκε μόνο όταν, κατά την κηδεία του Αντρέι Σάχαροφ, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ρώτησε τη Γιλένα Μπόνρερ (σύζυγο του εκλιπόντος) τι μπορεί να κάνει για την ίδια και για τη μνήμη του Σάχαροφ. Εκείνη τότε του απάντησε: «Αναγνωρίστε το Μεμοριάλ».
Έχετε δηλαδή διανύσει όλη την απόσταση από την πολιτική αδιαφορία στην ενεργό πολιτική. Πώς έγινε αυτό;
Η κοινωνική απάθεια ήταν χαρακτηριστικό ολόκληρης της σοβιετικής κοινωνίας. Η πολιτική δράση είχε εξουδετερωθεί πλήρως. Το θέμα δεν ήταν μόνο οι δεκαετίες τρομοκρατίας και καταπίεσης της αντίθετης άποψης. Εξίσου ουσιαστική ήταν και η αίσθηση αδυναμίας για την εκδήλωση αντίστασης. Οι γονείς του πατέρα μου γνωρίστηκαν στη Σιβηρία, όπου είχαν εκτοπιστεί μετά την αποφυλάκισή τους από τα στρατόπεδα. Συμμετείχαν στο επαναστατικό κίνημα, αλλά δεν ήταν μπολσεβίκοι (αυτή ήταν εν μέρει η αιτία που από νεαρής ηλικίας κατάλαβα πως τα εγχειρίδια ιστορίας δεν λένε την αλήθεια). Κατά τη δεκαετία του 1930 ζούσαν στη Μόσχα, σε ένα κοινοβιακό διαμέρισμα πρώην πολιτικών κρατουμένων. Τα χρόνια της μεγάλης τρομοκρατίας πολλοί ένοικοι αυτού του σπιτιού διώχθηκαν. Πολλά χρόνια μετά, η γιαγιά μου μου αφηγήθηκε πως τις νύχτες έσβησαν τα φώτα και κάθονταν στα παράθυρα για να δουν ποιον θα έρχονταν να συλλάβουν. Ανάμεσα σε άλλους, συνέλαβαν και εκτέλεσαν τον παππού μου. Στο μοναδικό ερώτημα, γιατί οι ένοικοι του σπιτιού με τεράστια εμπειρία παράνομης δραστηριότητας δεν αντιστάθηκαν, δεν αντιτάχθηκαν στις διώξεις, η γιαγιά μου απάντησε: «Πώς να παλέψουμε; Δεν υπήρχε καμία δυνατότητα να μαθευτεί αυτό». Οι πολυάριθμες απόπειρες αντίστασης στο σταλινικό καθεστώς παρέμεναν ουσιαστικά άγνωστες στην κοινωνία και, εξαιτίας αυτής της απουσίας δημοσιότητας, καταδικασμένες σε αποτυχία. Η αδυναμία διεξαγωγής δημόσιας συζήτησης, η αδυναμία εξέτασης των προβλημάτων της κοινωνίας ήταν μόνιμο χαρακτηριστικό της σοβιετικής πραγματικότητας και τη μετασταλινική εποχή. Αυτό ήταν η γενεσιουργός αιτία της απάθειας έναντι της κοινωνίας. Παρ’ ότι πολλοί, μετά το 20ό συνέδριο, και ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα του 1956 στην Ουγγαρία και του 1968 στην Τσεχοσλοβακία, κατανοούσαν το τίμημα της σοβιετικής εξουσίας, ήταν σχεδόν αδύνατη η αντίσταση και περιοριζόταν μόνο στη διάδοση πληροφοριών. Ουσιαστικά, δηλαδή, είχαμε έναν αγώνα για διαφάνεια. Η πιο παθητική και διαδεδομένη μορφή αντιπολίτευσης ήταν η ακρόαση «εχθρικών φωνών» και η ανάγνωση κειμένων του παράνομου Τύπου, των σαμιζντάτ. Η Περεστρόικα μας έδωσε νέες δυνατότητες και οι συζητήσεις, από εκεί που διεξάγονταν σε μικρούς κύκλους προσώπων στις κουζίνες των σπιτιών, επεκτάθηκαν σε μεγάλα κοινά και στους δρόμους. Άρχισαν να εμφανίζονται διάφορα κοινωνικά κινήματα. Το καλοκαίρι του 1988 έμαθα την ύπαρξη του Μεμοριάλ και την επόμενη ημέρα πήγα στην οδό Τσερνιαχόφσκι όπου ήταν τα γραφεία του.
Ποια είναι τα ορόσημα στην ιστορία του Μεμοριάλ;
Είναι δύσκολο να χωρίσεις τη ζωή σε στάδια. Μετά την τυπική ίδρυση του συλλόγου, έπρεπε να συνειδητοποιήσουμε και να προσδιορίσουμε με ακρίβεια την αποστολή του. Τότε επεξεργαστήκαμε την ενιαία προσέγγισή μας τόσο στην ιστορία, όσο και στη σύγχρονη εποχή. Η ιστορία διαμορφώνεται πρώτα απ' όλα από τις ζωές μεμονωμένων ανθρώπων. Αντιμετωπίζουμε την ιστορία με βάση το σήμερα και την αποτιμούμε υπό την οπτική γωνία του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, του σεβασμού των απαράβατων δικαιωμάτων του ανθρώπου. Εξετάζουμε το σήμερα βάσει του παρελθόντος, για να κατανοήσουμε και τις πηγές πολλών σημερινών προβλημάτων και τις απειλές που γεννάει το κληροδότημα του κομμουνιστικού καθεστώτος. Σημαντικές ήταν οι πρώτες εκθέσεις: το 1989 αφιερωμένη στα 50 χρόνια του Συμφώνου Ρίμπεντροπ - Μόλοτοφ, το 1990 στα 50 χρόνια από το έγκλημα στο Κατίν. Και τα δύο αυτά θέματα ήταν ώς τότε απαγορευμένα. Σημαντικό στάδιο ήταν η δημιουργία του Κέντρου Υπεράσπισης των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων. Τότε ξεκινήσαμε να δουλεύουμε σε «καυτά σημεία», στο Ναγκόρνο - Καραμπάχ, στο Μπακού, στην Υπερδνειστερία, στη Γεωργία και στην Οσετία. Συνεχίσαμε στην Τσετσενία, στην Ινγκουσετία, στο Νταγκεστάν και, μετά το 2014, στην Ουκρανία. Μεταξύ των κατευθυντήριων γραμμών στην δουλειά μας είναι η βοήθεια στους πρόσφυγες και στους σημερινούς πολιτικούς κρατούμενους, το παρατηρητήριο προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων στους τόπους εγκλεισμού και κατά τη διάρκεια των μαζικών εκδηλώσεων. Το 1991, μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος και την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, καταφέραμε να ψηφιστεί νόμος για την αποκατάσταση των θυμάτων των πολιτικών διώξεων. Την ίδια εποχή, κατά τις εργασίες της επιτροπής εμπειρογνωμόνων για την «Υπόθεση ΚΚΣΕ» ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, οι εκπρόσωποι του Μεμοριάλ κατάφεραν να ανακαλύψουν στα αρχεία της ΚαΓκεΜΠε πολλά σημαντικά έγραφα. Σημαντικό, επίσης, στάδιο ήταν η κρίση του 1993, όταν το αντισυνταγματικό διάταγμα του Γιέλτσιν για τη διάλυση του Κοινοβουλίου οδήγησε στην ένοπλη σύγκρουση στην Μόσχα. Τότε έγινε προφανές ότι το κράτος κληρονόμησε από το σοβιετικό καθεστώς την περιφρόνηση του δικαίου, επιλέγοντας την «επαναστατική σκοπιμότητα». Ο πόλεμος την Τσετσενία ήταν μία ακόμη επιβεβαίωση.
Ποιοι είναι οι στόχοι του Μεμοριάλ σήμερα;
Καταστατικός μας στόχος είναι η οικοδόμηση κράτους δικαίου και ισχυρής κοινωνίας των πολιτών. Η δημιουργία μiας κατά το δυνατό πλήρους βάσης δεδομένων για τα θύματα της κρατικής τρομοκρατίας στην ΕΣΣΔ είναι στόχος που δεν έχουμε επιτύχει: σήμερα, διατίθενται δημοσίως στοιχεία για περίπου 3 εκατομμύρια καταγραφές, το ένα τέταρτο εκείνου του συνολικού αριθμού των θυμάτων. Υπάρχουν και πιο συγκεκριμένοι στόχοι: η έκδοση του επόμενου οδηγού, η προετοιμασία νέων εκθέσεων και συνεδρίων, η ανέγερση μνημείου σε μία από τις τοποθεσίες μαζικών τάφων εκτελεσθέντων στην περιοχή της Μόσχας – οι αιτήσεις των συγγενών των εκτελεσθέντων εδώ και 25 χρόνια προς το κράτος, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.
Με ποιο τρόπο σήμερα το Μεμοριάλ συνομιλεί με τη ρωσική κοινωνία;
Η λέξη διάλογος, μάλλον, δεν είναι η κατάλληλη λέξη. Μεμονωμένα πρόσωπα και θεσμοί απευθύνονται σ' εμάς για πληροφορίες, συμβουλές ή βοήθεια – και αυτή είναι η μία πλευρά της δράσης μας. Η άλλη πλευρά είναι ότι, δημοσίως, διατυπώνουμε την άποψή μας για ζητήματα της επικαιρότητας. Προσπαθούμε να ενημερώσουμε την κοινωνία για τα αποτελέσματα των ερευνών μας. Δυστυχώς, πολλά ΜΜΕ δεν θέλουν να μας βοηθήσουν, όπως και πολλές άλλες ΜΚΟ.
Σας έχουν καταχωρίσει επισήμως στους ξένους πράκτορες! Πώς επηρεάζει αυτή η απόφαση των αρχών την δράση σας;
Στο ζήτημα αυτό, η κοινωνία των πολιτών είχε καταρχάς πετύχει μια σημαντική νίκη. Η πρώτη διατύπωση του νόμου απαιτούσε από τις ΜΚΟ να υποβάλουν αιτήσεις για να συμπεριληφθούν στο μητρώο των «ξένων πρακτόρων». Καμία πραγματική οργάνωση δεν υπέβαλε τέτοια αίτηση. Μετά την αλλαγή του νόμου, η καταχώριση των ΜΚΟ στο μητρώο γίνεται από το υπουργείο Δικαιοσύνης! Σήμερα, οι ΜΚΟ δεν αυτοαποκαλούνται «ξένοι πράκτορες», όπως τους έχει καταχωρίσει στο σχετικό αρχείο το υπουργείο Δικαιοσύνης. Κάποτε οι αξιωματούχοι αυτού του υπουργείου θα κληθούν να δώσουν απαντήσεις για τις παράνομες πράξεις τους. Εξαιτίας αυτού του χαρακτηρισμού, πάντως, έχουμε διάφορες επιπτώσεις. Είναι, π.χ., κλειστή η δίοδος επικοινωνίας με τους αξιωματούχους του κράτους. Αρνούνται πλέον τη συμμετοχή τους σε εκδηλώσεις, στις οποίες πάντα κατά το παρελθόν συμμετείχαν. Φυσικά, την ταμπέλα «ξένος πράκτορας» χρησιμοποιούν κατά σύστημα οι προπαγανδιστές του Κρεμλίνου. Αυτός ήταν ο βασικός στόχος όταν ψήφιζαν το νόμο. Αντί να συζητήσουν την ουσία των προβλημάτων, τώρα, απλά μπορούν να αποκαλέσουν τον συνομιλητή τους «ξένο πράκτορα» και να μην απαντήσουν σε τίποτα.
Ποια θα ήταν η απάντησή σας στο δίλημμα: συγχώρεση ή λήθη;
Απαράδεκτο δίλημμα. Το ίδιο ισχύει και για τα εγκλήματα του ναζισμού: μπορούμε άραγε να συγχωρήσουμε τους φονιάδες; Επιτρέπεται να λησμονήσουμε τα θύματα; Θετική απάντηση σε καθένα από αυτά τα ερωτήματα οδηγεί σε καταστροφή.
Ολόκληρη η συνέντευξη: https://booksjournal.gr/synenteykseis/3591-gia-ti-dimokratia-sti-rosia-kai-tin-istoriki-mnimi-synentefksi-me-ton-gian-zmpigknievits-ratsinski-tis-organosis-memorial