Η λίστα όσων ΔΕΝ έχουν πάρει το Νόμπελ είναι από μόνη της άξια για κάποια άλλη, ανώτερη, βράβευση: Τζαίημς Τζόυς, Προυστ, Τσέχοφ, Μιούζιλ, Ίντιθ Ουάρτον, Βιρτζίνια Γουλφ, Κάφκα, Μπρεχτ, Μπόρχες, Αχμάτοβα, Ρίλκε, Όργουελ, Λόρκα, Μαρκ Τουέιν, Μπόλντουιν, Μουρακάμι – και λοιπά. Ακόμα και η βράβευση του Μπομπ Ντύλαν το 2016 (λατρεμένου κατά τ’ άλλα) αξίζει ίσως περισσότερο για τη μετέπειτα δήλωση του χολωμένου Φίλιπ Ροθ – ήταν «ενθουσιασμένος», είπε, και άντε με το καλό την επόμενη χρονιά να το δώσουν στους Peter, Paul and Mary.
Προσωπικά δεν τρελαίνομαι για όσα βιβλία έχω διαβάσει του Σάλμαν Ρούσντι (βλ. The Books’ Journal, Ιούλιος-Αύγουστος 2020 τ. 110), αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Για κάποιους είναι πολύ σημαντικός λογοτέχνης, για άλλους λιγότερο. Δεν μας νοιάζει. Το Νόμπελ λογοτεχνίας δεν μπορεί να θεωρηθεί, αναντίρρητα, η λυδία λίθος της αξιοσύνης, θεωρείται όμως ένα πολλών μεγατόνων μπαμ: κανένας δεν αμφισβητεί το εύρος της επιρροής του, το ωστικό κύμα που προκαλεί προς διάφορες κατευθύνσεις. Και σαν τέτοιο παραμένει και σήμερα σπουδαίο – ίσως μάλιστα σήμερα ακόμα πιο σπουδαίο και αναγκαίο.
«Σαν λογοτέχνης, ο Ρούσντι αξίζει το Νόμπελ» γράφει ο David Remnick στον New Yorker (28/8/2022). «Αλλά η αξία του αυξάνεται από τη στάση του ως ασυμβίβαστου υπερασπιστή της ελευθερίας και της αντίστασης. Τίποτα άλλο δεν θα μπορούσε ν’ αντιστρέψει καλύτερα το κύμα ανελευθερίας που έχει σκεπάσει τόσο μεγάλο κομμάτι του κόσμου μας. Και μετά από όλες τις προβληματικές επιλογές της, έχει τώρα η Σουηδική Ακαδημία την ευκαιρία να απαντήσει στην ασχήμια μιας θεοκρατικής θανατικής καταδίκης με την αξιοπρέπεια της υψηλότερής της διάκρισης· κι έτσι να επιπλήξει τα ιερατεία και τους αυταρχικούς και τους δημαγωγούς (συμπεριλαμβανομένων και των δικών μας) που ξεσηκώνουν τους οπαδούς τους σε βάρος της ανθρώπινης ελευθερίας. Η ελευθερία της έκφρασης, μας υπενθυμίζει η μαρτυρική δοκιμασία του Ρούσντι, ποτέ δεν ήταν δωρεάν· αλλά το βραβείο αξίζει το κόστος».
Υπάρχουν πολλών ειδών ακτιβισμοί, κι ένας με το όνομα «Νόμπελ» δεν είναι από τους αμελητέους. Ναι: η Σουηδική Ακαδημία έχει φέτος την ευκαιρία να υψώσει μια φωνή αντίστασης απέναντι στο σκοτάδι και να βραβεύσει τον άνθρωπο που είπε: «Αν και δεν διάλεξα αυτή τη μάχη, ήταν τουλάχιστον η σωστή μάχη. Γιατί σ’ αυτήν κάθε τι που αγαπούσα και εκτιμούσα (η λογοτεχνία, η ελευθερία, η ασέβεια, η ελευθερία, η ανεξιθρησκία) βρισκόταν απέναντι σε κάθε τι που σιχαινόμουνα (τον φανατισμό, τη βία, τη μισαλλοδοξία, την έλλειψη χιούμορ, τον φιλιστινισμό, και τη νέα κουλτούρα της “ποινικοποίησης της προσβολής”)».[1]
Ας μας έρθει λοιπόν φέτος από τη Σουηδία χαρμόσυνο σήμαντρο αντίστασης σε κάθε τι που απειλεί την ουσία, το κάθε κύτταρο της λογοτεχνίας. Κι ας το δώσουν του χρόνου στους Πήτερ, Πολ και Μαίρη.
[1] The New Yorker, 5/11/2022.