Σύνδεση συνδρομητών

Η Ρωσία θέτει σε κίνδυνο όλη την Ευρώπη

Πέμπτη, 22 Σεπτεμβρίου 2022 00:41
4 Μαρτίου 2022, Ζαπορίζια. Οι ρωσικές δυνάμεις επιτέθηκαν για να καταλάβουν τον πυρηνικό σταθμό παραγωγής ρεύμαστος στη Ζαπορίζια. Η πυρκαγιά που ξέσπασε τότε δεν φαίνεται να απείλησε τις λειτουργίες του σταθμού. Αλλά ο παρατεινόμενος πόλεμος σε συνδυασμό με τους υπόλοιπους πυρηνικούς σταθμούς που λειτουργούν στην Ουκρανία πρέπει να γεμίζει με ανησυχία την Ευρώπη. Πολύ περισσότερο που, ο Πούτιν, για να κερδίσει τον πόλεμο, παραβιάζει ωμά συμφωνίες που έχει υπογράψει, ενώ συμπεριφέρεται με τρόπο αντίθετο προς τις υποχρεώσεις μιας από τις πέντε χώρες που διαθέτουν νόμιμα πυρηνικά όπλα.
twitter
4 Μαρτίου 2022, Ζαπορίζια. Οι ρωσικές δυνάμεις επιτέθηκαν για να καταλάβουν τον πυρηνικό σταθμό παραγωγής ρεύμαστος στη Ζαπορίζια. Η πυρκαγιά που ξέσπασε τότε δεν φαίνεται να απείλησε τις λειτουργίες του σταθμού. Αλλά ο παρατεινόμενος πόλεμος σε συνδυασμό με τους υπόλοιπους πυρηνικούς σταθμούς που λειτουργούν στην Ουκρανία πρέπει να γεμίζει με ανησυχία την Ευρώπη. Πολύ περισσότερο που, ο Πούτιν, για να κερδίσει τον πόλεμο, παραβιάζει ωμά συμφωνίες που έχει υπογράψει, ενώ συμπεριφέρεται με τρόπο αντίθετο προς τις υποχρεώσεις μιας από τις πέντε χώρες που διαθέτουν νόμιμα πυρηνικά όπλα.

Ο πυρηνικός κίνδυνος ως όπλο του Πούτιν

Σκεπτόμενοι στρατηγικά για τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας

 Πολλές δημόσιες συζητήσεις στη Δυτική Ευρώπη σχετικά με τη βοήθεια προς την Ουκρανία αντιπαραβάλλουν τα αισθήματα αλληλεγγύης προς τους Ουκρανούς με τις ανησυχίες για την ασφάλεια της Δύσης. Αυτός ο δυϊσμός αγνοεί τα βασικά εθνικά συμφέροντα των χωρών μελών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ για μια ρωσική ήττα, καθώς και για μια ασφαλή, σταθερή και ανθεκτική Ουκρανία.

Η δυτική υποστήριξη για την άμυνα της Ουκρανίας έναντι της ρωσικής επιθετικότητας κατά τους τελευταίους επτά μήνες, αν και όχι ασήμαντη, ήταν ανεπαρκής. Το μέγεθος και ο αντίκτυπος τόσο της στρατιωτικής βοήθειας για την Ουκρανία όσο και των κυρώσεων κατά της Ρωσίας παραμένουν ελλιπείς. Ως αποτέλεσμα, ο τρομοκρατικός πόλεμος της Μόσχας στην Ουκρανία συνεχίζεται αμείωτος. Ενώ η ρωσική οικονομία αντιμετωπίζει προβλήματα, συνεχίζει να λειτουργεί. Μέχρι στιγμής, ο ρωσικός κρατικός μηχανισμός και η πολιτική ελίτ δεν δείχνουν να εντυπωσιάζονται.

Η γοητεία του ψευδορεαλισμού

Ένας από τους λόγους για την αποτυχία της Δύσης να κινητοποιήσει περισσότερη υποστήριξη για την Ουκρανία είναι η λανθασμένη αντίληψη της σημασίας του ρωσο-ουκρανικού πολέμου μεταξύ τμημάτων του δυτικοευρωπαϊκού κοινού. Μέχρι στιγμής, ο πόλεμος γίνεται αντιληπτός από πολλούς παρατηρητές ως μια ανατολικοευρωπαϊκή και όχι πανευρωπαϊκή πρόκληση ασφάλειας. Η ενσυναίσθηση για τους Ουκρανούς και η αποδοκιμασία της επίθεσης της Ρωσίας είναι υψηλά όχι μόνο στην Ανατολική και την Κεντρική Ευρώπη. Το δυτικό κοινό έχει επίσης εκδηλώσει εκπληκτικό ενδιαφέρον και συμπόνια για την Ουκρανία.

Ωστόσο, στο μυαλό των περισσότερων Δυτικοευρωπαίων, ό,τι συμβαίνει στην Ουκρανία παραμένει εκεί. Αναγνωρίζεται ότι ο πόλεμος έχει επιπτώσεις και για τους Δυτικούς. Ωστόσο, αυτή η αναγνώριση των επακόλουθων επιπτώσεων δεν οδηγεί σε αύξηση των απαιτήσεων για βοήθεια προς την Ουκρανία και για κυρώσεις κατά της Ρωσίας.

Είναι αυτό το λογοθετικό και ρητορικό (discursive) πλαίσιο που αποπροσανατολίζει τις ευρωπαϊκές και εθνικές συζητήσεις σχετικά με τους πιθανούς τρόπους ανάσχεσης της επιθετικότητας της Μόσχας. Μια φαινομενικά συναισθηματική παρόρμηση για διεθνή αλληλεγγύη αντιπαραβάλλεται σε δήθεν ορθολογικές εκτιμήσεις για την εθνική ασφάλεια. Τα «ρεαλιστικά» επιχειρήματα σχετικά με τη δυτική στρατηγική και ασφάλεια αποδυναμώνουν τις «ιδεαλιστικές» εκκλήσεις για περισσότερη έγνοια και βοήθεια. Η ουσία της δυτικής σκέψης σχετικά με τον πόλεμο παραμένει κάπως έτσι: «Υποστηρίζουμε τους Ουκρανούς, φυσικά, στον αγώνα τους για ελευθερία και ανεξαρτησία. Ωστόσο, στο τέλος τέλος, κάθε πολιτική είναι τοπική. Ενώ συμπάσχουμε με την αγωνία της Ουκρανίας, δεν είναι ο δικός μας πόνος».

Η χάραξη τέτοιων νοητικών γραμμών μεταξύ της ουκρανικής άμυνας και της δυτικής ασφάλειας παριστάνει ότι εκπροσωπεί τη σύνεση. Ωστόσο, περισσότερο αποτελεί έκφραση τάσεων και αντιλήψεων φυγής από την πραγματικότητα παρά πραγματισμού. Η συνεχιζόμενη αφέλεια του δυτικού ψευδορεαλισμού όχι μόνο υπονομεύει τα κανονιστικά θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομείται η εσωτερική συναίνεση και η διεθνής συνεργασία των δυτικών κρατών. Παραποιεί επίσης την απλή γεωγραφική πραγματικότητα και τον γεωπολιτικό ρόλο της Ουκρανίας για την Ευρώπη και τον κόσμο. Η τύχη του ουκρανικού κράτους και των πολιτών του έχει ευρύτερες επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο και το διεθνές σύστημα, πέρα από τις τοπικά περιορισμένες συνέπειες.

Τι θα συμβεί στην παγκόσμια ασφάλεια αν η Ρωσία συνεχίσει για πολλούς ακόμη μήνες ή ακόμη και για χρόνια τη στρατιωτική της επίθεση κατά της ουκρανικής κρατικής υπόστασης; Και οι ρεαλιστές αναγνωρίζουν ότι αυτό σημαίνει μια ατυχή απαξίωση του διεθνούς δικαίου, γενικά, και της ευρωπαϊκής τάξης ασφαλείας, ειδικότερα. Ωστόσο, τέτοιες αρνητικές επιπτώσεις θεωρούνται συχνά υποφερτές παράπλευρες απώλειες ενός μερικού κατευνασμού της Ρωσίας. Μια κλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, όπως φαίνεται να είναι το τυπικό σκεπτικό στο βάθος βάθος, θα ήταν πολύ χειρότερη.

Η έγερση του φαντάσματος ενός πυρηνικού πολέμου είναι ένα συνηθισμένο φονικό επιχείρημα. Για να αποφευχθεί μια Αποκάλυψη, έτσι ισχυρίζεται το εν λόγω τυπικό επιχείρημα, κάθε κόστος είναι δικαιολογημένο. Η ζημιά που θα προκαλέσει στο διεθνές σύστημα μια ρωσική επιτυχία στην Ουκρανία είναι σίγουρα λυπηρή. Ωστόσο, συνεχίζει το επιχείρημα, εξακολουθεί να είναι προτιμότερη από την εναλλακτική λύση της συνεχιζόμενης στρατιωτικής αντιπαράθεσης και του κινδύνου ατομικής κλιμάκωσης – αυτή είναι η λογική ορισμένων δυτικών ρεαλιστών. Βοηθάει βέβαια και το γεγονός ότι ένα άλλο έθνος και όχι το δικό τους πρέπει να κάνει τις απαραίτητες θυσίες για να κατευνάσει το Κρεμλίνο. Οι Ουκρανοί πρέπει να τα βγάλουν πέρα με περιορισμένη δυτική υποστήριξη και να συνεχίσουν να σηκώνουν το βάρος των συνεπειών του πολέμου. Κακό του κεφαλιού τους!

Αυτή η φαινομενικά ρεαλιστική προσέγγιση δεν είναι μόνο κυνική, αλλά και χαρακτηριζόμενη από τάσεις φυγής, τόσο από παραδειγματική όσο και από πρακτική άποψη. Πρώτον, έρχεται σε αντίθεση με το ρεύμα του συνεπούς ρεαλισμού το να υποστηρίζεται ότι η οικοδόμηση αντι-συμμαχιών και η ουσιαστική ένοπλη αποτροπή δεν λειτουργούν απέναντι στη Ρωσία. Όποια στρατιωτική υποστήριξη κι αν λάβει η Ουκρανία και αν επιβληθούν δυτικές κυρώσεις στη Ρωσία, υποστηρίζει αυτή η διαδεδομένη υπόθεση, η Μόσχα είναι έτοιμη να κλιμακώσει περισσότερο. Οι Ρώσοι θα είναι έτοιμοι να υποστούν ακόμη και εξαιρετικά καταστροφικές ζημιές στην οικονομία, τον στρατό και την κοινωνία τους – διακινδυνεύοντας ακόμη την ακεραιότητα του κράτους τους. Ωστόσο, αν οι Ρώσοι συμπεριφέρονται όντως «μη ρεαλιστικά», τίθεται το ερώτημα: σε τι χρησιμεύει τότε ο ρεαλισμός;

Δεύτερον, σε μεγάλο μέρος της «ρεαλιστικής» συλλογιστικής, δεν είναι μόνο ασαφές ποιο κόστος μπορεί να επιβληθεί στο Κίεβο για μια κατευναστική προσέγγιση προς τη Μόσχα, και ποιο όχι. Παρατηρείται, επίσης, ελλειμματική προσοχή και εστίαση στους δευτερεύοντες κινδύνους και το κόστος του πολέμου για άλλες χώρες, εκτός της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Τις περισσότερες φορές, αυτές οι ιδιοτροπίες παραμένουν είτε αναπάντητες είτε συζητιούνται μόνο παρεμπιπτόντως στις δημόσιες συζητήσεις για τον πόλεμο. Εάν αναφερθούν, παραμερίζονται άλλοτε ως μακρινά ενδεχόμενα, άλλοτε ως αμελητέες, άλλοτε και τα δύο μαζί.

Η ανατροπή της Συνθήκης Μη διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων

Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένα όχι ασήμαντα ζητήματα και επιπτώσεις που ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και τα συγκρατημένα μέχρι στιγμής αντίμετρα της Δύσης επιφέρουν για την Ευρώπη ή ακόμη και για την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Πάνω απ’ όλα, η ρωσική επίθεση και η διστακτική ή απούσα αντίδραση σε αυτήν από άλλα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ υπονομεύουν τη λογική του διεθνούς καθεστώτος για την πρόληψη της εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων. Ο πόλεμος ξεκίνησε πριν από οκτώμισι χρόνια και εξελίσσεται με τον τρόπο που εξελίσσεται, σε μεγάλο βαθμό επειδή η Ρωσία διαθέτει όπλα μαζικής καταστροφής, ενώ η Ουκρανία όχι.

Και το χειρότερο: η Μόσχα όχι μόνο απολαμβάνει ένα τεράστιο πυρηνικό πλεονέκτημα. Επιπλέον, η Ρωσία επιτρέπεται ρητά, με μια κατατεθειμένη στον ΟΗΕ πολυμερή συμφωνία, να κατέχει το ατομικό της οπλοστάσιο. Η Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων του 1968 επιτρέπει σε πέντε χώρες του κόσμου, μεταξύ των οποίων και η Ρωσία, να κατασκευάζουν και να κατέχουν πυρηνικά όπλα. Σε όλα τα άλλα από τα συνολικά 191 κράτη που έχουν υπογράψει τη Συνθήκη, μεταξύ των οποίων και η Ουκρανία, απαγορεύεται ρητά να αναπτύσσουν και να κατέχουν ατομικά όπλα.

Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος είναι ακόμη πιο περίεργος, δεδομένου ότι η Ουκρανία διέθετε κάποτε ένα μεγάλο οπλοστάσιο πυρηνικών όπλων που είχε κληρονομήσει από την ΕΣΣΔ. Ωστόσο, το Κίεβο αποφάσισε, μαζί με το Μινσκ και το Αλμάτι, να παραιτηθεί όχι μόνο από τις περισσότερες, αλλά από όλες τις σοβιετικές ατομικές κεφαλές και το υλικό που κατείχαν ακόμη οι τρεις χώρες στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Υπέγραψαν τη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων ως πλήρως αποπυρηνικοποιημένα κράτη.

Σε αντάλλαγμα, η Ουκρανία, η Λευκορωσία και το Καζακστάν έλαβαν από ένα ειδικό έγγραφο από τις τρεις κυβερνήσεις των θεματοφυλάκων της Συνθήκης Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων, των Ηνωμένων Πολιτειών, της Μεγάλης Βρετανίας και τη Ρωσίας, το 1994. Αυτά τα αποκαλούμενα «Μνημόνια της Βουδαπέστης» περιείχαν διαβεβαιώσεις ασφαλείας από την Ουάσιγκτον, το Λονδίνο και τη Μόσχα. Οι τρεις μεγάλες δυνάμεις υποσχέθηκαν να σεβαστούν την κυριαρχία και τα σύνορα των τριών πρώην πυρηνικών κρατών και να απέχουν από την άσκηση πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής πίεσης σε αυτά. Τα άλλα δύο επίσημα κράτη με πυρηνικά όπλα στο πλαίσιο της Συνθήκης Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων, η Γαλλία και η Κίνα, παρείχαν ξεχωριστές κυβερνητικές δηλώσεις με τις οποίες ανακοίνωσαν ότι σέβονται την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και του Καζακστάν.

Από το 2014, αν όχι νωρίτερα, η Ρωσία παραβιάζει με τον πιο κατάφωρο τρόπο αυτό το σημαντικό έγγραφο, το οποίο κάποτε είχε υπογράψει ο τότε πρέσβης της Μόσχας στον ΟΗΕ το 1994 και νυν υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ, και είχε κατατεθεί στα Ηνωμένα Έθνη. Η Ρωσία τιμωρεί σήμερα τον εθελοντικό πυρηνικό αφοπλισμό της Ουκρανίας με μια καταιγίδα δεκάδων χιλιάδων χειροβομβίδων, βομβών, ρουκετών και πυραύλων που καταστρέφουν όχι μόνο στρατιωτικούς, αλλά και πολιτικούς στόχους και υποδομές, σκοτώνοντας, ακρωτηριάζοντας και τραυματίζοντας καθημερινά τους Ουκρανούς. Η επιδεικτική ανατροπή της λογικής του καθεστώτος μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων από τη Μόσχα πρέπει να ανησυχεί όχι μόνο τους Ουκρανούς, αλλά και άλλα έθνη.

Η διστακτική βοήθεια προς την Ουκρανία και η καθυστερημένη επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία από κατ’ εξοχήν και εμφατικά φιλειρηνικά κράτη, όπως η Γερμανία, η Αυστρία ή η Ολλανδία, έρχεται σε αντίθεση με το ειρηνιστικό κίνητρο που κρύβεται πίσω από μια τέτοια συμπεριφορά. Η διάχυτη επιφυλακτικότητα στην υποστήριξη του Κιέβου αυξάνει τις καταστροφικές επιπτώσεις του πολέμου στην αξιοπιστία του διεθνούς συστήματος ασφαλείας. Τα αντιφατικά μηνύματα που εκπέμπονται όχι μόνο από τη Ρωσία, αλλά και από άλλα επίσημα κράτη με πυρηνικά όπλα, κυρίως από την Κίνα, καθώς και η αμφιθυμία δεκάδων μη πυρηνικών κρατών που έχουν υπογράψει τη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων  ενέχει μεγαλύτερους κινδύνους.

Η συνέχιση των εμπορικών συναλλαγών με τη Ρωσία και η μόνο ημιτελής ή ελλιπής υποστήριξη προς την Ουκρανία υποδηλώνουν στις πιο αδύναμες χώρες σε όλο τον κόσμο ότι, όταν έρθει η ώρα, είναι η ωμή και απροκάλυπτη ισχύς αυτή που μετράει. Το συμπέρασμα που μπορεί να βγάλουν τώρα ή στο μέλλον τα έθνη χωρίς πυρηνική ομπρέλα είναι: «Δεν μπορούμε να βασιστούμε ούτε στο διεθνές δίκαιο και την ανθρώπινη κοινότητα, γενικά, ούτε στη λογική της Συνθήκης Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων και των ιδρυτών της, ειδικότερα. Επομένως, πρέπει να αποκτήσουμε τη βόμβα μόνοι μας».

Ενώ το πυρηνικό ζήτημα διαδραματίζει, ως προειδοποίηση για τον Γ' Παγκόσμιο Πόλεμο, μεγάλο ρόλο στις ευρωπαϊκές συζητήσεις για τη δυτική δέσμευση στην υπόθεση της Ουκρανίας, μια ατομική κλιμάκωση μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας δεν είναι η μόνη και, ίσως, όχι η πιο εξέχουσα πτυχή του. Το ήδη υπάρχον σήμερα θεμελιώδες πρόβλημα για τη διασφάλιση του κόσμου από τη διάδοση των πυρηνικών όπλων έχει τύχει ελάχιστης προσοχής κατά τη διάρκεια των τελευταίων οκτώ ετών. Αντιθέτως, πολλοί ανησυχούν αποκλειστικά για μια ανταλλαγή πυρηνικών χτυπημάτων που, σύμφωνα με τέτοιους φόβους, θα έπρεπε να είχε συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όταν οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ διέθεταν πολύ περισσότερα ατομικά όπλα από ό,τι σήμερα. Μια μελλοντική εξάπλωση των όπλων μαζικής καταστροφής ως πιο πιθανή επίπτωση του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας παραμένει ως επί το πλείστον ασχολίαστη στις δημόσιες συζητήσεις.

Η ισχύς της Συνθήκης Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων θα υποβαθμιστεί όσο η Ρωσία συνεχίζει να αποτελεί απόδειξη του ότι ένα κράτος που απειλεί να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα επιτρέπεται να επεκτείνει την επικράτειά του κατά βούληση. Θα περίμενε κανείς ότι ένα τέτοιο πιθανό επακόλουθο του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας θα έπρεπε να απασχολεί έντονα τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους. Ωστόσο, αυτή η σοβαρή παγκόσμια επίπτωση, αποτέλεσμα της τοπικής συμπεριφοράς της Μόσχας στην Ουκρανία, παρέμεινε είτε παρεμπίπτον θέμα είτε μη θέμα στα περισσότερα από τα παγκόσμια μέσα μαζικής ενημέρωσης που καλύπτουν και αναφέρονται στον πόλεμο.

Τα πυρηνικά εργοστάσια της Ουκρανίας

Μια περιφερειακά περιορισμένη, αλλά πιο προφανής και άμεση ατομική απειλή σε σχέση με τη στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας, είναι η ασφάλεια των πυρηνικών εργοστασίων της Ουκρανίας. Κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών του πολέμου, στα τέλη Φεβρουαρίου του 2022, Ρώσοι στρατιώτες που εισέβαλαν από τη Λευκορωσία κατέλαβαν γρήγορα το έδαφος του παροπλισμένου σταθμού ηλεκτροπαραγωγής του Τσέρνομπιλ στη βόρεια Ουκρανία. Η προπαγάνδα του Κρεμλίνου καυχιόταν για την κατάληψη του πυρηνικού σταθμού, ενώ ο ρωσικός στρατός στάθμευσε κάποια από τα στρατεύματά του στο μολυσμένο έδαφος της περιοχής της καταστροφής του 1986. Λίγο αργότερα ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) ανέφερε ότι έχασε την επικοινωνία του σχετικά με επικίνδυνο ραδιενεργό υλικό που ήταν αποθηκευμένο σε ειδική εγκατάσταση στον χώρο του πρώην πυρηνικού εργοστασίου. Η κυβέρνηση της Ουκρανίας διαμαρτυρήθηκε για παρατυπίες στο σύστημα ψύξης αυτού του υλικού.

Όλα αυτά θα έπρεπε να έχουν θορυβήσει από νωρίς τη διεθνή κοινότητα – ή τουλάχιστον τα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης και τους πολιτικούς. Ορισμένες βασικές οικονομικο-γεωγραφικές εκτιμήσεις θα μπορούσαν, στην πραγματικότητα, να είχαν προειδοποιήσει την ευρωπαϊκή κοινότητα εμπειρογνωμόνων και διπλωματών ήδη κατά τα τελευταία οκτώ χρόνια, αν όχι νωρίτερα, για αυτόν τον κίνδυνο πολύ κοντά στην ΕΕ. Τουλάχιστον από το 2014, οι πυρηνικοί κίνδυνοι μιας βαθύτερης ρωσικής εισβολής στην ενδοχώρα της Ουκρανίας, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Μόσχα και την έναρξη ενός ψευδοεμφυλίου πολέμου στο Ντονμπάς, ήταν προφανείς. Ο καθένας που διέθετε στοιχειώδεις γνώσεις βιομηχανικής γεωγραφίας της Ανατολικής Ευρώπης θα καταλάβαινε τι διακυβεύεται στην άμυνα της Ουκρανίας έναντι της ρωσικής εισβολής.

Αντί να έρθει το θέμα αυτό στο προσκήνιο ήδη εδώ και χρόνια, η ασφάλεια των ουκρανικών πυρηνικών εργοστασίων από τις επιπτώσεις του πολέμου παρέμεινε μέχρι πρόσφατα κάτω από την οθόνη των ραντάρ των περισσότερων δημοσιογραφικών, ειδικών και κυβερνητικών αναφορών για τον πόλεμο. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι, αμέσως μετά την κατάληψη του Τσέρνομπιλ τον Μάρτιο του 2022, ο μεγαλύτερος πυρηνικός σταθμός της Ουκρανίας και της Ευρώπης, το πυρηνικό εργοστάσιο της Ζαπορίζια με τα έξι μπλοκ ισχύος του, στην πόλη Enerhodar (κυριολεκτικά: «δότης ενέργειας») της νότιας Ουκρανίας, βρέθηκε επίσης στην εμπόλεμη ζώνη. Ο τεράστιος πυρηνικός σταθμός έγινε μάλιστα πεδίο ρωσο-ουκρανικών συγκρούσεων. Μια νυχτερινή ανταλλαγή πυρών μεταξύ των στρατευμάτων της Ρωσίας και της Ουκρανίας στο έδαφος μιας από τις μεγαλύτερες πυρηνικές εγκαταστάσεις του κόσμου καταγράφηκε από κάμερα και δημοσιεύθηκε στο Διαδίκτυο, την άνοιξη του 2022.

Μετά την κατάληψη του Enerhodar από τη Ρωσία, ο πυρηνικός σταθμός της Ζαπορίζια έχει τεθεί υπό διπλή διοίκηση από αξιωματικούς του ρωσικού στρατού, από τη μία πλευρά, και πολίτες της ουκρανικής δημόσιας εταιρείας Enerhoatom, από την άλλη. Αυτή η κοινή ευθύνη οργάνων δύο κρατών που βρίσκονται σε πόλεμο μεταξύ τους αποτελεί ασυνήθιστη ρύθμιση για τον μεγαλύτερο πυρηνικό σταθμό της Ευρώπης. Τις τελευταίες εβδομάδες, φαίνεται εξάλλου ότι το Κρεμλίνο προσπαθεί να χρησιμοποιήσει το ζήτημα της ασφάλειας του πυρηνικού υλικού στον σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ως έμμεσο μοχλό πίεσης έναντι της Δύσης. Κάποια περίεργα περιστατικά στο εργοστάσιο μπορεί να έχουν ενορχηστρωθεί από το Κρεμλίνο για να αυξήσουν τη νευρικότητα στη Δύση, γενικά, και να υπονομεύσουν την ενεργειακή συνεργασία ΕΕ-Ουκρανίας, ειδικότερα. Ως αποτέλεσμα, η ασφάλεια των ουκρανικών πυρηνικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας βρίσκει χώρο τώρα επιτέλους στις αναφορές των δυτικών μέσων μαζικής ενημέρωσης για τον πόλεμο.

Οι κίνδυνοι είναι πολλαπλοί και δεν συνδέονται μόνο με το εργοστάσιο της Ζαπορίζια στο Enerhodar. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, ρωσικοί πύραυλοι που εκτοξεύονται από τον στόλο της Μαύρης Θάλασσας και κατευθύνονται βόρεια προς το Κίεβο, έχουν επανειλημμένα περάσει πάνω από έναν άλλο ατομικό σταθμό στη νότια Ουκρανία, το πυρηνικό εργοστάσιο του Ιουζνουκραίνσκ. Δύο ακόμη πυρηνικοί σταθμοί στη δυτική Ουκρανία δεν έχουν μέχρι τώρα προσεγγιστεί από ρωσικά όπλα ή πολεμικές κεφαλές. Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε εύκολα να συμβεί στο μέλλον. Για παράδειγμα, μια ρωσική επίθεση στη Δυτική Ουκρανία μέσω της Λευκορωσίας θα μπορούσε γρήγορα να φέρει περισσότερους ουκρανικούς πυρηνικούς σταθμούς κοντά, ή ακόμη και μέσα, στην εμπόλεμη ζώνη.

Με φόντο την εμπειρία της Ευρώπης από τις συνέπειες της καταστροφής του Τσέρνομπιλ το 1986, η ασφάλεια των πυρηνικών σταθμών της Ουκρανίας πρέπει να καταστεί σημαντικό θέμα στις συζητήσεις των μέσων ενημέρωσης, των πολιτικών και των εμπειρογνωμόνων. Πρέπει επίσης να περιληφθεί –εντονότερα από ό,τι μέχρι σήμερα– στη διπλωματική επικοινωνία της Δύσης με τη Ρωσία. Το μείζον, για τους δυτικούς πολιτικούς, διπλωμάτες και εμπειρογνώμονες, κατά την επίσημη αλλά και ανεπίσημη αντιμετώπιση του θέματος, είναι να καταστεί όσο το δυνατόν σαφέστερο ότι οι ανησυχίες για τα ουκρανικά πυρηνικά εργοστάσια σχετίζονται αποκλειστικά με τις παράνομες ενέργειες της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Η Μόσχα προσπαθεί τώρα να παίξει το «χαρτί του Τσέρνομπιλ» στα μέσα ενημέρωσης και στην πολιτική της εκστρατεία. Οι προπαγανδιστές της Ρωσίας προσπαθούν να πείσουν την ελλιπώς ενημερωμένη δυτική κοινή γνώμη ότι η Ουκρανία αποτελεί, όπως και το 1986, πηγή ανασφάλειας για την Ευρώπη. Αυτές οι παραπλανητικές αφηγήσεις πρέπει να αντιμετωπιστούν αποφασιστικά.

Όσον αφορά τις αφρικανικές και ασιατικές αντιλήψεις για την πρόσφατη κρίση σιτηρών, το Κρεμλίνο πέτυχε εν μέρει τον επηρεασμό τους μέσω μιας παρόμοιας εκστρατείας παραπληροφόρησης. Η Μόσχα κατάφερε να εμποτίσει όχι μόνο τους απλούς ανθρώπους, αλλά και τις ελίτ σε αρκετά κράτη της Αφρικής και της Ασίας με την άποψη ότι δεν ευθύνεται η Ρωσία για την επισιτιστική κρίση. Αντίθετα, ότι η Ουκρανία και η Δύση ευθύνονται για τις πρόσφατες ελλείψεις σιτηρών και άλλων τροφίμων στις παγκόσμιες αγορές.

Ίσως αξίζει να θυμηθούμε ότι η πυρηνική καταστροφή του Τσέρνομπιλ το 1986 δεν ήταν επίσης αποτέλεσμα αποτυχίας της ουκρανικής ηγεσίας. Αντιθέτως, όπως ο Serhy Plokhii έχει πρόσφατα περιγράψει λεπτομερώς στο θεμελιώδες βιβλίο του Chornobyl, ο τότε επικεφαλής του Συμβουλίου Υπουργών της Ουκρανικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας ενημερώθηκε για το περιστατικό του Τσέρνομπιλ από ένα νυχτερινό τηλεφώνημα του επικεφαλής του Συμβουλίου Υπουργών της ΕΣΣΔ. Αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι ο ουκρανός πρωθυπουργός βρισκόταν την εποχή του συμβάντος το 1986 στο Κίεβο, δηλαδή μόλις 100 χιλιόμετρα μακριά από το Τσέρνομπιλ. Ο σοβιετικός πρωθυπουργός που ενημέρωσε τον ουκρανό υφιστάμενό του στην πρωτεύουσα της Ουκρανίας για το τι συνέβαινε όχι μακριά από τη θέση του, τον κάλεσε από τη Μόσχα, περίπου 700 χιλιόμετρα μακριά από το Τσέρνομπιλ. Ο λόγος γι’ αυτή την περίεργη γραμμή επικοινωνίας ήταν ότι τα πυρηνικά εργοστάσια της ΕΣΣΔ είχαν στρατιωτικό χαρακτήρα. Συνεπώς, δεν βρίσκονταν υπό την τοπική διοίκηση των ψευδο-δημοκρατιών της Ένωσης. Αντίθετα, η κατασκευή και η λειτουργία όλων των πυρηνικών σταθμών της ΕΣΣΔ ήταν υπό τον άμεσο έλεγχο του αυτοκρατορικού κέντρου στην πρωτεύουσα της Ρωσίας. Αυτή η συνθήκη ήταν μία από τις διάφορες σοβιετικές ανωμαλίες που είχαν οδηγήσει στο συμβάν του Τσέρνομπιλ το 1986.

Συμπεράσματα

Υπάρχουν επιπρόσθετοι πανευρωπαϊκοί και, εν μέρει, παγκόσμιοι κίνδυνοι που απορρέουν από την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία. Οι διεθνείς αλυσίδες εμπορίου τροφίμων, ενέργειας καθώς και άλλων πόρων και αγαθών διακόπτονται. Εκτός από τη Συνθήκη μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων, υπονομεύονται και άλλες διεθνείς συμφωνίες και οργανισμοί. Η ακεραιότητα όχι μόνο διαφόρων στενότερων διηπειρωτικών καθεστώτων ασφαλείας, όπως ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), τίθεται υπό αμφισβήτηση. Τα Ηνωμένα Έθνη και τα διάφορα όργανά τους, καθώς και οι υποοργανώσεις τους δέχονται πιέσεις, στο φόντο της άγριας επίθεσης της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Ασφαλείας και το δικαίωμα βέτο των μονίμων μελών του, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, φαντάζει πλέον παράλογο. Τμήματα του συστήματος του ΟΗΕ και άλλων διεθνών οργανισμών χρησιμοποιούνται σκόπιμα από έναν από τους επίσημους ιδρυτές και εγγυητές του, τη Ρωσία, ως όπλα για την επίτευξη  νεοϊμπεριαλιστικών σκοπών.

Οι θεμελιώδεις αμφιβολίες για τη χρησιμότητα της τωρινής παγκόσμιας τάξης αυξάνονται όχι μόνο μεταξύ των μαχόμενων Ουκρανών. Όλο και περισσότεροι άλλοι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο που ανησυχούν για τη διεθνή ασφάλεια και συμπάσχουν με την Ουκρανία ή/και αισθάνονται ότι απειλούνται από τη Ρωσία ή άλλες αναθεωρητικές χώρες εκφράζουν επίσης δεύτερες σκέψεις. Ακτιβιστές, πολιτικοί, εμπειρογνώμονες, δημοσιογράφοι, καθώς και άλλοι μη Ουκρανοί που παρατηρούν τη συμπεριφορά της Μόσχας τα τελευταία τριάντα χρόνια, έχουν αρχίσει να συζητούν κατά πόσο το σύστημα του ΟΗΕ είναι κατάλληλο για τη διατήρηση της διεθνούς πολιτικής σταθερότητας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης.

Η Ρωσία συνεχίζει να αποδιαρθρώνει την Ευρωπαϊκή Τάξη Ασφαλείας, ειδικότερα, καθώς και το διεθνές οργανωτικό και νομικό σύστημα, γενικότερα. Με τον τρόπο αυτό, το Κρεμλίνο χρησιμοποιεί τα τυπικά και υλικά προνόμια της Ρωσίας, όπως είναι τα ειδικά δικαιώματα της Μόσχας στο πλαίσιο του ΟΗΕ και της Συνθήκης μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων, ή τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων και των εμπορικών οδών. Ταυτόχρονα, η επιθετική ρητορική αλλά και συμπεριφορά της επίσημης Ρωσίας έναντι της Ουκρανίας συνεχίζεται αμείωτη. Οι όλο και περισσότερες θηριωδίες του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία δημιουργούν όχι μόνο ηθική αγανάκτηση. Ο ολοένα και πιο γενοκτονικός χαρακτήρας της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία έχει ευρύτερες και μακροχρόνιες επιπτώσεις. Η τρομοκρατική προσέγγιση του Κρεμλίνου υπονομεύει το πνεύμα και το γράμμα δεκάδων διεθνών συνθηκών και οργανισμών στις οποίες συμμετέχει η Μόσχα και των οποίων είναι εν μέρει συνιδρυτής.

Η ολοένα και περισσότερο φανερή, τόσο διεθνώς όσο και εν μέρει παγκοσμίως, στρατηγική της καταστροφικότητας που απορρέει από τη συμπεριφορά του Κρεμλίνου πρέπει να κάνει όχι μόνο τους Ανατολικοευρωπαίους να τη σταματήσουν. Οι δυτικές συζητήσεις στη γραμμή της αντιπαράθεσης μιας συναισθηματικά καθοδηγούμενης διεθνούς αλληλεγγύης για την Ουκρανία εναντίον των ορθολογικά υποστηριζόμενων εθνικών συμφερόντων της δικής μας χώρας ήταν ανέκαθεν ακατάλληλες. Σήμερα φαίνονται όλο και πιο αποπροσανατολιστικές. Δυτικοί και μη δυτικοί πολιτικοί, διπλωμάτες, εμπειρογνώμονες και άλλοι δημόσια παρεμβαίνοντες δρώντες πρέπει να αλλάξουν και την έμφαση, αλλά και τον τόνο των σχολίων τους για τον πόλεμο. Αυτή η αλλαγή πρέπει να αφορά τις εκτιμήσεις τους για τη συμπεριφορά της Ρωσίας στο πλαίσιο τόσο των συζητήσεων που διεξάγονται στο εσωτερικό των χωρών τους, όσο και στην αλληλεπίδραση και την επικοινωνία με τους ρώσους ομολόγους τους. Πρέπει να τονίσουν περισσότερο από ό,τι μέχρι τώρα τη μείζονα σημασία της καταστροφικής συμπεριφοράς της Μόσχας όχι μόνο για την Ουκρανία, αλλά και για τα δικά τους έθνη, την Ευρώπη και τον κόσμο.

Η κοινή γνώμη των εθνών-κρατών σε όλο τον κόσμο πρέπει να συνειδητοποιήσει, μέσω των πολιτικών ηγετών, των δημοσιογράφων και των επιστημόνων τους,  ότι η περιπέτεια του Κρεμλίνου στην Ουκρανία αποτελεί κάτι περισσότερο απ’ αυτό, καθώς και ότι έχει επιπτώσεις που εκτείνονται πέρα από τις τραγωδίες στη Μαριούπολη, την Μπούτσα ή την Ολενέβκα. Οι δυτικές και άλλες χώρες πρέπει να αναδιαμορφώσουν αναλόγως τις θέσεις και τη ρητορική τους απέναντι στη Μόσχα. Ειδικότερα, χρειάζεται να καταστεί σαφές τόσο στο δυτικό όσο και στο ρωσικό κοινό ότι μόνο η πλήρης αποχώρηση της Μόσχας από την Ουκρανία θα αποτελέσει ικανοποιητική λύση στην κρίση, καθώς και αποδεκτό περιορισμό των καταστροφικών διεθνών συνεπειών της. Ως αποτέλεσμα μιας τέτοιας λογοθετικής και ρητορικής (discursive) αλλαγής, μπορούν να προκύψουν νέα μηνύματα, πολιτικές και συνθήκες από έναν ευρύτερο και πιο αποφασιστικό συνασπισμό πρόθυμων κρατών. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι το Κρεμλίνο θα αισθανθεί επιτέλους αρκετή πίεση ώστε να αλλάξει τη συμπεριφορά του και να γίνει εποικοδομητικό στις μελλοντικές διαπραγματεύσεις.

 

Βιβλιογραφία:

Serhii Plokhy, Chernobyl: History of a Tragedy, Allen Lane, London 2018

 

μετάφραση: Βασίλης Μπογιατζής 

Andreas Umland

Αναλυτής στο Stockholm Center for Eastern European Studies (SCEEUS) του Σουηδικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων. Αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο του Κιέβου-Mohyla Academy. Υπήρξε ερευνητής, υπότροφος και διδάσκων πολλών Πανεπιστημίων και ερευνητικών ιδρυμάτων και είναι υπεύθυνος των σειρών βιβλίων "Soviet and Post-Soviet Politics and Society" και "Ukrainian Voices" του εκδοτικού οίκου Ibidem Press.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.