Με βάση αυτά τα δυο ερωτήματα ο κ. Βενιζέλος αναπτύσσει το επιχείρημά του ότι κάθε τέτοιου είδους ενέργεια εκ μέρους της ΕΥΠ ή μιας άλλης διωκτικής αρχής, η οποία στο πλαίσιο της εκπλήρωσης των καθηκόντων της είναι αναγκασμένη να συλλέξει πληροφορίες με «συνωμοτικό» τρόπο, πρέπει να εγκρίνεται από τις δικαστικές αρχές (υποθέτω μέσω της εκδόσεως ενός εντάλματος) και όχι από τις εισαγγελικές, οι οποίες όπως φάινεται με το ισχύον καθεστώς λαμβάνουν μόνο μια γενική γνώση της υπόθεσης και εγκρίνουν την απαιτούμενη ενέργεια σχεδόν τυφλά και μηχανικά.
Δεν γνωρίζω τις ακριβείς διαδικασίες και δεν μπορώ να κρίνω αν οι αιτιάσεις είναι δικαιολογημένες ή όχι. Ως πολίτης απαιτώ βέβαια τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια, έχοντας όμως υπόψη ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με την προστασία του πολιτεύματος, της χώρας και με την καταπολέμηση του εγκλήματος είναι υποχρεωμένες πολλές φορές από τις περιστάσεις να δράσουν γρήγορα και να «ψαρέψουν στα θολά». Το ότι ο κάθε άνθρωπος, συμπεριλαμβανομένου εμού, μπορεί να βρεθεί καμιά φορά στο στόχαστρό τους, είναι δυστυχώς ένα από τα τιμήματα που πρέπει να πληρώσουμε στα πλαίσια του Ρουσσωικού κοινωνικού συμβολαίου επάνω στο οποίο θεμελιώνεται η μοντέρνα δημοκρατική πολιτική κοινωνία. Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος να βρεθούμε για λίγο κάτω από το βλέμμα του «μεγάλου αδελφού» είναι ένα μέρος της απόλυτης φυσικής ελευθερίας που θυσιάζουμε για να μπορέσουμε να ζήσουμε με ειρήνη και να ασκήσουμε τις πολιτικές ελευθερίες μας σε μια πολιτικά οργανωμένη κοινωνία που έχει τη μορφή του κράτους δικαίου.
Όμως δεν είναι αυτό το πιο ενδιαφέρον σημείο στις παρατηρήσεις του κ. Βενιζέλου, ο οποίος ίσως είναι λιγότερο Ρουσσωικός (και πιο Κελσενιανός) από εμένα, αλλά η ιδέα του ότι η μεγαλύτερη εμπλοκή της δικαστικής εξουσίας σε διαδικασίες που προσβάλλουν το προσωπικό απόρρητο και την ιδιωτική σφαίρα των πολιτών είναι ικανή να εγγυηθεί το αδιάβλητό τους και να αποτρέψει την κυκλικότητα στις ιεραρχικές σχέσεις ανάμεσα σε υπηρεσίες της εκτελεστικής εξουσίας όπως οι υπηρεσίες πληροφοριών ή οι υπηρεσίες καταπολέμησης του εγκλήματος και τους ανώτατους προϊσταμένους τους όπως ο Πρωθυπουργός, ή τα όργανα που ασκούν τον έλεγχο και την εποπτεία τους και στελεχώνονται από μέλη της νομοθετικής εξουσίας.
Κατά τη γνώμη μου, το θέμα «της φύλαξης των φυλάκων» που διατυπώνει ο κ.Βενιζέλος δεν λύνεται στο πλαίσιο μιας αναδιάρθρωσης των τυπικών σχέσεων ανάμεσα στα επίπεδα της κρατικής εξουσίας. Γιατί κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι ο δικαστής που θα κληθεί να εκδώσει π.χ. ένα ένταλμα παρακολούθησης είναι αδέκαστος ή σε θέση να κρίνει αντικειμενικά την αναγκαιότητα της συγκεκριμένης ενέργειας. Μάλιστα, όταν πρόκειται για την προσβολή του προσωπικού απορρήτου και της ιδιωτικής σφαίρας ενός πολιτικού προσώπου τότε θα αναγκαστεί να πάρει μια απόφαση που θα έχει οπωσδήποτε πολιτικές συνέπειες.
Το θέμα που εγείρει ο κ. Βενιζέλος δεν είναι τυπικό αλλά ουσιαστικό: οι άνθρωποι που θα έχουν την αρμοδιότητα του ελέγχου και της έγκρισης των ενεργειών των μυστικών υπηρεσιών πρέπει, εκτός από την τυπική τους εκπαίδευση ως νομικοί, να έχουν και μια εξαιρετική δύναμη να κρίνουν και να αξιολογούν τις καταστάσεις, να έχουν δηλαδή μια ειδική εμπειρία — κάτι που δεν αποκτάται με σπουδές αλλά στην πράξη. Επίσης πρέπει να είναι και αφοσιωμένοι προστάτες όχι μόνο του Συντάγματος αλλά και της Δικαιοσύνης, του «υπερθετικού Δικαίου».
Το λάθος του κ. Βενιζέλου είναι θεμελιωμένο στη θετικιστική φιλοσοφική του στάση απέναντι στο νόμο και το δίκαιο, μια στάση που θεωρεί το τυπικό θετικό δίκαιο ως πηγή της δικαιοσύνης και της δίκαιης πράξης. Είναι προφανές ότι αυτή η στάση βρίσκει τα ανυπέρβλητα όριά της στην ικανότητα των ανθρώπων να αναγνωρίσουν ότι ένα τυπικό οικοδόμημα εκφράζει την ιδέα της Δικαιοσύνης και στη βούλησή τους —την «καλή τους βούληση», όπως λέει ο Καντ— να την υπηρετήσουν. Κανένα τυπικό μέσο, καμία αύξηση της τυπικής πολυπλοκότητας στη λήψη τέτοιων σημαντικών αποφάσεων δεν μπορεί να αντικαταστήσει την αφοσίωση στα ιδανικά της Δημοκρατίας, την πείρα και την παραδοχή της δυνατότητας του λάθους κατά την εκτίμηση της κατάστασης και τη λήψη των αποφάσεων.
Με αυτή τη θετικιστική στάση του κ. Βενιζέλου σχετίζεται και η διατύπωσή του της αρχής «της επιστήμης του Συνταγματικού Δικαίου» που ανέφερα: ότι ο νόμος ερμηνεύεται με βάση το Σύνταγμα και όχι το Σύνταγμα με βάση το νόμο. Αυτή η αρχή δεν είναι εσφαλμένη, είναι όμως ελλιπής. Γιατί ναι μεν ο νόμος βασίζεται στο Σύνταγμα και ερμηνεύεται πάντα σύμφωνα με αυτό, όμως η θέσπιση ενός νόμου είναι πάντα μια ερμηνεία τόσο του γράμματος όσο και του πνεύματος του Συντάγματος και προϋποθέτει ότι το Σύνταγμα υλοποιεί την ιδέα της Δικαιοσύνης και της Αξίας του Ανθρώπου. Το Σύνταγμα δεν παράγει αυτές τις ιδέες, τις εκφράζει και τις υλοποιεί, τους χαρίζει ένα σκελετό που τις βοηθάει να δημιουργήσουν νομική και κοινωνική πραγματικότητα.
Η ανεπιφύλακτη αποδοχή αυτής της αλήθειας είναι η αναγκαία συνθήκη για την εγκαθίδρυση ενός κράτους δικαίου στο οποίο δεν θα ανακύψει το πρόβλημα της φύλαξης των φυλάκων.
* «Ποιος φυλά τους φύλακες;». Φράση του Ρωμαίου σατιριικού ποιητή Γιουβενάλη (Decimus Iunius Iuvenalis, περ. 55-135 μ.Χ.) που απευθυνόταν στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο. Από τις Σάτιρες, το κορυφαίο έργο του.
Ο κ.Βενιζέλος δεν μας εξηγεί πώς ακριβώς -με βάση τα όσα λέει- θα πρέπει να δρα η ΕΥΠ στην περίπτωση των υπολοίπων παρακολούθησεων, μη πολιτικών; Θα χρειάζεται κι εκεί έγκριση δικαστικού συμβουλίου κι όχι απλά ενός (ή δύο) εισαγγελέα; Αν όχι, γιατί, απολαμβάνουν οι πολιτικοί κάποιας ειδικής προστασίας που δεν έχουν οι υπόλοιποι πολίτες; Αν ναι, πώς θα λειτουργεί μια υπηρεσία που για τις χιλιάδες παρακολουθήσεις που κάνει κάθε χρόνο θα πρέπει για κάθε μία να παίρνει την έγκριση δικαστικού συμβουλίου;
Λ.χ. η NSA των ΗΠΑ που έχει ως αντικείμενο ακριβώς τις παρακολουθήσεις με ποια διαδικασία παίρνει έγκριση για αυτές; Για να μιλάμε επί του πρακτέου και στον πραγματικό κόσμο.
29 Αυγ 2022, 08:08