Το Πρόγραμμα Apollo, το οποίο αποτέλεσε το πιο σύνθετο –μετά το Πρόγραμμα Manhattan– τεχνολογικά και διαχειριστικά στην ιστορία της ανθρωπότητας έργο ήταν το τρίτο κατά σειρά πρόγραμμα επανδρωμένων διαστημικών αποστολών της NASA. Μεταξύ Οκτωβρίου 1968 και Δεκεμβρίου 1972 πραγματοποιήθηκαν συνολικά 11 επανδρωμένες αποστολές, σε έξι από τις οποίες οι αστροναύτες περπάτησαν στη Σελήνη («Moonwalk»).
Κι αν τη δεκαετία του 1960 η κατάκτηση του διαστήματος αποτελούσε «εθνικό στόχο», όπως άλλωστε είχε δηλώσει ο αμερικανός πρόεδρος Τζον Φ. Κένεντι στην ιστορική του ομιλία ενώπιον του αμερικανικού Κογκρέσου στις 25 Μαΐου 1961, σήμερα η επιστροφή με σκοπό την εγκατάσταση μιας μόνιμης βάσης στην επιφάνεια της Σελήνης αποτελεί αναγκαίο επακόλουθο, όχι μόνο της αυξανόμενης ιδιωτικοποίησης των δραστηριοτήτων εκμετάλλευσης των διαστημικών πόρων, αλλά κυρίως της τεχνολογικής πρόκλησης για την αποστολή αστροναυτών στον Άρη.
Σκοπός της πρώτης αποστολής (Artemis I) είναι η πλήρης δοκιμή των οχημάτων που θα μεταφέρουν το 2024 (Artemis II) ένα τετραμελές πλήρωμα αστροναυτών γύρω από τη Σελήνη, με στόχο την προσσελήνωση το 2025 (Artemis III) της πρώτης γυναίκας και του πρώτου αφροαμερικανού αστροναύτη. Στο πλαίσιο αυτής της διεθνούς συνεργασίας, η συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Διαστήματος (European Space Agency) έγκειται στην ανάπτυξη της Μονάδας Εξυπηρέτησης και Ελέγχου (European Service Module) της διαστημικής κάψουλας Orion που κατασκεύασε η Lockheed Martin. Το όχημα Orion χρησιμοποιεί την ίδια βασική διαμόρφωση με τη μονάδα εντολών και εξυπηρέτησης του σκάφους Apollo, που μετέφερε τον Νιλ Άρμστρονγκ και τον Έντουιν «Μπαζ» Όλντριν στη Σελήνη στις 20 Ιουλίου 1969.
Όπως το Πρόγραμμα Apollo έδωσε μια τεράστια τεχνολογική ώθηση στην αμερικανική βιομηχανία, όχι μόνο του αεροδιαστημικού κλάδου αλλά και γενικότερα. Έτσι φιλοδοξία του Προγράμματος Artemis, σύμφωνα με την πρώτη προεδρική οδηγία για τη διαστημική πολιτική που εξέδωσε ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ τον Δεκέμβριο του 2017, είναι να αναζωογονήσει την εγχώρια βιομηχανία, καθιστώντας τη πρωτοπόρο στην εμπορική εκμετάλλευση του διαστήματος.
Στο πλαίσιο αυτό, πέρα από το σύστημα SLS/Orion που ανέπτυξε η NASA μαζί με διεθνείς εταίρους, εγχώριες ιδιωτικές εταιρείες αναπτύσσουν με καθετοποιημένο τρόπο πυραυλικά συστήματα για τη μεταφορά αγαθών και πληρώματος στο διάστημα. Προς την κατεύθυνση αυτή, η SpaceX αποτελεί τα τελευταία χρόνια τον μεγαλύτερο ανάδοχο της NASA. Μάλιστα, στο πλαίσιο του Προγράμματος Artemis ΙΙΙ, η SpaceX συνήψε τον Οκτώβριο του 2021 συμβόλαιο ύψους 2,9 δισ. δολαρίων για την ανάπτυξη ενός νέου πυραύλου μεγάλης κλάσης (Starship HLS) με δυνατότητα αποστολής πληρωμάτων στη Σελήνη. Επειδή ο σταθμός Lunar Gateway, ο οποίος σχεδιάζεται να αναπτυχθεί σε σεληνιακή τροχιά και με τη βοήθεια του οποίου θα πραγματοποιούνται στη συνέχεια οι αποστολές στη Σελήνη αναμένεται να εγκατασταθεί μετά το 2027, η SpaceX αναπτύσσει το όχημα προσσελήνωσης το οποίο θα χρησιμοποιήσουν οι αστροναύτες κατά την τρίτη αποστολή για τη μεταφορά τους από την κάψουλα Orion στην επιφάνεια της Σελήνης και αντίστροφα. Τις επόμενες εβδομάδες αναμένεται η επίσης κρίσιμη δοκιμαστική εκτόξευση του πυραύλου Starship.
Από τα ανωτέρω γίνεται αντιληπτό πως διανύουμε μια νέα διαστημική εποχή, κύρια χαρακτηριστικά της οποίας δεν είναι μόνο η ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση κρατικών, και μη, δρώντων από τα διαστημικά συστήματα και τις εφαρμογές που αυτά παρέχουν αλλά και η μονομερής ρύθμιση σχετικά με την εμπορική οικειοποίηση των φυσικών πόρων του διαστήματος. Κράτη όπως οι ΗΠΑ, το Λουξεμβούργο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Ιαπωνία, σε μια προσπάθεια μονομερούς ρύθμισης ειδικότερων μορφών εκμετάλλευσης του διαστήματος τοποθετούν το διεθνές δίκαιο του διαστήματος μπροστά σε νέες προκλήσεις, διαρρηγνύοντας την όποια συνοχή μέχρι σήμερα και θέτοντας σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των διαστημικών δραστηριοτήτων.
Η Ελλάδα καταγράφει μια σημαντική παρουσία σε διεθνή φόρα όπως η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τις Ειρηνικές Χρήσεις του Διαστήματος, διαθέτοντας ταυτόχρονα αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό και μια ικανή επιστημονική κοινότητα που πλαισιώνει μια αναπτυσσόμενη διαστημική βιομηχανία. Επιπλέον, πρόσφατες πρωτοβουλίες όπως αυτή του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης σχετικά με την ανάπτυξη ενός δικτύου μικροδορυφόρων, ή η έναρξη λειτουργίας παραρτήματος του γραφείου πόρων διαστημικής εκπαίδευσης ESERO/ESA στο ΑΠΘ ή τέλος η ίδρυση του κέντρου επιχειρηματικής επώασης ESA-BIC στην Αθήνα είναι όλες προς τη σωστή κατεύθυνση.
Ωστόσο μένουν πολλά ακόμη να γίνουν για να ξεκλειδώσουν πλήρως οι δημιουργικές δυνάμεις της χώρας που θα αναπτύξουν το εγχώριο οικοσύστημα της Νέας Οικονομίας του Διαστήματος. Ένα από αυτά είναι η εκπόνηση μιας Εθνικής Διαστημικής Στρατηγικής η οποία θα δώσει το ρόλο που αξίζει στο νεοσύστατο Ελληνικό Κέντρο Διαστήματος, δημιουργώντας ταυτόχρονα τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μιας συνεκτικής και εξωστρεφούς διαστημικής πολιτικής που θα ισχυροποιήσει διεθνώς την παρουσία της Ελλάδας, πολιτικά και αμυντικά.
Με αφορμή την επικείμενη ιστορική εκτόξευση, ένα πρώτο βήμα προς την παραπάνω κατεύθυνση θα μπορούσε να είναι η διερεύνηση από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης της συμμετοχής της χώρας στις Συμφωνίες Άρτεμις (Artemis Accords), προς όφελος της εθνικής βιομηχανίας και της επιστημονικής κοινότητας της Ελλάδας.