Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, το προτεινόμενο σύστημα διοίκησης των ΑΕΙ συνιστά μία θεμελιακή υποχώρηση από τις μεταρρυθμιστικές κατακτήσεις του νόμου 4009/2011 και του νόμου 4076/2012, οι οποίες καταπολεμήθηκαν και τελικά ανετράπησαν κατά την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Δέκα χρόνια μετά την προσπάθεια εκσυγχρονισμού του μοντέλου Διοίκησης των ελληνικών Πανεπιστημίων και τη θεσμοθέτηση ελεγκτικών αντίβαρων (checks and balances) μεταξύ του Πρύτανη και του Συμβουλίου Διοίκησης, είναι αδικαιολόγητο να προσπαθούμε να ανακαλύπτουμε ξανά και ξανά τον τροχό. Το διοικητικό μοντέλο που υιοθέτησε ο νόμος 4009/2011 (νόμος Διαμαντοπούλου), με την αναγκαία επικαιροποίηση και αποσαφήνιση των διακριτών αρμοδιοτήτων μεταξύ Πρύτανη και Συμβουλίου εξακολουθεί –πιστεύω– να αποτελεί την καταλληλότερη βάση συζήτησης. Αυτό που χρειάζονται τα ελληνικά Πανεπιστήμια σήμερα για τη διοίκησή τους είναι ένα σύγχρονο σύστημα ισορροπίας μεταξύ του Συμβουλίου Διοίκησης που θα συγκροτείται από εσωτερικά (εκλεγμένα) και εξωτερικά μέλη, θα έχει Πρόεδρο, θα διαθέτει ουσιαστικές διοικητικές, οικονομικές αρμοδιότητες και θα είναι υπεύθυνο για την ανάπτυξη και τον στρατηγικό σχεδιασμό του ΑΕΙ και του Πρύτανη και της Συγκλήτου, από την άλλη πλευρά, που θα ασκούν αποκλειστικά ακαδημαϊκές αρμοδιότητες. Το Συμβούλιο οφείλει να ελέγχει τον Πρύτανη και τη Σύγκλητο για την εφαρμογή της ακαδημαϊκής πολιτικής του Ιδρύματος και όχι να υπάρχει «ταυτοπροσωπία» μεταξύ Πρύτανη και Προέδρου του Συμβουλίου. Έτσι λειτουργεί το σύστημα Διοίκησης στα περισσότερα Πανεπιστήμια της Ευρώπης.
Αντίθετα, το προτεινόμενο σύστημα από το υπουργείο Παιδείας δημιουργεί ένα υδροκέφαλο σώμα διοίκησης, το οποίο περιλαμβάνει από αντιπρυτάνεις περιορισμένου αντικειμένου και άνευ ψήφου, μέχρι εκλεγμένα ισχυρά μέλη του Συμβουλίου και έναν «δισυπόστατο» Πρύτανη ο οποίος είναι και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου, δηλαδή ένα όργανο συλλογικό και μονοπρόσωπο ταυτόχρονα με υπερεξουσίες (plein pouvoir). Σε ένα τέτοιο σύστημα δεν υπάρχει καμία ισορροπία, ενώ ακυρώνονται τα θεσμικά αντίβαρα και οι απαραίτητοι ελεγκτικοί μηχανισμοί. Επίσης, είναι ορατός ο κίνδυνος ενίσχυσης των πελατειακών εξαρτήσεων και των «πλειοψηφιών των συμφερόντων», καθώς και επικράτησης παλαιοκομματικών πρακτικών, δηλαδή της επιδείνωσης των παθογενειών που ταλαιπωρούν σήμερα τα ΑΕΙ.
Αυτό το σύστημα μέχρι την ψήφιση του νόμου μπορεί –και κατά τη γνώμη μου πρέπει– να αλλάξει, με διάλογο και αναζήτηση της μεγαλύτερης δυνατής πολιτικής, ακαδημαϊκής και κοινωνικής συναίνεσης, που είναι και το ζητούμενο στα θέματα της Παιδείας. Η πολιτική της υποχώρησης από τις μεταρρυθμίσεις δύσκολα δικαιώνεται.