Η πανδημική κρίση και ο Ρωσο-Ουκρανικός πόλεμος απέδειξαν ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι εξαιρετικά ευάλωτες. Είναι σημαντικό να το αναγνωρίσει αυτό κανείς. Μόνο έτσι θα μπορέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να λάβει μέτρα που στοχεύουν στη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητα –δηλαδή τις ικανότητες που απαιτούνται να αναπτυχθούν για μπορέσουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες να απορροφούν σοκ και στρες– της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και να επενδύσει σε ζητήματα ασφάλειας που αφορούν την ενέργεια, τη δημόσια υγεία, την ψηφιοποίηση, την αμυντική και την εξωτερική πολιτική.
Ωστόσο, και παρά τη δημιουργία του Ταμείου Ανάπτυξης και τη σθεναρή αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία, και την επανειλημμένη καταδίκη του πολέμου του Πούτιν εναντίον της Ουκρανίας, ο προσανατολισμός της Ένωσης παραμένει ασαφής. Η ανάγκη για συναίνεση ήδη δημιουργεί εμπόδια. Βλέπουμε, για παράδειγμα, ότι οι βασικές μεταβολές απέναντι στη ρωσική συμπεριφορά λαμβάνουν χώρα κυρίως σε επίπεδο κρατών μελών. Η Γερμανία ανακοίνωσε σημαντικές αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες της. Ομοίως, η Φινλανδία και η Σουηδία επιθυμούν να τερματίσουν την ουδετερότητά τους και να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, κρίνω ότι δύο είναι οι σημαντικότερες προκλήσεις για το μέλλον και την πορεία της ΕΕ.
1η πρόκληση: εμπλοκή της κοινωνίας των πολιτών
Η ΕΕ να σκεφτεί βαθύτερα τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές πιέσεις που θα δεχτούν τα κράτη μέλη και τα πολιτικά τους συστήματα από τις σύνθετες και διαδοχικές κρίσεις. Είναι πιο φλέγον από ποτέ το ερώτημα προς τα πού θέλει να κατευθύνει τις δημόσιες πολιτικές της. Αυτό απαιτεί αναστοχασμό και διόρθωση των μοιραίων λαθών και επιλογών, όπως η υπερδιόγκωση του χρηματιστικού τομέα, η ηγεμονία του ατομικισμού και η αποδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής που χαρακτήρισαν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τις τελευταίες δεκαετίες.
Προς αυτή την κατεύθυνση, η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών αναδεικνύεται σε μείζον διακύβευμα για την ΕΕ. Οι διαδοχικές κρίσεις πρέπει να αποτελέσουν για την Ευρωπαϊκή Ένωση ένα σημείο καμπής, να κερδίσει εκ νέου την εμπιστοσύνη που έχει χάσει όλα αυτά τα χρόνια. Ενθαρρυντικό παράδειγμα αποτελεί η «Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης» (2021-22), μια πανευρωπαϊκή άσκηση συμμετοχικής και διαβουλευτικής δημοκρατίας, που έδωσε τη δυνατότητα σε πολίτες από ολόκληρη την ΕΕ να υποβάλουν προτάσεις για τη διαμόρφωση των μελλοντικών πολιτικών της, εκφράζοντας τις απόψεις τους για τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Ευρώπη και τις προτεραιότητες που οφείλει να θέσει. Ενθαρρυντικά ήταν και τα εργαλεία, που αναπτύχθηκαν για να παρέχουν στους πολίτες και στους ενδιαφερόμενους φορείς τη δυνατότητα να υποβάλλουν προτάσεις και να οργανώνουν συζητήσεις.
Σε πρόσφατη έρευνα του European Council on Foreign Relations σε 12 χώρες της ΕΕ (9 Μαρτίου 2022, https://ecfr.eu/publication/a-certain-idea-of-europe-how-the-next-french-president-can-lead/), το 58% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι τα πολιτικά συστήματα των χωρών τους είναι δυσλειτουργικά, ανήμπορα να προσφέρουν λύσεις στα σημερινά θεμελιώδη προβλήματα. Το ίδιο ποσοστό δηλώνει ότι δεν διαθέτει καμία επίδραση στην πολιτική διαδικασία. Επίσης, και ενώ οι αναλυτές συχνά υποθέτουν ότι οι περισσότεροι Ευρωπαίοι βλέπουν τους θεσμούς της ένωσης ως άσχετους και απόμακρους απ’ τη ζωή τους, οι ερωτηθέντες όχι μόνο εξέφρασαν ότι δεν αποδίδουν επαρκώς (το 60% και το 71% δηλώνει απογοητευμένο από τη διαχείριση της πανδημίας και της κλιματικής αλλαγής), αλλά και το 59% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι η συμμετοχή της χώρας τους είναι απαραίτητη στην Ένωση.
Κατά συνέπεια, το καθήκον των θεσμών και των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι μόνο να υπερασπιστούν τη φιλελεύθερη δημοκρατία έναντι ισχυρών εξωτερικών απειλών, αλλά και να την αποτρέψουν από το να πεθάνει εκ των έσω. Με λίγα λόγια, ο διάλογος αποτελεί πλέον επιτακτική εργαλείο της ευρωπαϊκής δημόσιας διπλωματίας. Νέα προβλήματα, νέες ευκαιρίες. Το να απαντήσει σε ορισμένα από αυτά τα ερωτήματα η Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ένα απαραίτητο βήμα για να διαπιστώσει, όχι μόνο τι έχει αλλάξει, αλλά και τι δεν έχει αλλά πρέπει να αλλάξει. Και οι απαντήσεις θα μπορούσαν να αποδειχθούν πολύ ενοχλητικές για τα κομματικά, κυβερνητικά και αντιπροσωπευτικά συστήματα και τους θεσμούς λήψης αποφάσεων. Ίσως το συμπέρασμα να είναι ότι απαιτείται μια συνολική και ριζική μεταρρύθμιση σε εθνικό ή/και ενωσιακό επίπεδο. Ή να προχωρήσουμε με λίγες αλλά ουσιαστικές τροποποιήσεις στο τρέχον σύστημα. Το ζητούμενο, όμως, πρέπει να παραμείνει το ίδιο, δηλαδή να εντοπιστούν και να αντιμετωπιστούν τα ελαττώματα και οι περιορισμοί του τρέχοντος μοντέλου αντιπροσώπευσης και λήψης αποφάσεων.
Είναι θεμελιώδες για την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι οι πολίτες αισθάνονται πως μπορούν να συμμετάσχουν στη χάραξη πολιτικής. Η ΕΕ έχει επιχειρήσει να ανταποκριθεί και να καλύψει αυτή την ανάγκη και τη ζήτηση, θέτοντας σε εφαρμογή σημαντικό αριθμό διαδικασιών συμμετοχής για τους πολίτες, όπως ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, η Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών, οι Δημόσιες Διαβουλεύσεις της Επιτροπής, οι Διάλογοι των Πολιτών και οι Δημόσιες Αναφορές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ωστόσο, εξακολουθεί να επικρατεί η άποψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι απόμακρη και κλειστή στους πολίτες. Ως αποτέλεσμα, όπως αποδεικνύει πρόσφατη έρευνα και μελέτη του Bertelsmann Stiftung [https://www.bertelsmann-stiftung.de/en/publications/publication/did/policy-brief-012022-the-missing-piece-a-participation-infrastructure-for-eu-democracy], περισσότερο από το 54% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι η φωνή τους δεν μετράει και το 32% ότι η συμμετοχή τους δεν θα έκανε τη διαφορά. Μάλιστα, είναι ασαφές στους πολίτες ποιες διαδικασίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για ποιο σκοπό. Ενδεικτική είναι και η θέση των ειδικών επί των ευρωπαϊκών θεμάτων, με το 95% των ερωτηθέντων να δηλώνει ότι η γνώση και η χρήση των διαδικασιών συμμετοχής των πολιτών δεν είναι επαρκής, αλλά και το 83% να υπογραμμίζει ότι οι θεσμοί και τα κράτη-μέλη δεν διευκολύνουν τη συμμετοχή των πολιτών.
Αυτό, όπως επισημαίνει η μελέτη, οδηγεί κυρίως σε τρία σημαντικά κενά:
(α) Το κενό επίγνωσης, καθώς μόνο το 15% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι το βρήκαν εύκολο να συμμετέχουν στην πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτελούν τη μοναδική εξαίρεση.
(β) Το κενό απόδοσης με μόνο το 25% των ειδικών να δηλώνουν ότι οι διαδικασίες συμμετοχής λειτουργούν όπως θα έπρεπε.
(γ) Το κενό πολιτικής δέσμευσης, με μόνο 17% των ειδικών να δηλώνει ότι οι θεσμοί και τα κράτη-μέλη διευκολύνουν τη συμμετοχή των πολιτών. Υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ της ρητορικής της ΕΕ για μια «Ευρώπη των πολιτών» και της πραγματικής πρακτικής της συμμετοχής των πολιτών, με τα επίπεδα κατανόησης και γνώσης των διαδικασιών συμμετοχής των πολιτών να είναι χαμηλά όχι μόνο μεταξύ των πολιτών, αλλά και μεταξύ πολιτικών των κρατών-μελών και των στελεχών των θεσμών.
Προς αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, η συμμετοχή των πολιτών οφείλει να γίνει αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της δημοκρατίας στην ΕΕ, με τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τα κράτη μέλη να έχουν την ευθύνη να αναπτύξουν και να συμφωνήσουν σε μια κοινή στρατηγική, με κοινό όραμα και κοινή κατανόηση της σημασίας, του σκοπού και των οφελών των συμμετοχικών διαδικασιών. Η ανάγκη να προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι καινούργια: ήταν πάντα ανάγκη. Σήμερα, όμως, σε μια εποχή επάλληλων κρίσεων και ανατροπών, είναι ακόμη πιο επιτακτική. Το business as usual δεν είναι πλέον μια επιλογή.
2η πρόκληση: η διατήρηση της «ήπιας ισχύος»
Η γέννηση και η πορεία της ΕΕ βασίστηκε σε μια απλή ιδέα: τη σύνδεση εθνών και λαών με στόχο την ειρήνη. Ωστόσο, μέσω του Brexit και της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ, καθώς και λόγω της συμπεριφοράς άλλων χωρών –από την Κίνα και τη Ρωσία μέχρι την Τουρκία και τη Βραζιλία– αποδεικνύεται ότι ο εθνικισμός και η εξουσία υπερισχύουν της διασύνδεσης και της συνεργασίας. Μάλιστα, όπως υποστηρίζει ο Mark Leonard (2021, The Age of Unpeace, Transworld Publishers), η αλληλεξάρτηση μπορεί όχι μόνο να συνδέσει τον κόσμο αλλά και να τον χωρίσει. Η υπερ-συνδεσιμότητα όχι μόνο πολώνει τις κοινωνίες και καλλιεργεί φθόνο, αλλά παρέχει επίσης νέα εργαλεία, «όπλα» για τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων. Οι χώρες διεξάγουν συγκρούσεις χειραγωγώντας όσα τις συνδέουν μεταξύ τους — χρησιμοποιώντας, για παράδειγμα, κυρώσεις, μποϊκοτάζ, ελέγχους εξαγωγών ή απαγορεύσεις εισαγωγών για πολιτικούς στόχους. Η πανδημία θα έπρεπε να έχει ενώσει τον πλανήτη. Αντίθετα, είδαμε τη διπλωματία της μάσκας και τον ανταγωνισμό των εμβολίων, που έλαβε τα χαρακτηριστικά της διαστημικής και πυρηνικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ κατά τον 20ό αιώνα. Η Κίνα χρησιμοποιεί την πρωτοβουλία Belt & Road για να αυξήσει την πολιτική της δύναμη μέσω οικονομικής εξάρτησης. Η Ρωσία επιχειρεί να επωφεληθεί από την εξάρτηση της ΕΕ για φυσικό αέριο το οποίο η Μόσχα χρησιμοποιεί ως ενεργειακό όπλο. Στο μέτωπο της τεχνολογίας και της πληροφορίας, οι μάχες δεν αφορούν μόνο τις σφαίρες τεχνολογικής επιρροής και το ποιος θέτει τα πρότυπα, αλλά και τη δημοκρατία και την ελευθερία των κοινωνιών μας.
Απέναντι στην ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η ΕΕ αντέδρασε με συνοχή και αποφασιστικότητα, επιβάλλοντας κυρώσεις και προσφέροντας, για πρώτη φορά, όπλα σε χώρα που δέχεται επίθεση. Και τα κράτη-μέλη ξεπέρασαν τις διαφορές τους στο ζήτημα των προσφύγων, ανοίγοντας τα σύνορά τους στους Ουκρανούς που εγκατέλειψαν τη χώρα τους. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εισέλθει σε μια περίοδο που θα αναδείξει πολλά προβλήματα τα οποία απαιτούν δύσκολες αποφάσεις και αποφασιστική δράση. Η ρωσική εισβολή δημιουργεί και αβεβαιότητες σχετικά με τη σταθερότητα της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας της Ευρώπης. Ο καιρός των συμβιβασμών και της ήπιας ισχύος έχει περάσει. Ήρθε η ώρα της «σκληρής ισχύος»;
Σε κάθε περίπτωση, το στοίχημα για τους θεσμούς και τα κράτη-μέλη είναι να ενισχύσουν την αμυντική ικανότητα χωρίς να υπονομεύσουν τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρέπει η ΕΕ να αναπτύξει τα εργαλεία της για να της επιτραπεί να είναι πιο ανθεκτική και αποτελεσματική, επενδύοντας στην καλύτερη λήψη αποφάσεων μέσω της πλειοψηφίας, ενίσχυση του ρόλου της Επιτροπής, τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ασφάλειας και ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου. Το λάθος, όμως, που δεν πρέπει να κάνει η ΕΕ είναι να απεμπολήσει την ταυτότητα που έχει καλλιεργήσει για τον εαυτό της και το ρόλο της στον κόσμο. Πρέπει και είναι αναγκαίο να κάνει περισσότερα στον αμυντικό και στρατιωτικό τομέα και να μη μένει πίσω από τις εξελίξεις. Όμως, δεν πρέπει με τίποτα να αλλάξει την ταυτότητά της και να λησμονήσει ότι πέρα από τα στρατιωτικά/εξοπλιστικά και γεωπολιτικά ζητήματα, υπάρχουν και ζητήματα, από την κλιματική κρίση, την ανάπτυξη, την ευημερία, την ευρύτερη περιφερειακή αστάθεια έως την τρομοκρατία και την μετανάστευση, όπου ο ρόλος της είναι εξαιρετικά σημαντικός. Το ζητούμενο για την ένωση σήμερα είναι να υλοποιήσει πολιτικές, που θα την κάνουν να είναι πιο ικανή, πιο συνεργάσιμη, πιο αυτόνομη και ανθεκτική σε ζητήματα που αφορούν την τεχνολογία, την οικονομία, ενέργεια, την υγεία.
Η ρωσική εισβολή και ο πόλεμος της Ουκρανίας απειλεί να στριμώξει την ΕΕ σε ένα νέο διπολικό σκηνικό, ενισχύοντας τον ηγεμονικό ρόλο των ΗΠΑ στο δυτικό στρατόπεδο και της Κίνας στο ανατολικό. Επίσης, παρακολουθούμε πως η απάντηση της Ευρώπης και της Αμερικής επαναφέρει πάλι την ορολογία για τη «Δύση» και τον «Ελεύθερο Κόσμο» της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Αυτή η ορολογία, όπως σωστά επισημαίνει ο Λιάκος (2022, https://www.tovima.gr/2022/04/06/opinions/o-polemos-stin-oukrania-kai-i-idea-tis-eyropis/),
ακούγεται ως μια ιδεολογική παλινδρόμηση, αλλά σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει ριζικά από ό,τι πριν από 70 χρόνια. Όχι μόνο δεν υπάρχει το ίδιο ιδεολογικό βάθος με τον πρώτο Ψυχρό Πόλεμο, αλλά και ο Τρίτος Κόσμος δεν είναι οι παλιές αποικίες σε διαδικασία ανεξαρτητοποίησης, αλλά περιλαμβάνει μεγάλες δυνάμεις όπως η Κίνα, η Ινδία και οι άλλες χώρες των BRICS. Τρίτο, η παγκοσμιοποίηση, με τα θετικά και τα αρνητικά της, έχει δημιουργήσει πραγματικότητες που η διάρρηξή τους μπορεί να αποδειχτεί χαώδης.
Για να συνεχίσει, υπογραμμίζοντας,
Οι πολιτικές αυτάρκειας και επανεξοπλισμών εγκυμονούν πολέμους όπως και στο παρελθόν. Είναι ακριβώς το αντίθετο από ό,τι χρειάζεται σήμερα. Γιατί οι πανδημίες αλλά και ο πολύ μεγαλύτερος κίνδυνος της κλιματικής κρίσης, η διατροφική και ενεργειακή κρίση δεν γνωρίζουν σύνορα, αλλά απαιτούν παγκόσμια συνεργασία για να αντιμετωπιστούν. Θα γλιστρήσει η Ευρώπη μοιραία στο χάος που ανοίγει η πολιτική των εξοπλισμών και η απειλή των πυρηνικών, φοβισμένη και αναποφάσιστη; Ή θα βρει τη δύναμη να διεκδικήσει την ήπια πολιτική ηγεμονία που προσφέρει η ειρηνική συνύπαρξη, όπως για δεκαετίες οικοδομήθηκε […] και οδήγησε στο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο; Θα πάψουμε να προσδοκούμε η Ευρώπη, ως μια δημοκρατική δύναμη πολιτισμού, να παίξει ρόλο ρυθμιστή στην παγκοσμιοποίηση, να είναι φωνή λογικής και ηπιότητας στο παγκόσμιο χάος και όχι συμπλήρωμα ενός πολεμικού μηχανισμού;
Κατά συνέπεια, αναγνωρίζοντας ότι ζούμε σε μια εποχή «μη-ειρήνης» (unpeace, Leonard 2021, ό.π.) η ΕΕ θα πρέπει:Πρώτον, να υπερασπιστεί αυτό που είχε δημιουργήσει από το 1945: ακμάζουσες δημοκρατίες βασισμένες στο κράτος δικαίου, στην λογοδοσία, ένα ανεξάρτητο δικαστικό σώμα, και πάνω από όλα, τον ανταγωνισμό των ιδεών. Προς αυτήν τη κατεύθυνση είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους ότι δεν θα παραιτηθεί από τις θεμελιώδεις αξίες της, και ειδικότερα όταν αυτές απειλούνται από κράτη μέλη (Ουγγαρία, Πολωνία) στα οποία υπάρχει συστηματική προσπάθεια αποσάθρωσης των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου. Εάν οι θεσμοί της ένωσης υπαναχωρήσουν έναντι της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, τι είδους μήνυμα δίνει αυτό για την πραγματική νομική ισχύ των Συνθηκών και την όποια αξιοπιστία μπορεί να έχει η ΕΕ ως θεματοφύλακας της φιλελεύθερης δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Το τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα έρθει επειδή τα κράτη μέλη της δεν θα μπορέσουν να συμφωνήσουν σε πολιτικές που αφορούν τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής ή τις δημοσιονομικές προτεραιότητες. Ο συμβιβασμός σε τέτοια ζητήματα είναι δύσκολος, επιτυγχάνεται όμως. Το τέλος της ΕΕ, όπως σε κάθε πολιτική κοινότητα, θα έρθει όταν οι θεμελιώδεις αξίες της δεν μοιράζονται από όλα τα κράτη μέλη.
Δεύτερον, να προχωρήσει με τη λογική ότι το ζητούμενο σήμερα δεν θα πρέπει να είναι ο ανταγωνισμός και η προπαγάνδα, αλλά μια στρατηγική που βαδίζει με τη λογική ότι η «εξουσία μαζί με τους άλλους» έχει μεγαλύτερη σημασία από την «εξουσία πάνω σε άλλους» (Joseph Nye 2021, Do Morals Matter, Oxford University Press) . Ενώ ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει αναζωογονήσει τη διατλαντική σχέση και την παγκόσμια διακυβέρνηση (επιστροφή στην Συνθήκη του Παρισίου για το Κλίμα και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας) μετά τα δύσκολα χρόνια υπό τον Τραμπ, δεν είναι σαφές εάν αυτό θα ισχύει και μετά το 2024. Προς αυτήν την κατεύθυνση, η ΕΕ οφείλει να επενδύσει στην αναζωογόνηση της συνεργασίας με τις ΗΠΑ με στόχο να διασφαλίσει τις διατλαντικές σχέσεις από την επιστροφή του τραμπισμού ή ακόμη και από ενδεχόμενες επιτυχίες/νίκες της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς. Ο βαθμός στον οποίο τα κράτη μέλη της ΕΕ και οι ΗΠΑ μοιράζονται παρόμοιες προκλήσεις είναι εντυπωσιακός: πρέπει να ενισχύσουν τις δημοκρατίες τους για να αντιμετωπίσουν την απώλεια εμπιστοσύνης από την πλευρά των πολιτών, να μετατρέψουν σε «πράσινες» τις οικονομίες τους και να αναλάβουν ευθύνες για την μετά την πανδημία ανάκαμψη, να αντιμετωπίσουν την διεκδικητικότητα των απολυταρχικών κρατών και να μεταρρυθμίσουν την πολυμέρεια για να υποστηρίξουν μια πιο ειρηνική διεθνή τάξη. Τα θέματα αυτά θα απαιτήσουν σύγκλιση καθώς και συμβιβασμούς. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι η συμφωνία πάνω σε μια ιεραρχία αρχών και συμφερόντων για την ευρωατλαντική συνεργασία.
Τρίτον, να ανταποκριθεί στην πολυπολικότητα και την άνοδο των δυνάμεων εκτός της Δύσης. Επειδή η Κίνα και η Ρωσία δεν αναμένεται να συμμορφωθούν με τις υποδείξεις των ΗΠΑ και της ΕΕ, η εποχή μετά την πανδημία και τον πόλεμο ενδέχεται να χαρακτηριστεί από συνεργασία (στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό) μόνο σε ζητήματα όπου αυτή είναι απαραίτητη και δεν υπάρχει επιλογή (κλιματική αλλαγή), ενώ θα ενισχυθεί η πόλωση και η μη-συνεργασία σε ζητήματα ασφάλειας, οικονομίας, εμπορίου κ.α. Για να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο αυτό, η ένωση θα πρέπει να αναστοχαστεί πώς βρέθηκε στη σημερινή δύσκολη θέση. Πως η υπερβολική εμπιστοσύνη στη δική της γοητεία και δικό της μοντέλο, έχει παραμορφώσει και υπονομεύσει την προοπτική της ΕΕ για την ίδια και τον υπόλοιπο κόσμο; Γιατί η φιλελεύθερη προσδοκία ότι η ΕΕ θα μπορούσε να μετατρέψει την άμεση γειτονιά της και τον υπόλοιπο αποδείχθηκε απατηλή; Η αυτοπεποίθηση, η πίστη και υπερεκτίμηση στην ανωτερότητα του «ευρωπαϊκού πολιτισμού» και της φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν είναι πάντα αρετή. Χρήσιμη είναι και η άσκηση της ταπεινότητας και η προσπάθεια να γίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση ένα φόρουμ για την κατανόηση των «Άλλων», την επικοινωνία των διαφορών και των προτεραιοτήτων τους.
Δεν είναι εφικτό η ΕΕ να τερματίσει τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό. Μπορεί, όμως, με τις απαραίτητες πολιτικές, να τον κάνει πιο προβλέψιμο, παρέχοντας κανάλια επικοινωνίας, φόρουμ για διαπραγμάτευση, όσο και κανόνες, εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το τι θεωρείται κατάλληλη συμπεριφορά. Για παράδειγμα, η ΕΕ θα μπορούσε να προτείνει στις ΗΠΑ και την Κίνα τη δημιουργία μιας Ένωσης για το Κλίμα. Μια ένωση που θα περιλαμβάνει τις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο, θα καθιστούσε δύσκολο για κάθε χώρα να παραβλέψει τα μέτρα για την προστασία του κλίματος. Από την αμερικανική οπτική, η συμμετοχή της Κίνας θα μπορούσε ακόμη και να ανταμειφθεί με την αφαίρεση του μεγαλύτερου μέρους των δασμών στις εισαγωγές που επέβαλε η κυβέρνηση Tραμπ. Και η Ευρώπη θα το θεωρούσε προς το γεωπολιτικό της συμφέρον το να αποφύγει μια κλιμάκωση της έντασης στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας.
Είναι επίσης πολύ σημαντικό για την ΕΕ να πρωταγωνιστήσει στην προστασία και στήριξη των αδύναμων και ευάλωτων χωρών και περιοχών του κόσμου, που μαστίζονται από φτώχεια και συγκρούσεις – και συγκεκριμένα μέσα από μια πρωτοβουλία σύστασης ενός παγκόσμιου προγράμματος με στόχο την καταπολέμηση των σοβαρών αρνητικών επιπτώσεων που θα έχει η πανδημία και πόλεμος στην Ουκρανία στις αναπτυσσόμενες χώρες. Επίσης, να ανταποκριθεί στο δίκαιο αίτημα για τη δίκαιη διανομή των δημόσιων αγαθών σε ολόκληρο τον πλανήτη, αίτημα που δεν αποτελεί μια ευχή, αλλά ανάγκη. Μάλιστα, εκτιμάται ότι τα φτωχότερα κράτη δεν θα καταφέρουν να εμβολιάσουν ικανό ποσοστό του πληθυσμού πριν από το 2024. Μπαίνοντας στο τρίτο έτος της πανδημίας, παρατηρείται ένα διευρυμένο χάσμα μεταξύ των ανεπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων χωρών. Χωρίς τους πόρους που χρησιμοποίησε η Ευρωπαϊκή Ένωση για να προστατευθεί από τις χειρότερες οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, οι αναπτυσσόμενες χώρες, ήδη οικονομικά ευάλωτες, επλήγησαν σκληρά από την πανδημία. Σε ορισμένες χώρες, αυτό έχει αντιστρέψει την πρόοδο δεκαετιών όσον αφορά τη φτώχεια, την υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση (https://carnegieeurope.eu/2022/04/25/coronavirus-and-widening-global-north-south-gap-pub-86891).
Το αποτέλεσμα αυτής της αδιαφορίας, δεν είναι μόνο οι μεταλλάξεις που παράγονται σε μία δεξαμενή δισεκατομμυρίων πάμπτωχων ανεμβολίαστων ανθρώπων, που ζουν σε κάκιστες συνθήκες υγιεινής και εν πολλοίς εξαρτώνται από τη Δύση. Διευκολύνει επίσης ολοένα και περισσότερο στην άρθρωση κριτικής ενάντια στις ΗΠΑ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό ίσως εξηγεί και γιατί μεγάλο μέρος των χωρών του ΟΗΕ δεν αντιτίθεται στη Ρωσία. Ενδεικτικά είναι τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας για την αποβολή της Ρωσίας από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: 93 υπέρ και 24 κατά, ενώ 58 απείχαν. Η αύξηση των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας, και μια ιστορία δυτικής υποκρισίας και εγωισμού, δεν βοηθούν. Ιδιαίτερα στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, η ανησυχία της Δύσης για την εθνική κυριαρχία της Ουκρανίας θεωρείται εγωιστική και υποκριτική, εν μέρει υπό το φως του πολέμου της Αμερικής στο Ιράκ και του ΝΑΤΟϊκού βομβαρδισμού της Λιβύης το 2011. Επίσης, η θερμή υποδοχή που επιφυλάχθηκε στους ουκρανούς πρόσφυγες στην Ευρώπη, σε σύγκριση με αυτή που επιφυλάχθηκε στους σύρους πρόσφυγες προκαλεί στραβοκοιτάγματα. Οι καιροί σίγουρα είναι δύσκολοι, όταν όμως ο ανεπτυγμένος κόσμος φροντίζει μόνο τους «δικούς του», πόσο σίγουρος είναι ότι θα είναι ασφαλής εάν όλοι δεν είναι ασφαλείς. Πρόκειται για «απληστία που μοιάζει με θανάσιμο αμάρτημα».
Τέλος, είναι σημαντικό η ΕΕ να υιοθετήσει μια νέα μεταναστευτική πολιτική. Η εισροή προσφύγων στην Ευρώπη το 2015-2016 προκάλεσε τα πολιτικά συστήματα και τις κοινωνίες της Ένωσης, με αφηγήματα και πρακτικές που, όχι μόνο εμπόδισαν την αποτελεσματική διαχείριση του προβλήματος, αλλά εγκλώβισαν τους πρόσφυγες ανάμεσα σε δύο αφηγήματα: το αφήγημα του φόβου και το αφήγημα της απειλής. Σήμερα, όμως, ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει οδηγήσει σε μια πρωτοφανή επίδειξη αλληλεγγύης προς τους Ουκρανούς που εγκατέλειψαν τη χώρα. Ακόμη και κράτη-μέλη όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία –οι οποίες ήταν εναντίον των ποσοστώσεων μετεγκατάστασης και άλλων μηχανισμών αλληλεγγύης το 2015-16– έχουν αποδεχτεί την Οδηγία Προσωρινής Προστασίας. Ο προσωρινός μηχανισμός προστασίας της Ένωσης, όμως, είναι ένα μέτρο έκτακτης ανάγκης και οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης αυτού του τύπου θα πρέπει να περιμένει κανείς ότι θα συμβαίνουν σε τακτική βάση. Επομένως, η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να βρει πιο αποτελεσματικούς τρόπους να τις διαχειριστεί. Ως εκ τούτου, η ΕΕ πρέπει να αντιμετωπίσει τις μεταναστευτικές ροές ως διαρθρωτικό φαινόμενο και όχι ως σειρά έκτακτων καταστάσεων –και ειδικότερα όταν ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει σημαντική επίδραση στις αναπτυσσόμενες χώρες–, ιδιαίτερα σε τομείς όπως η ασφάλεια τροφίμων, που θα μπορούσε με τη σειρά του να οδηγήσει σε περαιτέρω μετανάστευση προς τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι απαραίτητο λοιπόν να αναζωπυρωθεί η συζήτηση της ΕΕ για το άσυλο και τη μετανάστευση και η ενεργοποίηση της Οδηγίας Προσωρινής Προστασίας αποτελεί ένα σημαντικό και εποικοδομητικό προηγούμενο. Τώρα που αρχίζει το νέο προσφυγικό, όπως επισημαίνει η Λυμπεράκη (https://www.kathimerini.gr/opinion/561790678/pos-tha-epitychoyme-sto-neo-prosfygiko/), μπορούμε να μάθουμε από τις αστοχίες της περιόδου 2015-2016. Πρώτον, ότι το δίπολο «καλοί πρόσφυγες» και «κακοί μετανάστες» είναι αποπροσανατολιστικό και μη παραγωγικό. Δεύτερον, ότι κάθε κράτος που θα προσπαθήσει να επιλύσει το δικό του πρόβλημα μετακυλίοντάς το σε κάποιο άλλο θα οδηγήσει σε μια κατάσταση που είναι χειρότερη για όλα τα κράτη-μέλη.
Εν κατακλείδι, εάν η ΕΕ επιθυμεί να διατηρήσει την κανονιστική ισχύ των φιλελεύθερων αξιών της σε ένα ολοένα και πιο ασταθές και ανελεύθερο παγκόσμιο περιβάλλον, θα πρέπει να εστιάσει στον τρόπο μέσα από τον οποίο θα μετατρέψει τον φιλελεύθερο προσανατολισμό της σε καθοριστικό στοιχείο που δεν έχει στόχο τη μεταμόρφωση άλλων περιοχών/χωρών στα δικά της πρότυπα, αλλά την κινητοποίηση των θεσμών και των κρατών-μελών για την αντιμετώπιση της σημερινής αναστάτωσης και πολυκρίσης. Μόνο έτσι θα μπορέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να ελπίζει –και όχι να επιδιώκει– ότι θα μπορέσει να εμπνεύσει εντός και εκτός των συνόρων της. Κατά συνέπεια, το ζητούμενο είναι η χάραξη και η ανάπτυξη μιας διπλωματίας και παρουσίας η οποία όχι μόνο προβάλλει τα συμφέροντα της ΕΕ, αλλά επενδύει και στην ενίσχυση του πολυμερισμού σε θεμελιώδη ζητήματα του σήμερα (δημοκρατία, υγεία, ψηφιακή ανάπτυξη, κλιματική αλλαγή, φτώχεια) και την υλοποίηση πολιτικών αμοιβαίου κέρδους που αποθαρρύνουν αμυντικές και ξενοφοβικές συμπεριφορές.
Και η ΕΕ διαθέτει όλα εκείνα τα «προσόντα» που απαιτούνται για τη χάραξη αυτής της στρατηγικής. Όπως σωστά επισημαίνει η Bradford (2020, Brussels Effect, Oxford University Press), η «Επίδραση των Βρυξελλών» έχει παραγάγει εντυπωσιακή συμμόρφωση, αν όχι συναίνεση, σε κρίσιμα διασυνοριακά ζητήματα. Ενώ πολλοί πιστεύουν ότι κινούμαστε σε έναν διπολικό κόσμο, στον οποίο θα αναγκαζόμαστε να διαλέξουμε πλευρές μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, η Ευρώπη έχει τη δική της μοναδική δύναμη – μια που είναι καλά εξοπλισμένη να ασκήσει. Μαζί με τις ΗΠΑ και την Κίνα, η Ευρώπη είναι μία από τους τρεις κύριους πυλώνες συνδεσιμότητας (Leonard 2021, ό.π.), η καθεμία με τις δικές της ιδέες, προτεραιότητες και ικανότητες στην παγκόσμια πολιτική. Οι ΗΠΑ είναι κατά κύριο λόγο ο «θυρωρός». Η πανταχού παρουσία του δολαρίου και η κυριαρχία στο Διαδίκτυο επιτρέπουν να αποκλειστούν χώρες από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα ή να τεθούν οι πολίτες τους υπό επιτήρηση. Η στρατιωτική και αμυντική τεχνολογία των ΗΠΑ προσδίδουν χαρακτηριστικά της μοναδικής υπερδύναμης. Η Κίνα φιλοδοξεί να συνδέσει άλλες χώρες με την αγορά της και να τις εντάξει σε μια κινεζική σφαίρα επιρροής. Η Ευρώπη έχει διαφορετική προσέγγιση, είναι διαμορφωτής κανόνων. Οι χιλιάδες σελίδες του κοινοτικού κεκτημένου, που διέπουν τα πάντα, από τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων και τη θανατική ποινή μέχρι τις εκπομπές ήχου και την ασφάλεια των τροφίμων είναι το λειτουργικό σύστημα της ΕΕ. Ναι, υπάρχουν προβλήματα, αγκυλώσεις, αναβλητικότητα και αναποφασιστικότητα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπάρχει και αμφισβήτηση. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να επανεκτιμήσει την κατάσταση, να θέσει νέες στρατηγικές προτεραιότητες και πρωτίστως να δείξει δυναμισμό και τόλμη μέσα σε ένα περιβάλλον που ήδη έχει αλλάξει και θα αλλάξει προς το ανταγωνιστικότερο, επιθετικότερο και περισσότερο αβέβαιο. Εάν αυτό δεν είναι σοβαρός λόγος για περαιτέρω ολοκλήρωση και εμβάθυνση της ΕΕ, τότε δεν θα βρεθεί άλλος.