Σύνδεση συνδρομητών

Προς δικαστές: κι αν ο Θεός είναι δίκαιος;

Παρασκευή, 06 Μαϊος 2022 23:35
Ποιες κοινωνικές ομάδες προσεταιρίζονται, τελικά, οι δικαστές;
Saadet Demir Yalcin
Ποιες κοινωνικές ομάδες προσεταιρίζονται, τελικά, οι δικαστές;

«Αναδρομικά 50-60.000 ευρώ σε κάθε γιατρό του ΕΣΥ "δίνει" απόφαση του Αρείου Πάγου».

Οι εφημερίδες

Με την οικονομική κρίση δύο ήταν οι βασικοί πόλοι εξουσίας που προσπάθησαν να «γυρίσουν προς τα πίσω τον τροχό της ιστορίας» και αναδείχτηκαν στις κατεξοχήν αντιδραστικές δυνάμεις του τόπου, όπως όρισε ο ίδιος ο Μαρξ τον όρο «αντίδραση»: η «σταλινογενής» Αριστερά και η Δικαιοσύνη.

Και ως προς τη σταλινογενή Αριστερά, το έχουμε ξαναπεί: ηγήθηκε της εξέγερσης των προνομιούχων συντεχνιών του Δημοσίου. Αυτού του «φρικιαστικού παρασιτικού σώματος, που τυλίγεται σα δίχτυ στο σώμα της κοινωνίας», για το οποίο η επιστροφή στο παλαιό καθεστώς «ήταν θέμα καθημερινού ψωμιού» όπως, με τη συναρπαστική του έκφραση, μίλησε ο Μαρξ για τα αντίστοιχα κοινωνικά στρώματα της εποχής του.

Γι’ αυτό και η Αριστερά, μεταμφιεσμένη άτεχνα και κακόγουστα σε δήθεν «προοδευτική», έγινε η πραγματική αντιδραστική πολιτική δύναμη της χώρας, που επιδίωξε σταθερά την επιστροφή στην εποχή της φαυλότητας.

Σκοπός της, η εξυπηρέτηση της πελατείας της, δηλαδή των προνομιούχων συντεχνιών του Δημοσίου, μέσω των οποίων θα κατακτούσε –και κατέκτησε– την εξουσία.

Η Δικαιοσύνη, όμως, με ευάριθμες μεν αλλά εξόχως λαμπρές εξαιρέσεις δικαστών, αποδείχτηκε ακόμη χειρότερη. Διότι, καταχράστηκε την ανεξέλεγκτη δύναμη που της παρέχει το Σύνταγμα για να υπερασπιστεί τα στενά οικονομικά συμφέροντα των μελών της.

Αφού με νοοτροπία «εισπήδησης» αποφάσισε να υποκαταστήσει τους αντιπροσωπευτικούς δημοκρατικούς θεσμούς (Βουλή – κυβερνήσεις) και  να ασκήσει απροκάλυπτα «δημοσιονομική πολιτική» προς όφελος των μελών της.

Έτσι, σε μια οικονομική κρίση όπου οι πάντες όφειλαν να συμβάλουν ανάλογα με τις δυνατότητές τους, οι δικαστές –με την τιμητική διαφοροποίηση ελαχίστων– εξαιρούσαν τους εαυτούς τους από τις συνέπειες της κρίσης, επικαλούμενοι την ανάγκη τους για «αξιοπρεπή διαβίωση».

Έτσι, με πρόφαση την «ερμηνεία» του Συντάγματος –ενώ επρόκειτο περί ωμής παρανάγνωσης– και υπό τις ιαχές των πιο κυνικών συντεχνιών του Δημοσίου και των δυνάμεων της Αριστεράς που τις εκπροσωπούσαν πολιτικά, σφετερίστηκαν στην πράξη μέρος της πολιτικής εξουσίας, προκειμένου να  καθορίσουν και τη δημοσιονομική πολιτική της χώρας.

Και εδώ επιδόθηκαν σε μια δαπανηρή για την κοινωνία πανουργία: Επειδή θα ήταν προκλητικό να είναι οι δικαστές οι μόνοι εξαιρούμενοι, αποφάσισαν να εξαιρέσουν από τις συνέπειες της κρίσης και κάθε ισχυρή ομάδα του Δημοσίου, έτσι ώστε η αυτοεξαίρεσή τους να «χαθεί» μέσα στις υπόλοιπες εξαιρέσεις. Είναι αυτό που ονομάστηκε «ξεκάρφωμα». Το οποίο όμως εξελίχθηκε σε μία από τις κορυφαίες πληγές της χώρας.

Διότι, εφόσον η Δικαιοσύνη δεν λογοδοτεί σε κανέναν όταν ασκεί κυβερνητική πολιτική, δεν έχει και λόγο να λαμβάνει υπόψη της ούτε τις επιπτώσεις των πράξεών της ούτε την πραγματικότητα. Και ειδικότερα το αν η θηριώδης εύνοια σε κάποιες συντεχνίες είναι δυνατόν να εξυπηρετηθεί από τις δυνατότητες της χώρας ή απολήγει αποκλειστικά εις βάρος των αδύναμων.

Γι’ αυτό και γνώμονας των αποφάσεών της όταν αντιποιείται κυβερνητικές εξουσίες δεν είναι αυτό που θα ελάμβανε υπόψη της μια υπεύθυνη κυβέρνηση, δηλαδή οι δυνατότητες της χώρας που ορίζονται με αριθμούς, αλλά το υποκειμενικό κριτήριο της «αξιοπρεπούς διαβίωσης» των υπό εύνοια συντεχνιών.

Γι’ αυτό και  η ηθική βάση της «πολιτικής» που ασκεί η  Δικαιοσύνη κατά τον καθορισμό των μισθών του Δημοσίου στηρίζεται στον βαθύτατα αντιδημοκρατικό και συνάμα απάνθρωπο διαχωρισμό μεταξύ των μισθοδοτούμενων του Δημοσίου –ιδίως των δυναμικών πυρήνων του– και των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Προκειμένου να συμμαχήσει με τους πρώτους και να κατατάξει στην τάξη των «πληβείων» τους δεύτερους. 

Ενώ το Σύνταγμα όχι μόνο δεν κάνει κανέναν απολύτως διαχωρισμό ανάμεσα σε παρίες και ευνοούμενους, αλλά ορίζει ακριβώς το αντίθετο: ότι δεν επιτρέπεται να υπάρχουν παρίες («Το Κράτος μεριμνά για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών», άρθρο 21 παρ. 1).

Πρόκειται για ρητή συνταγματική επιταγή, η οποία όμως παραβιάζεται με την εξής απροσχημάτιστη πανουργία: το λογικοφανές «επιχείρημα» προκειμένου οι δικαστές να κηρύξουν αντισυνταγματικά τα όποια κυβερνητικά μέτρα περιστολής των μισθών του Δημοσίου, τα οποία επέβαλε η οικονομική κρίση, είναι ότι η πολιτεία δεν εξέτασε τη δυνατότητα επιβολής κάποιων άλλων «ισοδύναμων μέτρων».

Δεν λένε όμως το κυριότερο: ποια είναι αυτά τα «ισοδύναμα μέτρα». Και δεν τα λένε όχι επειδή ξέχασαν να τα πουν, αλλά επειδή δεν υπήρχαν τέτοια και το ξέρουν. Ήταν αναγκαία όμως η αόριστη αναφορά σ' αυτά ως πρόφαση για την έμπρακτη παλινδρόμηση στις θεωρίες του κοινωνικού δαρβινισμού του 19ου αιώνα περί  «της αναγκαίας επιβίωσης του καταλληλότερου», δηλαδή των κορυφαίων κοινωνικών στρωμάτων, στα οποία αυτοκατατάσσονται, εις βάρος των αδύναμων. 

Μάλιστα, διατυπώθηκε κατ’ επανάληψη η ειρωνεία ότι δεν κατονομάζουν τα «ισοδύναμα μέτρα» που δήθεν παρέλειψε η πολιτεία να εξετάσει, διότι ήξεραν ότι τα μόνα «ισοδύναμα» που απέμεναν προκειμένου να μη μειωθούν οι μισθοί των υψηλόμισθων –και πρώτα απ’ όλα των ίδιων– ήταν η επάνοδος σε μια ήπια μορφή «ευγονικής»: να πουλήσουμε για δούλους τους χαμηλόμισθους και τους ανέργους.

Επειδή λοιπόν η Δικαιοσύνη αδικεί, και μάλιστα απροκάλυπτα, το ζήτημα πρέπει να λυθεί θεσμικά: στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να προβλεφθεί ρητά ότι δεν υπάγεται στην κρίση των δικαστηρίων το ύψος των παντός είδους αμοιβών που καταβάλλει το Δημόσιο στους υπαλλήλους του. Και στους δικαστές.   

Και ας μην αντιδράσουν οι δικαστές. Διότι, πού ξέρουν, μπορεί ο Θεός να είναι δίκαιος…

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ:

Σταύρος Τσακυράκης: Δικαστές ή βουλευτές. https://www.constitutionalism.gr/2045-dikastes-i-boyleytes/

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.