Μαριούπολη, ουκρανική πόλη με πλειοψηφία ρωσόφωνου πληθυσμού. Κάποιοι, με απώτερη ελληνική καταγωγή. Αυτές ήταν οι λίγες γνώσεις που είχα γι’ αυτήν πριν από την εισβολή των Ρώσων. Η εισβολή των Ρώσων! Ένας τερατώδης απομακρυσμένος μηχανισμός καταστροφής, με πυραυλικούς εκτοξευτήρες, κανόνια, ρουκετοβόλα, αεροπλάνα, ελικόπτερα, πλοία, τανκς, κάθε είδους βόμβες (θερμοβαρικές, υπερηχητικές, διασποράς), πάνω από την Ουκρανία και τη μαρτυρική πόλη.
Μαριούπολη, η εισβολή έθεσε στους κατοίκους το δίλημμα: ελευθερία ή θάνατος. Απάντησαν: Ελευθερία. Για κάποιους λογικούς δεν ήξεραν τι έκαναν. Ποιος, όμως, μπορεί να πει τι πρέπει να διαλέξεις τέτοιες ώρες, όταν κάθε λογική έχει καταργηθεί. Ναι, η πόλη καταστράφηκε και οι κάτοικοι σφαγιάζονται, όχι το πνεύμα τους, αντιστέκονται!
Μαριούπολη, έγινε ήδη η λέξη σύμβολο της βαρβαρότητας του 21ου αιώνα. Όπως η Χίος και το Μεσολόγγι του 19ου. Η Γκερνίκα, το Λονδίνο, το Στάλινγκραντ, η Δρέσδη και η Χιροσίμα του 20ού. Ας ελπίζαμε ότι όλα αυτά τελείωσαν, τουλάχιστον για την Ευρώπη. Το αυγό του φιδιού ήταν εκεί, η τερατογένεση προχωρούσε κι ολοκληρώθηκε. Το καθεστώς Πούτιν δεν μας αφήνει ψευδαισθήσεις, φανέρωσε το αποτρόπαιο πρόσωπό του και όλη την κρυμμένη βαρβαρότητά του. Στο κέντρο της Ευρώπης έγινε το αδιανόητο: εισβολή, σφαγή και ισοπέδωση πόλεων.
Μαριούπολη, βρέθηκε στο δρόμο του τέρατος. Η τύχη της ανερυθρίαστα και κυνικά αναγγέλθηκε απ’ τους εισβολείς. Δεν τους περίμεναν με ανθοδέσμες και δεν τα κατάφερναν στο πεδίο της μάχης, έτσι στράφηκαν στην από μακριά τυφλή καταστροφή, στην ισοπέδωση της πόλης. Να την κατακτήσουν έστω και νεκρή.
Μαριούπολη, η εικόνα του πολέμου ήρθε με τη σύγχρονη τεχνολογία μέσα στα σπίτια μας. Κι εμείς θαυμάζουμε τους ελεύθερους πολιορκημένους του 21ου αιώνα που δίνουν νόημα στις ζωές μας. Στο ξεκίνημα, πεντακόσιες χιλιάδες κάτοικοι δεν ήθελαν να την εγκαταλείψουν. Πού να πάνε; Αφόρητη η απογύμνωση απ’ τα οικεία, κρύα η προσφυγιά, εκεί είχαν γεννηθεί, εκεί είχαν μεγαλώσει, δεν είχαν πειράξει κανέναν, ποιος να ήθελε το κακό τους; Όμως, μετά από λίγες μέρες: ζόφος, σφαγή, καταστροφή, σκελετοί σπιτιών και κτιρίων, ερείπια παντού. Νερό, θέρμανση, ηλεκτρικό, διανομή τροφίμων, μέσα μετακίνησης, τίποτα! Όλα τα δίκτυα νεκρά. Εκατοντάδες χιλιάδες οι παγιδευμένοι, οι αποκλεισμένοι. Τρύπωσαν κάτω από τη γη, στα υπόγεια ανάμεσα και κάτω απ’ τα ερείπια των σπιτιών τους.
Η Μαριούπολη δεν υπάρχει πια.
Τις πρώτες μέρες, όταν η αναγγελθείσα καταστροφή αναμενόταν, η ματιά μου, όπως και πολλών άλλων, στην τηλεοπτική εικόνα ξεχώρισε και στάθηκε σε μια γυναίκα με ελληνική καταγωγή. Ήταν δασκάλα, μιλούσε καλά ελληνικά. Καθόταν αξιοπρεπής, ψύχραιμη, μόνη και ήρεμη στο σαλόνι της. Δεν ζητούσε τίποτα, ήθελε με τη χρήση της κοινής γλώσσας να δώσει σ’ εμάς, τους δικούς της, να καταλάβουμε τι συμβαίνει, να μας ενημερώσει για τα πράγματα. Μιλούσε λογικά και συγκροτημένα, δεν έδειχνε φόβο, δεν κατέβαινε στα καταφύγια. Αν ήταν να πεθάνει, δεν ήθελε αυτό να συμβεί σ’ ένα κρύο και άξενο υπόγειο. Ούτε να φύγει από την πόλη ήθελε.
Όταν μιλούσε, βόμβες ακούγονταν, όχι πολύ μακριά. Γυρνούσε το κεφάλι της για να δει και να δείξει τις καταστροφές μέσα από εκείνα τα παράθυρα που λίγες μέρες πριν έβλεπε τις ομορφιές της θάλασσας. Ο λόγος της καίριος, ακριβής, καθαρός, συμπονετικός, έπαιρνε θέση. Κοιτούσε στα μάτια τους συμπολίτες μας που απέστρεφαν το πρόσωπό τους κάτω από δεκάδες προσχήματα, γι’ άλλες καταστροφές, για παλιές επεμβάσεις, για ειρήνη γενικά κι αόριστα – και απλώς έδειχνε τι συμβαίνει. Μιλούσε για την απρόκλητη εισβολή, για τον τρόμο στους δρόμους, για τις τυφλές βόμβες, για τη δύσκολη καθημερινή ζωή στα καταφύγια, για το ψυχολογικό τσαλάκωμα των παιδιών, για τις ελλείψεις στοιχειωδών καθημερινών πραγμάτων, για τον τρόμο, για την αντίσταση. Προσπαθούσε να μεταδώσει την πραγματική εικόνα για όλα, για το τάγμα Αζόφ, «ποιοι νομίζετε ότι το απαρτίζουν;» ρωτούσε, για να δώσει την απάντηση, «μην ακούτε για ναζί, υπερασπίζονται την πατρίδα, υπερασπίζονται εμάς, υπάρχουν κι Έλληνες, είναι τα δικά μας παιδιά».
Ταύτισα αυτή την αξιοπρεπή και άφοβη γυναίκα με τη μαρτυρική πόλη, με το θάρρος, την καρτερία, το πείσμα για ζωή και ελευθερία.
Αυτή η γυναίκα για μένα ήταν η Μαριούπολη.
Σήμερα, η πόλη της, η γειτονιά της, το σπίτι της δεν υπάρχουν πια.
Η ίδια; Ζει; Έφυγε απ’ την πόλη; Υποχρεώθηκε να κατεβεί στα άθλια υπόγεια; Τι γίνονται οι μαθητές της; οι φίλοι της; οι δικοί της άνθρωποι; η οικογένειά της;
Μήπως ήταν στα υπόγεια του θεάτρου μαζί με τους άλλους που αποκλείστηκαν σαν τα ποντίκια; Μήπως είναι με τους άταφους νεκρούς, που κείτονται στα πεζοδρόμια (ενώ τους σκεπάζει εκείνο το τηλεοπτικό, προστατευτικό της αμεριμνησίας μας θολό πέπλο); Μήπως είναι μαζί με τους, όπως όπως, θαμμένους στις αυλές και στα πεζοδρόμια, ακριβώς στο σημείο που τους βρήκε ο τερατώδης από αέρος υψηλής τεχνολογίας θάνατος;
Θέλω κι ελπίζω ότι γλίτωσε τη σφαγή. Ότι είναι με τους άλλους, τους τυχερούς! Εκείνους που δεν τους επιτρέπεται να φύγουν και, στην απελπισία τους, έχουν χωθεί στις υπόγειες τρύπες, ενώ βγαίνουν με την ψυχή στο στόμα μόνο για ν’ ανάψουν φωτιές στο ύπαιθρο με ξύλα απ’ τα κατεστραμμένα κτίρια και να βράσουν στο νερό (ποιος ξέρει από πού το μάζεψαν), τρόφιμα (ποιος ξέρει πού τα βρήκαν) για το λιγοστό φαγητό τους, να ταΐσουν τα παιδιά τους.
Το κράτος του ζόφου εγκαταστάθηκε καλά και εξαπλώνεται. Η Μαριούπολη δεν υπάρχει πια.
Εμείς οι άλλοι πιστεύουμε ότι δεν μας αφορά κι αγωνιούμε για τις αυξήσεις των τροφίμων, για την τιμή του καυσίμου του αυτοκινήτου μας στην εκδρομή του Πάσχα, για τη θέρμανση των λίγων εναπομεινάντων ημερών του χειμώνα, ενώ παράλληλα συνηθίσαμε πολύ γρήγορα να ζούμε με τις εικόνες της σφαγής, της καταστροφής και της ατελείωτης προσφυγιάς. Συνηθίσαμε το ζόφο, την καταστροφή, το αίμα και τα δάκρυα μέσα στα σπίτια μας.
Αλλά ας ελπίζουμε, υπάρχει και η άλλη απάντηση: η γυναίκα της Μαριούπολης.