Σύνδεση συνδρομητών

Κινδύνευε πράγματι η Ρωσία από το ΝΑΤΟ;

Δευτέρα, 28 Μαρτίου 2022 06:11
H ισχύς πυρηνικών κεφαλών των δυνάμεων που κατέχουν πυρηνικά όπλα: 1. Ρωσία, 6.275 πυρηνικές κεφαλές, 2. ΗΠΑ (5.600), 3. Κίνα (350), 4. Γαλλία (290), 5. Ηνωμένο Βασίλειο (225), 6. Πακιστάν (165), 7. Ινδία (160), 8. Ισραήλ (90), 9. Βόρεια Κορέα (45 πυρηνικές κεφαλές).
statista.com
H ισχύς πυρηνικών κεφαλών των δυνάμεων που κατέχουν πυρηνικά όπλα: 1. Ρωσία, 6.275 πυρηνικές κεφαλές, 2. ΗΠΑ (5.600), 3. Κίνα (350), 4. Γαλλία (290), 5. Ηνωμένο Βασίλειο (225), 6. Πακιστάν (165), 7. Ινδία (160), 8. Ισραήλ (90), 9. Βόρεια Κορέα (45 πυρηνικές κεφαλές).

Η Ρωσία ως οικονομία εντάσσεται στους G20, λόγω του μεγάλου μεγέθους της το οποίο παράγει ένα από τα 20 μεγαλύτερα ΑΕΠ του κόσμου. Βέβαια, στην ομάδα αυτή μετέχουν και κάποιες χώρες όπως πχ. το Μεξικό, η Τουρκία, η Νότια Αφρική οι οποίες, ενώ πληρούν το κριτήριο του συνολικού ΑΕΠ, δεν μπορούν να θεωρηθούν ισχυρές οικονομίες, γι’ αυτό η διεθνής θέση μιας χώρας κρίνεται και από άλλους παράγοντες, κυρίως από τη γεωπολιτική της σημασία, τη στρατιωτική της ισχύ, από την παραγωγή κρίσιμων προϊόντων (ενεργειακών ή άλλων) κ.λπ.

Το απόλυτο μέγεθος του ΑΕΠ, δηλαδή, δεν αρκεί για να δώσει σε μια χώρα τον αντίστοιχο ρόλο στη διεθνή σκακιέρα, την επιδραστικότητά της στις διεθνείς εξελίξεις.

Οι ΗΠΑ παράγουν το 24,4% του παγκόσμιου ΑΕΠ, η Κίνα το 15,4%, η Ιαπωνία το 6,13%, η Γερμανία το 4,63%, ενώ η Ρωσία το 1,99%, αμέσως κάτω από τη Βραζιλία (2,59%), την Ιταλία (2,44%) και τον Καναδά (2,08%) και λίγο πάνω από τη Νότια Κορέα (1,93%) και την Ισπανία (1,65%). Η Τουρκία παράγει το 1,07%.

Σε απόλυτους αριθμούς, το ΑΕΠ της Ρωσίας είναι 1,65 τρισεκατομμύρια δολάρια (ενδεικτικά, για σύγκριση, των ΗΠΑ είναι 19,4 τρισεκατομμύρια δολάρια, της Κίνας 12,2 τρισ., της Γερμανίας 3,68 τρισ., της Βραζιλίας 2,06 τρισ., της Ιταλίας 1,93 τρισ.).

Σύμφωνα με το δείκτη του κατά κεφαλήν εισοδήματος, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα για τη Ρωσία. Το μέσο παγκόσμιο κατά κεφαλήν εισόδημα είναι 10.728 δολάρια, εκεί κάπου βρίσκεται και το ρωσικό, 10.955 δολάρια (Ρωσία 62η, ακριβώς από πάνω στην κατάταξη βρίσκονται ο Λίβανος και η Κόστα Ρίκα και ακριβώς από κάτω η Ρουμανία και η Τουρκία). Η Ελλάδα με 18.637 δολάρια βρίσκεται στην 40ή θέση, η Ισπανία με 28.358 δολάρια στην 28η θέση.

 

Ρωσία: στρατός και ενέργεια

Η εικόνα για τη θέση της Ρωσίας σε άλλα πεδία, όπως το στρατιωτικό, είναι εντελώς διαφορετική. Οι τρεις ισχυρότεροι στρατοί στον κόσμο με σειρά κατάταξης παραμένουν από το 2005 –όταν και δημοσιεύτηκε η πρώτη έκθεση του GFP– αυτοί των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας (η Κίνα έχει βρεθεί στη 2η θέση το 2005-6 και το 2010). Ακολουθούν οι στρατοί της Ινδίας, της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας και ακολουθούν η Γαλλία (πρώτη ευρωπαϊκή χώρα), η Μ. Βρετανία και το Πακιστάν. Η γειτονική μας Ιταλία είναι 11η, η Αίγυπτος 12η (πρώτη στην Μέση Ανατολή) και η Τουρκία 13η. Η Ελλάδα βρίσκεται στην 27η θέση.

Πιο ειδικά, στις χώρες με τα ισχυρότερα πυρηνικά οπλοστάσια στον κόσμο, η Ρωσία κατέχει την πρώτη θέση.

Αυτή τη στιγμή υπολογίζεται ότι υπάρχουν πάνω από 13 χιλιάδες πυρηνικές κεφαλές στα χέρια εννέα χωρών. Αυτές είναι:

1. Ρωσία, 6.275 πυρηνικές κεφαλές, 2. ΗΠΑ (5.600), 3. Κίνα (350), 4. Γαλλία (290), 5. Ηνωμένο Βασίλειο (225), 6. Πακιστάν (165), 7. Ινδία (160), 8. Ισραήλ (90), 9. Βόρεια Κορέα (45 πυρηνικές κεφαλές).

Στον κρίσιμο τομέα των ενεργειακών πόρων και ειδικά του φυσικού αερίου η θέση της Ρωσίας είναι επίσης πολύ ισχυρή. Την πρώτη θέση στην παραγωγή φυσικού αερίου καταλαμβάνουν οι ΗΠΑ (περίπου το 20% του παγκόσμιου παραγόμενου φυσικού αερίου), ακολουθούμενες από τη Ρωσία (17,6%). Όμως, τα αποθέματα στις ΗΠΑ τείνουν προς τα κάτω, ενώ της Ρωσίας αυξάνονται.

Οι χώρες που ακολουθούν, Καναδάς, Ιράν, Νορβηγία, αθροίζουν μαζί μόλις το 14%.

Τα είκοσι μεγαλύτερα κοιτάσματα φυσικού αερίου περιέχουν περίπου 1.200 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα και κατανέμονται ως εξής:

- Ρωσία: 9 από τα 20 μεγαλύτερα κοιτάσματα καυσίμων βρίσκονται στα εδάφη της

- ΗΠΑ: 4 από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα.

- Κατάρ και Ιράν: υπάρχουν δύο πλούσια μέρη εδώ, ένα από τα οποία μοιράζεται ανάμεσα στα εδάφη του Κατάρ και του Ιράν.

- Τουρκμενιστάν: μόνο ένα πλούσιο μέρος που είναι μεταξύ των κορυφαίων σε αποθέματα φυσικού αερίου.

- Κίνα: ένα μεγάλο πεδίο που ανακαλύφθηκε το 2008.

- Αλγερία: 3 από τα 20 μεγαλύτερα κοιτάσματα.

Η Ρωσία είναι και πετρελαιοπαραγωγός χώρα και σημαντικός παγκόσμιος παίκτης, μικρότερος όμως από ό,τι στο φυσικό αέριο.

Ένα τρίτο πεδίο που υπάρχει σημαντική παρουσία της Ρωσίας, σαφώς όμως μικρότερη από τα προηγούμενα, είναι αυτό των σιτηρών και των γεωργικών λιπασμάτων.

Άρα, τα 2 μεγάλα ατού της Ρωσίας, αυτά που της δίνουν σημαντικό ρόλο στη παγκόσμια ζωή, είναι ο στρατός της (με τα πυρηνικά) και οι ενεργειακοί της πόροι.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο πεδίο, το στρατιωτικό, σχηματικά να πούμε ότι είναι μια τεράστια «οικονομική» επένδυση με πολύ χαμηλή «απόδοση». Η στρατιωτική της δύναμη, ως μέσο για την επίτευξη άλλων επιδιώξεων, μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, είχε αισθητά περιοριστεί και εξαντλούνταν σε τοπικής κλίμακας επεμβάσεις εκτός τ. ΕΣΣΔ.

Η πιθανή ένταξη στο ΝΑΤΟ και της Ουκρανίας και με εξαίρεση τη δίοδο της Λευκορωσίας κάνει τη Ρωσία να μην έχει διόδους προς την καρδιά της Ευρώπης και μπορεί να έχει «μέτωπα» μόνο προς ανατολάς και νότιά της. Βεβαίως έχει και την Αφρική, αλλά όχι το «φιλέτο» της.

Στον ενεργειακό τομέα υπάρχει μια πολύ μεγάλη τομή τα τελευταία χρόνια και αυτή λέγεται κλιματική αλλαγή. Η σταδιακή, αλλά με πολύ γρηγορότερους ρυθμούς από ό,τι αρχικά είχε διαφανεί, στροφή στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), στερεί ένα από τα δύο μεγάλα ατού της Ρωσίας στη διεθνή της παρουσία. Και αυτή δεν είναι μόνο η άμεσα οικονομική (τα έσοδα από τις πωλήσεις), αλλά και η εξάρτηση που δημιουργεί στους μεγάλους δυτικούς πελάτες της. Τα πράγματα θα τρέξουν πολύ γρηγορότερα για το πετρέλαιο και λίγο πιο αργά για το φυσικό αέριο, καθώς αυτό θα έχει ρόλο στη φάση μετάβασης από τον άνθρακα στις ΑΠΕ.

Δηλαδή, τα δύο μεγάλα ατού της Ρωσίας «μικραίνουν». Και επειδή τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της Ρωσίας δεν «μεγαλώνουν», το ισοζύγιο θα βαίνει μειούμενο.

Από την άλλη, η Δύση, και ειδικότερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη παγκόσμια οικονομική οντότητα, αφού αντιπροσωπεύει το 18,5 % του συνολικού παγκόσμιου ΑΕΠ, πίσω από τις ΗΠΑ (24 % του παγκόσμιου ΑΕΠ). Η ΕΕ εκπροσωπεί περίπου το 6 % του παγκόσμιου πληθυσμού και είναι η τρίτη πληθυσμιακή οντότητα στους G20, μετά την Κίνα και την Ινδία. Είναι η πιο πράσινη οικονομία και αυτή που τρέχει γρηγορότερα προς τη νέα ενεργειακή εποχή. Είναι ιδιαίτερα εξαρτημένη ενεργειακά από τη Ρωσία αλλά και αυτή που θα απεξαρτηθεί γρηγορότερα – και αυτό όχι μόνο εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία αλλά γιατί τρέχει γρηγορότερα προς το πρασίνισμα της οικονομίας της.

 

«Αγορά» και όχι πόλεμος

Όμως, πριν από όλα αυτά, η Ευρωπαϊκή Οντότητα κινείται με μια γενικότερη στρατηγική επιλογή από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου: τις αντιθέσεις μας θα τις λύνουμε στην «αγορά» και όχι στα «πεδία των μαχών». Και αυτό αντανακλάται στην πορεία της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, μέσα από πολλές αντιφάσεις και αναστολές, είναι αλήθεια, αλλά καθαρά προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό σημαίνει ότι όλη της η συγκρότηση, η συγκρότηση των κρατών μελών της, είναι δομημένη, είναι προσανατολισμένη ως προοπτική προς την οργάνωση αυτής της «μάχης στις αγορές». Η νομισματική/οικονομική διάσταση στην ενοποίησή της είναι αυτή που έτρεξε πρώτα, η στρατιωτική της συγκρότηση έμεινε πίσω, εν μέρει καλυπτόμενη από το ΝΑΤΟ, αλλά κυρίως από επιλογή.

Το «Όχι ξανά πόλεμος στην Ευρώπη» δεν ήταν επικοινωνιακό τρικ αλλά μια οικοδομούμενη πραγματικότητα. Ποιες ήταν οι παρεκκλίσεις στα 77 χρόνια από τη λήξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου; Οι δύο πρώτες εισβολές στρατών σε τρίτες χώρες ήταν στην Ουγγαρία (1956) και την Τσεχοσλοβακία (1968) – από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας (ΕΣΣΔ). Στην τέως Γιουγκοσλαβία ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος που οδήγησε στον πλήρη διαμελισμό της χώρας. Δυνάμεις του ΝΑΤΟ παρενέβησαν με βομβαρδισμούς προς τη Σερβία. Παρά το γεγονός ότι συνέβησαν τρομακτικές σφαγές αμάχων από την πλευρά των Σέρβων, ο τρόπος παρέμβασης του ΝΑΤΟ παραμένει, κατά τη γνώμη μου, μία κίνηση που ξεπέρασε μια «κόκκινη γραμμή», έστω και αν δεν επρόκειτο για εισβολή σε κάποια χώρα. Η περίπτωση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο έχει μια πολύ ιδιαίτερη ανάγνωση που συνδέεται με τη χούντα στην Ελλάδα, το πραξικόπημα στην Κύπρο, τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων και το καθεστώς των εγγυητριών χωρών. Πράξη καταδικαστέα απόλυτα, αλλά διαφορετική από τη σκοπιά από την οποία εξετάζουμε το θέμα Πόλεμος-μετά-τον-Β'-Παγκόσμιο-Πόλεμο. Οι άλλες παρεκκλίσεις αφορούν μόνο τη Ρωσία, στην Τσετσενία (Γκρόζνι), τη Γεωργία (Νότια Οσετία και Αμπχαζία), την Κριμαία και τώρα σε ολόκληρη την Ουκρανία. Αυτός ο πόλεμος, αυτή η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αποτελεί την πιο σοβαρή «παρέκκλιση από τα κεκτημένα μετά το τέλος του Β' Παηκόσμιου Πολέμου. Είναι όμως μια απεγνωσμένη προσπάθεια να βάλει πάνω στο τραπέζι το ένα από τα δύο ατού που διαθέτει, αυτό της τεράστιας στρατιωτικής μηχανής της. Το δεύτερο ατού, τα ενεργειακά της αποθέματα, θα βαίνει μειούμενο, έτσι κι αλλιώς.

Το ισχυρό χαρτί της ΕΕ, της Δύσης γενικότερα, είναι η οικονομία, η ανταγωνιστικότητα, η καινοτομία, η αγορά, αλλά και η δημοκρατία, η απόλυτη ελευθερία του λόγου και της πολιτικής δραστηριότητας, οι θεσμοί της που λειτουργούν.

Η Ρωσία, έπειτα από μια 70χρονη πορεία στην αναζήτηση μιας κάποιας εναλλακτικότητας έξω από τα εργαλεία που μας κληρονόμησαν η Γαλλική Επανάσταση, ο Διαφωτισμός και η νεωτερικότητα, κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος αδυνατώντας να κλείσει τις πληγές αυτής της πορείας. Μια κοινωνία που δεν θήτευσε ποτέ στις αρχές της δημοκρατίας και της ελευθερίας συνεχίζει να γοητεύεται από ένα απολυταρχικό κατασκεύασμα της προηγούμενης περιόδου που κάνει μια γέφυρα σε κάτι «νέο» το οποίο όμως συμπαρασύρει τα αυταρχικά χαρακτηριστικά του «παλιού».

Τα ισχυρά χαρτιά της Ευρώπης απαιτούν ειρηνικές συνθήκες για να αποδώσουν το μάξιμουμ. Στο πεδίο αυτό η Ρωσία ασφυκτιά, αδυνατεί να σταθεί στον «ανταγωνισμό». Το γήπεδο των Ευρωπαίων είναι η αγορά, η οικονομία. Το γήπεδο της Ρωσίας είναι η ένταση και η διεκδίκηση γεωπολιτικών πλεονεκτημάτων μέσω της χρήσης του βασικού της ατού, της στρατιωτικής της ισχύος.

Η δημιουργία συνθηκών έντασης και πολύ περισσότερο συνθηκών πολέμου στην Ευρώπη είναι έξω από τη λογική της εξέλιξής της τις τελευταίες 7-8 δεκαετίες. Πολύ απλά, δεν τη συμφέρει να αλλάξει γήπεδο, αφού κερδίζει σε αυτό που παίζει από τη δεκαετία του 1950 και μετά.

 

Ουκρανία και ΝΑΤΟ

Η ενδεχόμενη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ συνιστούσε μια υπαρκτή στρατιωτική απειλή για τη Ρωσία; (απειλή με την έννοια μιας στρατιωτικής προεργασίας για πολεμική σύγκρουση με τη Ρωσία.)

Η απάντηση είναι ότι η Δύση δεν έχει λόγο να το κάνει αυτό. Ο μόνος λόγος να ενταχθεί η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ θα ήταν επειδή η Ουκρανία κινδύνευε από τη Ρωσία έξω από το ΝΑΤΟ, αφού ήδη είχε δεχτεί μια επίθεση (Κριμαία), με την ντε φάκτο απώλεια μέρους του εδάφους της, όπως και η Γεωργία με το ίδιο αποτέλεσμα – κάτι που «απέφυγαν» οι χώρες της Βαλτικής, με τις οποίες η Ρωσία έχει ανάλογες «διαφορές», οι οποίες όμως είναι ήδη μέλη του ΝΑΤΟ.

Άλλη μία απόδειξη για τις προθέσεις του ΝΑΤΟ απέναντι στη Ρωσία είναι και η μέχρι τώρα στάση του απέναντι στον πόλεμο που βρίσκεται σε εξέλιξη: όχι σύγκρουση με τη Ρωσία για να μην οδηγηθούμε σε τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν είχε πρόθεση σύγκρουσης με τη Ρωσία, αυτή η εισβολή θα ήταν η καλύτερη ευκαιρία να την πραγματοποιήσει, στηρίζοντας μάλιστα στρατιωτικά μια χώρα που δέχτηκε ήδη επίθεση από τη Ρωσία.

Η Ρωσία έκανε τον πόλεμο για να βάλει πάνω στο τραπέζι τα δύο της ατού που θεωρούσε ότι δεν αξιοποιούνται όσο θα έπρεπε: το στρατό της και τα ενεργειακά της αποθέματα. Το ότι όλο αυτό το εγχείρημα μπορεί να κάψει και τα δύο αυτά χαρτιά της μένει να αποδειχτεί στο άμεσο μέλλον, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.

Τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν ισχύουν και για την περίπτωση της επιτυχίας του ρωσικού εγχειρήματος. Αλλά ακόμα και αν επιτύγχανε, θα αποδείκνυε ότι ο πόλεμος δεν ξεκίνησε γιατί απειλούνταν πραγματικά η Ρωσία αλλά από κάποια, μάλλον απελπισμένη, προσπάθεια να αναβαθμίσει τον διεθνή της ρόλο μέσω της στρατιωτικής της ισχύος που θα οδηγούσε και σε επιπλέον ενεργειακή εξάρτηση της Δύσης, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα.

Σάκης Κουρουζίδης

Διδάκτορας Γεωφυσικής, εργάστηκε στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Αστεροσκοπείου Αθηνών ενώ επί χρόνια υπήρξε διευθυντής της Διευθύνσεως Υποστήριξης Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Δρων οικολόγος, διετέλεσε διευθυντής των περιοδικών Νέα Οικολογία και Δαίμων της Οικολογίας. Ίδρυσε και διεύθυνε την Ευώνυμο Οικολογική Βιβλιοθήκη στην οποία έχει εκδώσει πολλά βιβλία.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.