Η υποστήριξη και η διατήρηση της μνήμης των θυμάτων τρομοκρατίας είναι ένας από τους βασικότερους πυλώνες ανάπτυξης της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για την πρόληψη της βίας που οδηγεί στον βίαιο εξτρεμισμό. Το ίδιο συμβαίνει και με αρκετές χώρες της Ευρώπης, αλλά και με τις ΗΠΑ, με χαρακτηριστική περίπτωση σε αυτές το μνημείο για τα χιλιάδες θύματα των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Όταν αναφερόμαστε όμως στη μνήμη των θυμάτων εκ των πραγμάτων περνάμε και στο πεδίο του τραύματος.
Οι πολιτικές και οι δράσεις για την τρομοκρατία πάντα θα ισορροπούν σε ένα λεπτό σχοινί ανάμεσα στην ανάγκη της μνήμης στο πλαίσιο της πρόληψης και της καταπολέμησης και στη μη αναπαραγωγή του τραύματος. Σε αυτό το πλαίσιο έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον πρωτοβουλίες που μας πηγαίνουν πέρα από μνημόσυνα, πλάκες και ημερίδες, τη στατική δηλαδή αναπαραγωγή της μνήμης. Μπορεί για κάποιους να είναι αμφιλεγόμενη, αλλά η βιωματική διαχείριση του τραύματος συνιστά μία νέα πρωτοβουλία που μπορεί να αλλάζει ριζικά το παράδειγμα της δημόσιας μνήμης των θυμάτων και των επιθέσεων.
Υπάρχει ένα κέντρο νεότητας στη Νορβηγία που δεν αποτελείται από τέσσερις τοίχους στολισμένους με αφίσες, διαφημιστικό υλικό ή παιχνίδια για τους έφηβους θαμώνες του, ούτε είναι κατασκευασμένο στο κέντρο κάποιας πολυσύχναστης πρωτεύουσας για να το επισκέπτονται εύκολα ή να το αφήνουν βιαστικά πίσω τους οι περαστικοί στο δρόμο για τη δουλειά. Η κεντρική του αίθουσα είναι ανοιχτή στο φως που περνάει μέσα από πελώριες τζαμαρίες, ορατή από όλες τις πλευρές, υπερυψωμένη σαν βωμός προσευχής στη μέση ενός μικρού νησιού και φτιαγμένη με τρόπο που προσομοιάζει μια καφετέρια σε ώρα αιχμής. Πρόκειται για ένα μνημείο αφιερωμένο στο συλλογικό τραύμα: το εκπαιδευτικό κέντρο της Ουτόγια, το οποίο ανακατασκευάστηκε ως τόπος μνήμης μετά την πολυπληθέστερη σε θύματα, διπλή τρομοκρατική επίθεση που βίωσε η χώρα την 22α Ιουλίου 2011 η οποία στοίχισε τη ζωή σε 77 συνολικά άτομα, 69 εκ των οποίων νεαρά παιδιά, σε αυτή την πρώην καλοκαιρινή κατασκήνωση που έμελλε να γίνει το κολαστήριό τους.
Για τους συγκλονισμένους Νορβηγούς, η κατασκευή του μνημείου της Ουτόγια δεν υπήρξε αυτονόητη, ομόφωνη απόφαση. Δεν αποφασίστηκε ομόφωνα η δημιουργία ενός κέντρου που θα απέτιε φόρο τιμής στα θύματα, στέλνοντας μήνυμα καταπολέμησης της ανόδου των ακραίων ιδεολογιών και πάταξης της τρομοκρατίας. Η δημιουργία του –από την αρχική σύλληψη της ιδέας μέχρι τη συζήτηση για τους σκοπούς τους οποίους εφεξής το κέντρο θα εξυπηρετούσε– υπήρξε και αποτελεί ακόμα αντικείμενο διαφωνιών και συγκρούσεων, νομικών ενεργειών για την ακύρωσή του και επιχειρημάτων από τους κατοίκους του μικρού νησιού ότι τα μνημεία για ένα συλλογικό τραύμα αποτελούν, καθαυτά, τραύματα και μάλιστα σε δημόσια θέαση, σαν να εκθέτεις την πληγή σου διαρκώς στο δημόσιο βλέμμα. Όχι επειδή η καταπολέμηση της τρομοκρατίας δεν είναι εξαρχής το μήνυμα της επίσημης πολιτείας ή των ομάδων και των συλλόγων υποστήριξης των οικογενειών των θυμάτων, ούτε επειδή οι άνθρωποι διαφωνούν για το μέγεθος της εσωτερικής καταστροφής που μια εξτρεμιστική πράξη επιφέρει σε μια κοινωνία. Αλλά επειδή, σε κάθε δραματικό συμβάν τρομοκρατικής επίθεσης, σε κάθε καταστροφή, δεν γνωρίζουμε πώς να σταθούμε. Η ολόπλευρη (πολιτική, κοινωνική, συναισθηματική και παιδαγωγική) θεώρηση του τραύματος της τρομοκρατίας είναι ένα εντελώς καινούργιο θέμα συζήτησης για το οποίο δεν υπάρχει καθολική στάση ή υποδειγματική συμπεριφορά που να μπορεί να μας γλιτώσει από τον πόνο της διαχείρισης της απώλειας. Η μόνη σταθερά πάνω στην οποία μπορούμε να συμφωνήσουμε είναι η επικοινωνία: χρειάζεται να μιλήσουμε για το τραύμα και, με βάση αυτή την παραδοχή, με όλα τα επιχειρήματα που εγείρει, το μνημείο της Ουτόγια υπέρ των θυμάτων από την τρομοκρατική επίθεση του 2011 θεωρείται επιτυχημένο, επειδή άνοιξε τον διάλογο.
Με ποιους τρόπους θυμόμαστε; Ποιοι είμαστε εμείς που θυμόμαστε και πώς αναπαράγεται και εξελίσσεται η διαδικασία αυτή στο χρόνο; Είναι οι ανθρώπινες εκδηλώσεις μας –με όλη τους την καλή προαίρεση και προετοιμασία–, απλά, πράξεις συμβολικής αξίας; Έχουν οι πολιτικές συμβολισμού οποιαδήποτε αξία σε σύγχρονες κοινωνίες που αιτούνται την συμπερίληψη και απαιτούν από όλους μια εκδοχή της ιστορίας ειπωμένη από διαφορετική σκοπιά; Είναι οι τόποι μνήμης ταυτόχρονα και τόποι ίασης; Αυτά είναι μόνο μερικά από τα ερωτήματα που θέτει το κέντρο της Ουτόγια και άλλα κέντρα (υπάρχει και η ψηφιοποιημένη εκδοχή των τόπων μνήμης, όπως για παράδειγμα το The Resilience in Unity Project στη Μεγάλη Βρετανία, του οποίου το ηχογραφημένο υλικό και τα ειδικά σχεδιασμένα εκπαιδευτικά προγράμματα για σχολεία, φτιάχνουν μια σημαντική τράπεζα-παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές πολιτών), μέσα στα οποία οι επισκέπτες ανακαλύπτουν ότι οι χώροι τούς ενθαρρύνουν να αφηγηθούν, να αντλήσουν νόημα από το πένθος και να τοποθετήσουν την ιστορία μέσα τους σε ένα ενιαίο σύνολο που, με το χρόνο, θα συμβάλει στην εκλογίκευση τπου συμβάντος. Με αυτό τον τρόπο, οι επισκέπτες παύουν να είναι θεατές και γίνονται συμμέτοχοι στην επόμενη ημέρα από το τραύμα – όχι πεθαίνοντας μαζικά πια, αλλά επιβιώνοντας μαζικά. Αυτή είναι και η απάντηση των σύγχρονων τόπων μνήμης στην τελευταία και πιο καίρια ερώτηση για τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες μαθαίνουν να καλλιεργούν ανθεκτικότητα.
Για να ξαναγυρίσουμε στην αρχική περιγραφή του κέντρου της Ουτόγια, όχι, αυτό δεν είναι ακόμα ένα κατασκεύασμα στη μέση κάποιας πλατείας που διασχίζουν διαφορετικές γενιές ανθρώπων, επιτρέποντας ολοένα και περισσότερο στο χρόνο να κλέψει κάτι από τη θύμηση και την επιτακτικότητα της ιστορίας μιας τρομοκρατικής ενέργειας, μέχρι αυτή να καταλήξει βιβλιογραφική αναφορά. Είναι ένας τόπος στον οποίο αποφασίζουμε να πάμε όταν είμαστε έτοιμοι. Είναι επιτηδευμένα απρόσιτος επειδή προσφέρεται ως «προσκυνηματική» διαδρομή. Περιλαμβάνει αφημένα αντικείμενα της τελευταίας ημέρας των διακοπών των παιδιών στην κατασκήνωση, πριν τη βίαιη διακοπή τους, που μας κάνουν να αναμετρηθούμε με τις ψυχικές μας αντοχές. Επειδή μόνο μια τέτοια συνταρακτική αναμέτρηση έχει την ικανότητα να ανοίξει την πόρτα στο τραύμα. Και ανοίγοντάς τη, επιτρέπει τη συνειδητοποίηση των ορίων μας και τον τελικό στόχο ενός μνημείου για την τρομοκρατία, που δεν μπορεί να είναι άλλος από τον επαναπροσδιορισμό της στάσης μας μέσα στην κοινωνία.
Στην Ελλάδα, μια χώρα που έχει δοκιμαστεί για δεκαετίες από την τρομοκρατία, απέχουμε αρκετά από τέτοιες πρωτοβουλίες. Δεν είναι μόνο η απουσία μιας επίθεσης με τη μαζικότητα όπως αυτών του Μπρέιβικ ή άλλων, π.χ. η επίθεση στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 2015. Το μεγαλύτερο πρόβλημα με τη μνήμη των θυμάτων της τρομοκρατίας στην Ελλάδα είναι η πολιτική εργαλειοποίησή της. Όταν το πολιτισμικό τραύμα του Εμφυλίου αναπαράγεται διαρκώς, πώς μπορούμε να συζητήσουμε για βιωματική διαχείριση του τραύματος από τις τρομοκρατικές επιθέσεις; Ας ξεκινήσουμε από τα απλά. Να καθιερώσουμε ένα πλαίσιο εκδηλώσεων, πρωτοβουλιών και παρεμβάσεων για την Εθνική Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα της Τρομοκρατίας, την τρίτη Κυριακή κάθε Ιανουαρίου.