Σύνδεση συνδρομητών

Φίντσερ, Ταραντίνο, Κοέν και Ντε Πάλμα: σύγχρονα αμερικανικά αστυνομικά

Σάββατο, 18 Σεπτεμβρίου 2021 11:46
Robert Downey Jr. και Jake Gyllenhaal στο Zodiac του Ντέιβιντ Φίντσερ (2007).
Paramount Pictures
Robert Downey Jr. και Jake Gyllenhaal στο Zodiac του Ντέιβιντ Φίντσερ (2007).

Το αστυνομικό  φιλμ δεν τελείωσε με το τέλος της εποχής που γέννησε και συντήρησε τα φιλμ νουάρ που συνέβαλαν στην παγίωση των χαρακτηριστικών του είδους. Παρακάτω παρουσιάζονται ορισμένα σύγχρονα αστυνομικά φιλμ (crime movies) που σημάδεψαν την αμερικανική φιλμογραφία.

Ντέιβιντ Φίντσερ, Zodiac (2007)  

To Zodiac (2007) του μετρ του αστυνομικού θρίλερ, Ντέιβιντ Φίντσερ, είναι ένα από τα καλύτερα αστυνομικά που έχουν γυριστεί ποτέ λόγω της ξεχωριστής ιδιομορφίας του να επικεντρώνεται στους χαρακτήρες τριών ερευνητών που ψάχνουν έναν serial killer, τον αυτοαποκαλούμενο Ζόντιακ, πραγματικό δολοφόνο κατά συρροή στις ΗΠΑ, χωρίς καν να μας αποκαλύπτει με σιγουριά την ταυτότητα του δολοφόνου! (Στην πραγματικότητα, πέρα από τις βάσιμες υποψίες για την ταυτότητα του φονιά, αυτή δεν έγινε ποτέ γνωστή με βεβαιότητα). Οι τρεις ερευνητές του μυστηρίου, οι οποίοι παθιάζονται με αυτό αποκτώντας κι οι τρεις αυτοκαταστροφική εμμονή, είναι ένας αστυνομικός επιθεωρητής (Μαρκ Ράφαλο), ένας δημοσιογράφος (Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ) και ο σκιτσογράφος της ίδιας εφημερίδας (Τζέικ Γκίλενχαλ) κορυφαίες ερμηνείες κι από τους τρεις. Η μισοκρυμμένη αλλά ισχυρή δύναμη της ταινίας συνίσταται στην εκμαίευση, εκ μέρους του σκηνοθέτη, της συναισθηματικής ταύτισης με τους χαρακτήρες των τριών ερευνητών, που αναλώνουν, διαλύουν και χαντακώνουν τη ζωή τους στην αναζήτηση του παράφρονα, μονομανή φονιά Ζόντιακ.

Οι υποψήφιοι δολοφόνοι που παρελαύνουν από την ταινία είναι τρεις, πιθανότερος όλων είναι ο Άρθουρ Λι Άλεν, που πέθανε, πραγματικά πριν ποτέ διαλευκανθεί η υπόθεση. Η ιστορία βασίζεται στα αρχεία της αστυνομίας και στο βιβλίο που έγραψε ο σκιτσογράφος Ρόμπερτ Γκρέισμιθ, αυτός που τελικά, εκτός μυθοπλασίας, δηλαδή μετά το τέλος της αφήγησης, κατορθώνει να επιπλεύσει από τη φοβερή αυτή ιστορία, γράφοντας το παραπάνω μπεστ σέλερ. Το Zodiac ξεχωρίζει και για τη διακριτική, υποβλητική ατμόσφαιρα της ιστορίας που συνεπαίρνει τον θεατή όπως και τους ήρωες, που κρύβει μια υποδόρια, καθηλωτική ένταση (υποβοηθούμενη από μια επιβλητική μουσική που σε σιγοψήνει παίζοντας σε χαμηλό τόνο). Ο Φίντσερ, όπως όλοι οι σπουδαίοι κλασικοί σκηνοθέτες του Χόλιγουντ, ξέρει να διαχειρίζεται, να επεξεργάζεται και να κλιμακώνει την αφήγηση, να αυξομειώνει και να κλιμακώνει την ένταση και την πυκνότητα της μυθοπλασίας του (η έλλειψη αυτών των ικανοτήτων νομίζω πως είναι ένα από τα βασικότερα μειονεκτήματα του ελληνικού σινεμά). Η αγωνία και το σασπένς απογειώνονται από την αρχή, με τον φόνο του νεαρού ζευγαριού, της παντρεμένης και του νεαρού που πυροβολεί ο Ζόντιακ στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο της γυναίκας. Ο στυγερός φόνος του άλλου ζευγαριού που ξεκουράζεται δίπλα στη λίμνη κι η δολοφονία του ταξιτζή από τον Ζόντιακ, και ο παραλίγο φόνος της μητέρας και του μωρού που πηδούν μαζί έξω από το αυτοκίνητο του δολοφόνου, είναι άλλες τρεις αγωνιώδεις, συνταρακτικές σεκάνς. Η τελευταία σκηνή με ισχυρές δόσεις σασπένς είναι αυτή που ο σκιτσογράφος επισκέπτεται, κατά τη διάρκεια της έρευνάς του, σε ένα ζοφερό υπόγειο, τον σκοτεινό συνεργάτη ενός υπόπτου, για να προμηθευτεί τις κινηματογραφικές μπομπίνες στις οποίες ο ύποπτος κατέγραφε τους φόνους.

Οι σεκάνς όμως όπου κλιμακώνεται στ’ αλήθεια το δράμα και η ουσία του είναι εκ παραλλήλου άλλες:

Α) Η ενότητα όπου ο σκιτσογράφος Γκρέισμιθ συναντιέται για πρώτη φορά με την κατοπινή σύζυγό του (Κλοέ Σεβινί) και το ραντεβού δεν έχει άμεση, ευτυχή ερωτική έκβαση γιατί δυσχεραίνεται από την αγωνία του σκιτσογράφου για την τύχη του φίλου του δημοσιογράφου Πολ Έιβερι (Ντάουνι Jr), που πήγε οπλισμένος σε ύποπτο ραντεβού με κάποιον που “γνώριζε πολλά” για τις δολοφονίες. Η αγωνία του θεατή είναι περιέργως διπλή: για τη μοίρα του δημοσιογράφου που κινδυνεύει και για την έκβαση του φλερτ των δύο νέων που περιμένουν εναγωνίως τα νέα του, το όλο εξιστορημένο από τη σκοπιά του σκιτσογράφου... Η μαστοριά του σκηνοθέτη είναι απίστευτη, γνωρίζει σε μεγάλο βάθος τα μέσα και τη γλώσσα του!

Β) Η εκτόξευση του δράματος σε άλλα επίπεδα είναι ουσιαστικά η δυνατή σκηνή της ανάκρισης / γνωριμίας των τριών κυριότερων ερευνητών της αστυνομίας με τον βασικό ύποπτο, τον Άρθουρ Λι Άλεν (ο Τζον Κάρολ Λιντς στη μακράν καλύτερη ερμηνεία του), στο τόπο εργασίας του. Εκεί ο Φίντσερ σκηνοθετεί στην εντέλεια τη συνάντηση κι ανάκριση του σκοτεινού υπόπτου, με μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες και επιμελέστατο, ακριβέστατο ντεκουπάζ των πλάνων. Δεν συμβαίνει τίποτε βίαιο ή δραματικό ή συγκλονιστικό ή πολύ δυνατό, μα χάρη στη σκηνοθεσία το δράμα και η φόρτισή του απογειώνονται σε άλλο επίπεδο ουσιώδους, ανθρώπινης, συναισθηματικής διάστασης και ψυχολογικής έντασης του δράματος ζωής! Μια ταινία που αξίζει να μελετήσουν λεπτομερώς οι σπουδαστές και οι επαγγελματίες του σινεμά για να αποκομίσουν συμπεράσματα και διδάγματα για την κινηματογραφική εργασία...

 

Κουέντιν Ταραντίνο, Jackie Brown (1997)

Η τρίτη ταινία του Ταραντίνο είναι ένα ρεαλιστικής φτιαξιάς φιλμ νουάρ, βασισμένο σε μυθιστόρημα του Έλμορ Λέναρντ. Ένα φιλμ νουάρ με μαύρη απόχρωση επιδερμίδας, δηλαδή με αρκετούς αφροαμερικανούς ήρωες (τους υποδύονται η Παμ Γκρίαρ, ο Σάμιουελ Τζάκσον και ο Κρις Τάκερ).  Όπως και το Death Proof (2007), είναι ένας ύμνος στη γυναικεία αποφασιστικότητα, ετοιμότητα και ισχύ. Στο Jackie Brown, ο Ταραντίνο στήνει, με πολλά απρόοπτα και ανατροπές στην αφήγηση, την ιστορία της ομώνυμης, ωραίας, μαύρης σαρανταπεντάρας αεροσυνοδού που παλεύει, χάρη στην εξυπνάδα, τη θέληση και τον ερωτισμό της, να επιβιώσει και να φτιάξει ένα καλό κομπόδεμα για τα χρόνια της ωριμότητάς της. Αυτό που μας κερδίζει στο Jackie Brown είναι η δυνατή, στιβαρή αστυνομική πλοκή, όλο ίντριγκες και συνωμοσίες, και η αδρή, γλαφυρή και ρεαλιστική σκιαγράφηση όλων των χαρακτήρων. Ακόμη και οι δεύτεροι χαρακτήρες (π.χ. ο φοβερός τύπος της ελαφρόμυαλης γκόμενας που ενσαρκώνει πειστικότατα η Μπρίτζετ Φόντα) έχουν έντονο περίγραμμα κι οντότητα, και είναι ολοκληρωμένοι και αληθινοί. Ο σκηνοθέτης ζωγραφίζει με αδρές πινελιές, με ρεαλιστικό τρόπο, τον υπόκοσμο και τα ρεμάλια, τους αλήτες που τον κατοικούν… Το φιλμ νουάρ του Ταραντίνο μοιάζει να ξεπροβάλλει έντονα μέσα από τη ζωή, και –ταυτόχρονα– από την κλασική τυπολογία του είδους.

Η αφήγηση ξεκινά με κλασικό τρόπο, περιγράφοντας τους χαρακτήρες. Όταν περνάμε στο θέμα της κομπίνας που στήνει η Τζάκι (Παμ Γκρίαρ) για να κλέψει τα λεφτά που φέρνει λαθραία απ’το Μεξικό για τον κακοποιό εργοδότη της, έμπορο όπλων (Σάμιουελ Τζάκσον), η αφήγηση υιοθετεί τις γνωστές, περίτεχνες μεθόδους του Ταραντίνο: η κλοπή των χρημάτων προβάρεται μια φορά πριν πραγματοποιηθεί. Κατόπιν, η δράση της κλοπής καθεαυτής ξετυλίγεται μπροστά μας τρεις φορές, με πισωγυρίσματα στο χρόνο, κάθε φορά ειδωμένη μέσα από το βλέμμα ενός από τα πρόσωπα, της Τζάκι, του κακοποιού Ρόμπερτ Ντε Νίρο και, τέλος, του δικηγόρου, συνεργού τής Τζάκι στην κλοπή. Η Τζάκι, στην ουσία, σκηνοθετεί τους πάντες και τα πάντα (αναπαράγει το ρόλο του σκηνοθέτη). Τυλίγει τον ανελέητο αρχικακοποιό-έμπορο όπλων, τον συμπαθή δικηγόρο, αλλά και τους αστυνομικούς (με επικεφαλής τον Μάικλ Κίτον). Στήνει μια διπλή και τριπλή σκευωρία, ένα τριπλό κόλπο για να πάρει αυτή τα μαύρα χρήματα του εμπόρου όπλων, που τα εισάγει η ίδια παράνομα, στις ΗΠΑ. Χάρη στο μυαλό, την ακτινοβολία και την ομορφιά της κατορθώνει να τους εμπαίζει όλους (το βλέμμα του Ταραντίνο προς αυτήν είναι ερωτικό και υμνητικό).

Η σκηνοθεσία είναι στέρεη και καλοστημένη. Ο ρυθμός, μετά την εισαγωγή η οποία «τοποθετεί» τα πρόσωπα, ολοένα επιταχύνεται, μέχρι που γίνεται πραγματικά ασθματικός, ειδικά από τη στιγμή που βλέπουμε –από διαφορετικές σκοπιές– το κόλπο της κλοπής. Στην ενότητα αυτή χρησιμοποιούται, μερικές φορές, λειτουργικά κι αποτελεσματικά, η κάμερα στο χέρι και τα υποκειμενικά πλάνα.

Ο Ταραντίνο είναι ένας ευφυής μάγκας του σινεμά, όλο νεύρο, ζωντάνια, σπιρτόζους, χλευαστικούς και καυστικούς διαλόγους, σκηνοθετικά τεχνάσματα, βιαιότητα και μαύρο χιούμορ. Ένας εκατό τοις εκατό αμερικανός σκηνοθέτης, που αφομοίωσε καλά τα διδάγματα από πολλά και διάφορα κινηματογραφικά στυλ· βιρτουόζος, εκκεντρικός, σοφιστικέ και ταυτοχρόνως λαϊκός σκηνοθέτης (με την έννοια ότι υπηρετεί ένα κατά βάση λιτό σινεμά, επηρεασμένο από τα τυπικά, «δευτερεύοντα» είδη και τη serie b). Στο Pulp Fiction, όπως και στα Reservoir Dogs και στην Jackie Brown, κάνει πολλούς μυθοπλαστικούς-αφηγηματικούς ακροβατισμούς ακολουθώντας την τεθλασμένη οδό.

 

Οι αστυνομικές ταινίες των αδελφών Κοέν

Oι Τζόελ και Ίθαν Κοέν έχουν δημιουργήσει σπουδαία, πρωτότυπα φιλμ νουάρ (Το πέρασμα του Μίλερ), αστυνομικά (Fargo), θρίλερ (Μόνον αίμα, Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους). Οι είρωνες Ίθαν και Τζόελ Κοέν δίνουν μια έντονη χροιά ηθικού, μα και κοινωνικού προβληματισμού στις χλευαστικές κι απομυθοποιητικές crime ταινίες τους. Ενυπάρχει κάποιος στωικισμός μα και ένας ρομαντισμός κρυμμένοι στο βάθος ορισμένων έργων τους. Παρ’ όλο τον τυχοδιωκτισμό τους, οι άνθρωποι θα προτιμούσαν κατά βάθος τη γαλήνη, μα χαντακώνονται από τη λειψή συνειδητοποίηση των πραγματικών δεδομένων. Πίσω από την επιτήδεια και υπερεπεξεργασμένη φιλμική κατασκευή, κρύβεται μια μάλλον απαισιόδοξη και κυνική φιλοσοφία για τη ζωή, τους ανθρώπους και την κοινωνία. Το εύκολο κέρδος είναι για τα συνηθισμένα ανθρωπάκια των μυθοπλασιών των Κοέν ένα καταστροφικό κίνητρο. Μερικές φορές το ίδιο ισχύει και για το ερωτικό πάθος, την επιθυμία και το σεξ. Δεν είναι τυχαίο πως στις ταινίες τους βρίσκονται διάσπαρτες πολλές μοιχείες. Η ζωή στην αμερικανική, ξέφρενη καπιταλιστική κοινωνία του ρίσκου και του τζόγου μοιάζει να κυριαρχείται από υλιστικά όνειρα, πάθη και κίνητρα που συχνά οδηγούν το άτομο σε αδιέξοδα…

Η θεματική της ανθρώπινης αφέλειας και βλακείας (ιδωμένη μέσα από έναν λανθάνοντα μισανθρωπισμό) είναι πανταχού παρούσα στο έργο των αδελφών Κοέν. Η ανοησία των χαρακτήρων έχει, όμως συχνά μοιραίες συνέπειες, τους οδηγεί σε  παταγώδεις αποτυχίες (Fargο -1996, Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί, Καυτό απόρρητο, Ladykillers: Η συμμορία των πέντε - 2004, κ.λπ.). Ο Τζόελ και ο Ίθαν μας λένε ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν χοντρά, μη αντιστρέψιμα και καταστροφικά λάθη. Περιγράφουν, με επιμονή, σε ποια κόλαση, από την οποία δεν μπορούμε να αποδράσουμε, μπορούν να μας ρίξουν αυτά τα λάθη, για τα οποία φταίει, βοηθουσών των συνθηκών, το ξερό κεφάλι μας... Αφηγούνται σκωπτικά τη διαδικασία της πτώσης και της διάλυσης στις οποίες μας οδηγούν οι προβληματικές επιλογές μας.

Οι Κοέν βλέπουν γύρω τους στρατιές ηλιθίων, όπως λένε μέσα απ’ το στόμα του στριφνού και μοχθηρού, συνταξιούχου πράκτορα (Τζον Μάλκοβιτς), στο σπαρταριστό και σαρκαστικότατο Καυτό απόρρητο (Burn After Reading). Οι περισσότεροι ήρωες των εκκεντρικών αδελφών Κοέν έχουν τις ιδιότητες του loser και του αφελούς ή ανόητου. Αρκετές φορές είναι ξεκομμένοι από την πραγματική ζωή, μα κατόπιν αυτή έρχεται, καταδυναστευτική, και τους τσακώνει ή τους συνθλίβει. Επιθυμούν διακαώς την επιτυχία, τον έρωτα, την απόκτηση χρήματος ή κύρους, μα με τα αλλεπάλληλα λάθη, τις αβλεψίες και τις στραβοτιμονιές, συνήθως τα γκρεμίζουν όλα ή χάνουν και αυτά που έχουν (Fargo, Καυτό απόρρητο, Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί, Μόνον αίμα, Ladykillers: Η συμμορία των πέντε, Αριζόνα τζούνιορ). Ορισμένες φορές, π.χ. στα φιλμ Fargo, Μόνον αίμα, Το πέρασμα του Μίλερ, το περιβάλλον, κοινωνικό ή φυσικό, ακόμη και το κλίμα (π.χ. το κρύο στο Fargo), μοιάζουν να επιτείνουν την αποξένωση και την ψυχρότητα των μικρόκαρδων ανθρώπινων σχέσεων. Η άποψη των Κοέν είναι καθαρά οπτική και κινηματογραφική, θεμελιώνεται στη φιλμική εικόνα, στα πλάνα, στην αφήγηση και στο ρευστό μοντάζ, στη σκηνοθετική αποτελεσματικότητα, δεξιοτεχνία κι εκφραστικότητα. Γι’ αυτό είναι λογικό να βρίσκουμε πολλές κινηματογραφόφιλες αναφορές σε κινηματογραφικά είδη, π.χ. στο κλασικό φιλμ νουάρ (Το πέρασμα του Μίλερ, 1990) και στο θρίλερ (Μόνον αίμα, Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους, 2007).

 

Μπράιαν ντε Πάλμα, Η μαύρη ντάλια (2006)

Σημαντικό ρόλο στην ιστορία των αστυνομικών και crime movies κατέχει η προσπάθεια του Μπράιαν ντε Πάλμα να δουλέψει πάνω στο είδος του φιλμ νουάρ. Η προσπάθεια αυτή απέφερε πολύ πλούσιους καρπούς με τη Μαύρη ντάλια (The Black Dahlia, 2006), επιμελημένη κι ατμοσφαιρική διασκευή του ομώνυμου, λαβυρινθώδους, νουάρ μυθιστορήματος του Τζαίημς Ελλρόυ. Στη Μαύρη ντάλια συναντάμε μια διεφθαρμένη μεγαλούπολη και έναν βάναυσο, σαδιστικό φόνο. Ο δολοφόνος κάνει ένα φρικτό σεξουαλικό έγκλημα, με θύμα μια ωραία γυναίκα (βρισκόμαστε στο αποτρόπαιο, βίαιο σεξουαλικό σύμπαν του Ελλρόυ και του Ντε Πάλμα, που εδώ συμπλέουν…). Δυο ντετέκτιβ (Άαρον Έκχαρτ και Τζος Χάρτνετ) αναζητούν τον σαδιστή φονιά. Όμως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη, η σήψη γενικευμένη, αγγίζει διάφορους μεγαλοεπιχειρηματίες, την αστυνομία, τους παρανοϊκούς σεξομανείς… Οι δολοφόνοι είναι πολλοί, τα φαινόμενα απατούν…

Ο Μπράιαν ντε Πάλμα παίζει ξανά με το φαίνεσθαι και το είναι, μέσα από θελκτικές, μα ζοφερές και θανατερές εικόνες, με σέπια, πορφυρά και σκοτεινά χρώματα. Κι εδώ υπάρχουν διπλές προσωπικότητες, σωσίες και αντικατοπτρισμοί, π.χ. η αισθησιακή, βιτσιόζα, μοιραία γυναίκα (Χίλαρι Σουάνκ) μοιάζει με τη δολοφονημένη κι ακρωτηριασμένη κοπέλα, μια νεαρή στάρλετ που έπαιζε σε πορνό για πλούσιους [και γι’αυτό προσελκύεται από αυτήν ο ντετέκτιβ που διεξάγει την έρευνα (Χάρτνετ)]. Το φόνο έχει κάνει η ναρκομανής μητέρα της Σουάνκ, για να εκδικηθεί τον πάμπλουτο άντρα της, που παραμόρφωσε τον εραστή της, έναν ψυχοπαθή τύπο που έπαιζε σεξουαλικά παιχνίδια με την ηθοποιό των πορνογραφικών φιλμ.

Στην ταινία συναντάμε παραμορφωτικές αντανακλάσεις καταστάσεων και ατόμων, χαρακτήρες που γίνονται πιόνια σε διάφορες συνωμοσίες, καταστάσεις και εικόνες που δεν είναι αυτό που δείχνουν και αργότερα ερμηνεύονται εντελώς διαφορετικά (π.χ. ο Χάρτνετ αντιλαμβάνεται ότι ο φίλος του συνεχώς τον ξεγελούσε και του παρουσίαζε τα πράγματα απατηλά).

Υπάρχει, ακόμη, και το ιδιότυπο ερωτικό τρίγωνο των τριών φίλων, των δύο ντετέκτιβ (Έκχαρτ και Χάρτνετ) και της ερωμένης τους (Σκάρλετ Γιόχανσον). Το μυστήριο, ο έρωτας, η διεφθαρμένη, μαύρη ατμόσφαιρα, τα διεστραμμένα εγκλήματα, η νοσηρή βία, η απεικόνιση της σάπιας, πλούσιας οικογένειας και η πολεμική ενάντια σε μια παρηκμασμένη κοινωνία, δίνουν έναν μαγευτικό, παράξενο και συναρπαστικό τόνο σ’αυτό το κλασικό φιλμ νουάρ.

Στα φιλμ νουάρ, όμως, του βιρτουόζου Ντε Πάλμα πρέπει να συμπεριλάβουμε, υπό μία ευρύτερη έννοια και άλλες ταινίες του: Υπόθεση Καρλίτο, Snake Eyes, Blow Out

Θόδωρος Σούμας

Σκηνοθέτης και κριτικός κινηματογράφου. Βιβλία του: Κινηματογράφος και σεξουαλικότητα-ερωτισμός (1983), Έρωτας, ψυχολογία και αισθητική στο χολλυγουντιανό σινεμά (1992), 12 Ευρωπαίοι σκηνοθέτες (1999), Η Κλαίρη και η θάλασσα (2001), Κινηματογράφος και έρωτας (2005), Εθνικές κινηματογραφίες, στιλ και σκηνοθέτες (2009).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.