Η μέση θερμοκρασία του πλανήτη έχει αυξηθεί κατά 1,1 βαθμό Κελσίου από τα τέλη του 19ου αιώνα ώς σήμερα. Σε διαδοχικές εκθέσεις της (από το 1990), η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος (Intergovernmental Panel on Climate Change - IPCC), που λειτουργεί υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, αξιοποιώντας ερευνητικές εργασίες χιλιάδων επιστημόνων από όλο τον κόσμο, έχει επιβεβαιώσει τις συνέπειες της υπερθέρμανσης του πλανήτη, τόσο σε σχέση με τις μεταβολές στο κλίμα, όσο και με τις επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα. Η νέα έκθεση, που δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα 9 Αυγούστου 2021 (https://www.bbc.com/news/science-environment-58130705), κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, επιβεβαιώνοντας ότι η κλιματική αλλαγή είναι μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, ότι υπάρχουν ισχυρότατες ενδείξεις πως η παγκόσμια θέρμανση, από τα μέσα κυρίως του 20ού αιώνα, οφείλεται πρωτίστως στην ανθρώπινη δραστηριότητα, ενώ βλέπει πως τα χειρότερα σενάρια για το μέλλον είναι ήδη ορατά.
Time lapse
Το 1962, η Ρέιτσελ Κάρσον, θαλάσσια βιολόγος και συγγραφέας, εκδίδει ένα επιστημονικό οικολογικό σύγγραμμα με τίτλο Σιωπηλή άνοιξη, ένα βιβλίο που θεωρείται η απαρχή των περιβαλλοντικών κινημάτων των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Στη Σιωπηλή άνοιξη, η Κάρσον στοιχειοθετεί και καταγγέλλει την οικολογική καταστροφή και τους υγειονομικούς κινδύνους που ενέχει η χρήση τοξικών χημικών, κυρίως στα φυτοφάρμακα και τα εντομοκτόνα, όπως το δημοφιλές εκείνη την εποχή DDT. Η Κάρσον πολεμήθηκε αδυσώπητα από τις χημικές βιομηχανίες, ωστόσο η παρέμβασή της οδήγησε εν τέλει στην απαγόρευση της χρήσης του DDT, σε αλλαγή της σχετικής εθνικής νομοθεσίας, και συνέβαλε σε μια σειρά από πρωτοβουλίες που κατέληξαν στη δημιουργία του Υπηρεσίας Περιβαλλοντικής Προστασίας των ΗΠΑ το 1970.
Κατά τη δεκαετία του 1970, ένας βρετανός επιστήμονας, ο Σερ Τζέιμς Λάβλοκ, αναπτύσσει τη θεωρία της Γαίας, σύμφωνα με την οποία τα οργανικά και τα ανόργανα στοιχεία του πλανήτη λειτουργούν ως ένα αναπόσπαστο σύνολο, έχοντας τη δυνατότητα αυτορρύθμισης κάτω από μεταβαλλόμενες συνθήκες. Ο Λάβλοκ αμφισβητήθηκε από μέρος της επιστημονικής κοινότητας, ωστόσο αυτή η θεωρία της συστημικής αλληλεπίδρασης ενέπνευσε μελλοντικές αντιλήψεις σχετικά με την προσαρμογή της ανθρώπινης δραστηριότητας στα όρια και τις δυνατότητες του φυσικού περιβάλλοντος.
Το 1972, η Λέσχη της Ρώμης, ένα think tank που ιδρύθηκε το 1968, δημοσιεύει τη μελέτη «Τα όρια της ανάπτυξης» (The Limits to Growth), ένα επιδραστικό σύγγραμμα που προειδοποιεί για τις καταστροφικές συνέπειες που θα έχει η αλόγιστη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, λόγω των αυξανόμενων αναγκών αλλά και της απληστίας της ανθρωπότητας. Καθώς τα επιστημονικά στοιχεία πληθαίνουν και αυξάνουν οι φωνές που επισημαίνουν τα ανησυχητικά σημάδια της κλιματικής αλλαγής, η διεθνής κοινότητα ανταποκρίνεται για πρώτη φορά σε ανώτατο θεσμικό επίπεδο όταν ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών συστήνει μια ειδική επιτροπή, γνωστή ως Επιτροπή Μπρούντλαντ (καθώς πρόεδρός της ορίστηκε η πρωθυπουργός της Νορβηγίας Γκρο Χάρλεμ Μπρούντλαντ), η οποία δημοσιεύει το 1987 την (ιστορική πλέον) έκθεσή της με τίτλο «Το κοινό μας μέλλον» (Our Common Future). Το κείμενο εισάγει επί της ουσίας την έννοια της «βιώσιμης ανάπτυξης», που συνδέεται άρρηκτα με την προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων. Επιπλέον, επισημαίνονται σημαντικές διαστάσεις του ζητήματος, όπως η δια-γενεακή δικαιοσύνη, η ανάγκη ειδικής μέριμνας για τις φτωχότερες και λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη, καθώς και η ανάγκη περιορισμού της ανθρώπινης δραστηριότητας με βάση όχι μόνο τις ανάγκες του παρόντος, αλλά και με την προοπτική της ανθεκτικότητας στο μέλλον.
Το 1992 συγκαλείται η πρώτη διεθνής συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (γνωστή ως Earth Summit), στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Το 1995 ξεκινούν στο Βερολίνο οι ετήσιες πλέον Διασκέψεις του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (COP – Conference of the Parties) και το 1997 υιοθετείται το Πρωτόκολλο του Κυότο (τέθηκε σε ισχύ το 2005), το οποίο προβλέπει μια σειρά δεσμεύσεων που αναλαμβάνουν οι εκβιομηχανισμένες χώρες για τον περιορισμό των εκπομπών των αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, κατά τουλάχιστον 5% μεταξύ 2008 και 2012, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. To 2005, τρεις ερευνητές χρησιμοποιούν σε άρθρο τους τον όρο “Kyoto Forever” για να περιγράψουν το απευκταίο σενάριο της πολιτικής στασιμότητας, της μη-δράσης [Criqui, Patrick & Kitous, Alban & Stankeviciute, Loreta. (2005). Politiques climatiques en Europe et mise en œuvre du système de quotas d’émission négociable].
Πράγματι, μέχρι το 2015 η διεθνής κοινότητα συσκέπτεται τακτικά, αλλά η πρόοδος των διαπραγματεύσεων, κυρίως επί του πρακτέου, είναι σε γενικές γραμμές απογοητευτική. Το ίδιο απογοητευτική είναι και η ανάληψη πρωτοβουλιών σε επίπεδο κρατών, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως για παράδειγμα το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου εισάγεται, το 2008 και σε εφαρμογή των δεσμεύσεων του Κυότο, η γενική νομοθεσία για την Κλιματική Αλλαγή. Ο νόμος (που θεωρείται υπόδειγμα κλιματικής νομοθεσίας μέχρι σήμερα) ψηφίζεται από όλες τις πολιτικές πτέρυγες του βρετανικού Κοινοβουλίου σχεδόν ομόφωνα και προβλέπει μείωση των εκπομπών άνθρακα της χώρας μέχρι το 2050, κατά 50%, με βάση υπολογισμού το 1990.
Σε διεθνές επίπεδο, η 21η Διάσκεψη του ΟΗΕ που πραγματοποιείται στο Παρίσι (COP21) το 2015 καταλήγει επιτέλους σε μια ιστορική διεθνή συμφωνία, που αφενός έχει χαρακτήρα δεσμευτικό, αφετέρου προσυπογράφεται από περίπου 200 χώρες σε όλο τον κόσμο. Η συμφωνία προβλέπει μια δέσμη δράσεων που θα περιορίσει την άνοδο της παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από τους 1,5 βαθμούς Κελσίου, ένα ταμείο ενίσχυσης των αναπτυσσόμενων χωρών κατά τη μεταβατική περίοδο, καθώς και μηχανισμούς εφαρμογής και ελέγχου για την τήρηση των συμφωνημένων. Την ίδια χρονιά ο ΟΗΕ συντάσσει και προωθεί τη δέσμη των 17 Στόχων για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Πρόκειται για μια καλών προθέσεων, αλλά βιβλικών φιλοδοξιών, χάρτα για το μέλλον της ανθρωπότητας, ένα gesamtkunstwerk της οικουμενικής πολιτικής. Οι στόχοι καλύπτουν κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής και δραστηριότητας, θέτοντας προτεραιότητες –χωρίς αμφιβολία– προς τη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο το εύρος του πεδίου και ο μαξιμαλισμός του οράματος δυσχεραίνουν (κατά τη γνώμη μου) τη «μετάφραση» σε πράξη. Επιπλέον, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αν και συνδέεται με πολλούς από τους στόχους, εμφανίζεται αυτοτελώς ως αντικείμενο μόνο ενός εξ αυτών, του Στόχου 13: Δράση για το Κλίμα. Υπό μίαν έννοια, με την υπερ-προβολή των 17 Στόχων, ο ΟΗΕ υποβάθμισε ώς ένα βαθμό τη σημασία της συμφωνίας του Παρισιού και τον επείγοντα χαρακτήρα της κλιματικής κρίσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ευτυχώς, επαναπροσδιορίζει το περιβαλλοντικό ζήτημα ως καταστατική αρχή της Πράσινης Συμφωνίας του 2020.
Lapsus linguae
Πότε άρχισε η κλιματική κρίση; Με επιστημονικούς όρους, η ερώτηση μας εκθέτει στο παράδοξο, μια και μπορεί να απαντηθεί με το «ποτέ» ή και μέσα από δεκάδες διαφορετικές προσεγγίσεις. Στην πραγματικότητα, το θέμα είναι γλωσσικό. Την άνοιξη του 2019, ο Αλ Γκορ, η Greenpeace και άλλες προσωπικότητες και οργανισμοί ξεκινούν μια εκστρατεία ζητώντας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να προτιμούν τον όρο «κλιματική κρίση», αντί του «κλιματική αλλαγή», προκειμένου να ευαισθητοποιήσουν περαιτέρω την κοινή γνώμη. Έχει προηγηθεί η χρήση του όρου από πολλούς επιστήμονες και περιβαλλοντικούς οργανισμούς, κυρίως μετά το 2015, ιδιαίτερα λόγω της διαφαινόμενης επιδείνωσης της κατάστασης και της σχετικής απραξίας που παρατηρείται σε διεθνές επίπεδο. Στο μεταξύ, τον Μάιο του 2019, η βρετανική κυβέρνηση θέτει τη χώρα σε κατάσταση «έκτακτης κλιματικής ανάγκης», ενώ δεκάδες πολιτιστικοί οργανισμοί και καλλιτέχνες υπογράφουν την διακήρυξη Culture Declares Emergency – με αποτέλεσμα, στο τέλος του 2019 το λεξικό της Οξφόρδης να επιλέξει τον όρο “climate emergency” ως λέξη της χρονιάς, που επικρατεί επί του “climate crisis” που ήταν επίσης στη βραχεία λίστα.
Time lapsus
Στα δικά μας. Ήδη, το 2011, η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιεύει την έκδοση με τίτλο Οι περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα. Η έκδοση εκθέτει τα πορίσματα της πρώτης έρευνας που έχει πραγματοποιήσει η Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής, την οποία η Τράπεζα της Ελλάδας είχε συστήσει από το 2009. Η μελέτη παρουσιάζει τις προβλεπόμενες κλιματικές αλλαγές στη χώρα, τον τρόπο που αυτές θα επηρεάσουν μια σειρά από τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής και το πιθανό κόστος στην οικονομία, με βάση τα σενάρια «πρόληψης» ή «μη-δράσης» και με ορίζοντα το 2100. Επισημαίνει ότι οι τομείς που θα πληγούν περισσότερο θα είναι η γεωργία και ο τουρισμός, ενώ οι επιπτώσεις στον τομέα των υδάτινων αποθεμάτων θα έχουν σοβαρό αντίκτυπο συνολικά για την κοινωνία, αλλά και για την οικονομική ζωή.
Το 2017, ο οργανισμός διαΝΕΟσις παρουσιάζει ανάλογη μελέτη με τίτλο Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην οικονομία. Με βάση μετριοπαθή κλιματικά μοντέλα, για το διάστημα 2030 έως 2100, η μελέτη επισημαίνει ορισμένους από τους πιο πιθανούς κινδύνους που διατρέχει η χώρα, οι οποίοι περιλαμβάνουν: αύξηση θερμοκρασίας μέχρι 2,5 βαθμούς Κελσίου κατά μέσο όρο, αύξηση των ημερών με καύσωνα κατά 15-20 ετησίως, λιγότερες ημέρες με παγετό, λειψυδρία, μείωση βροχοπτώσεων κατά 12% (έως και 30% τους θερινούς μήνες), άνοδος στάθμης της θάλασσας κατά 0,20-0,60 μ., ακραία καιρικά φαινόμενα (πυρκαγιές, πλημμύρες, κατολισθήσεις), ενώ υπολογίζεται ότι οι περιοχές που θα πληγούν περισσότερο είναι η Κεντρική Μακεδονία, η Θεσσαλία, η Δυτική Πελοπόννησος και η Αττική.
Τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος, όσο και η διαΝΕΟσις, αλλά και αρκετοί άλλοι πλέον επιστήμονες, φορείς και οργανισμοί, έχουν συνεισφέρει έκτοτε περισσότερες σχετικές ερευνητικές εργασίες και μελέτες. Οι συγκεκριμένες αναφέρονται, πρωτίστως, γιατί συνδυάζουν την επιστημονική ακρίβεια με έναν τρόπο παρουσίασης που είναι προσιτός για τον μη-ειδικό αναγνώστη, αλλά και διότι ήταν διαθέσιμες, για κάθε ενδιαφερόμενο, η πρώτη τα τελευταία δέκα, η δεύτερη τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι πότε άρχισε η κλιματική κρίση, αλλά το πώς και εάν κάποτε θα τελειώσει.