Ωστόσο, εκτός από τα αµιγώς υγειονοµικά και κυβερνητικά ζητήµατα που προκύπτουν, αναδύεται το εξής κεφαλαιώδες παράδοξο: Εφόσον το τέλος της ζωής τροµοκρατεί τους πάντες και εφόσον ο δρόµος προς τον θάνατο ταλαιπωρεί αναρίθµητους ανθρώπους, γιατί απαγορεύεται η ευθανασία;
Όσο γιγαντώνεται το πλήθος των ανθρώπων που υποφέρουν από θανάσιµες ή ανίατες ασθένειες, η νοµιµοποίηση της ευθανασίας πιέζει το ηθικό αισθητήριο. Το πρόβληµα επιδέχεται πλήθος αναλύσεων ― πολιτικής, νοµικής ή θρησκευτικής υφής. Ωστόσο, ως θεµελιώδες αντικείµενο, ανήκει φυσικά στο χώρο της βιοηθικής.
Παρόλο που ο θεωρητικός διάλογος περί ευθανασίας έχει τη µέγιστη βαρύτητα, η επίδραση της θρησκείας παραµένει καταλυτική. Το δόγµα της ιερότητας της ανθρώπινης ζωής (sanctity of life) ―που αποτελεί κοινό τόπο του χριστιανισµού― συνεχίζει να διαβρώνει αρκετά κοσµικά προβλήµατα, όπως τα δικαιώµατα των ζώων και το δικαίωµα στην έκτρωση. Στη φιλοσοφική του εκδοχή, πρεσβεύει ότι η ανθρώπινη ζωή έχει εξαιρετική, µοναδική αξία, την οποία καταστρέφει η πράξη της ευθανασίας. Το νόηµά του δόγµατος αποκαλύπτεται, αν αναλογιστεί κανείς τη συχνότητα και την άνεση µε την οποία θανατώνει ο άνθρωπος τα ζώα σε σύγκριση µε την προστασία που προσφέρει στην ανθρώπινη ζωή. Η ιερότητα της ανθρώπινης ζωής εδραιώνει κάθε πολιτισµένο κράτος, κατοχυρώνοντας αδιαµφισβήτητα ωφέλη. Όλες οι οργανωµένες κοινωνίες απαγορεύουν και τιµωρούν διά νόµου την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής και τα οικουµενικά κείµενα για τα ανθρώπινα δικαιώµατα περιφρουρούν σε αξιοσηµείωτο βαθµό τους πολίτες. Ωστόσο, ως αρχή ―ως κεντρικό επιχείρηµα κατά της ευθανασίας, εν προκειµένω― η ιερότητα της ανθρώπινης ζωής δεν παύει να είναι αυθαίρετη.
Γενικά, φαίνεται ότι τα δόγµατα που τοποθετούν τον άνθρωπο σε ιερή τάξη κυριεύονται από µεγάλη σύγχυση[1]. Γιατί η ευθανασία των ζώων που πάσχουν από οδυνηρές, θανάσιµες ασθένειες δεν δικαιολογείται απλώς, αλλά ενίοτε επιβάλλεται ως καθήκον; Εάν το κριτήριο που ελλοχεύει εδώ έγκειται στην υποθετικά ανεκτίµητη αξία της ανθρώπινης ύπαρξης, τότε για ποιον είναι η ανθρώπινη ύπαρξη ανεκτίµητη; Για τον Θεό; Για τον ασθενή που υποφέρει από θανάσιµη ή ανίατη νόσο και ζητεί να καθορίσει ο ίδιος το τέλος της ζωής του;[2] Εάν καθετί καλό πρέπει να είναι καλό για κάποιον, τότε η απόλυτη υπερεκτίµηση της ανθρώπινης ζωής δεν έχει προφανές έρεισµα. Εφόσον δε µπορεί να υπάρχει τίποτα σηµαντικό χωρίς να είναι σηµαντικό για κάποιον, τότε δεν ισχύει prima facie ότι η ανθρώπινη ζωή είναι πολύτιµη για όλους. Η αδιαπραγµάτευτη εξιδανίκευση της ανθρώπινης ζωής δε µπορεί να θεµελιωθεί[3] χωρίς ανεδαφικές εικασίες.
Για να εξετασθεί ορθά η ευθανασία, πρέπει να διερευνηθεί η ηθικότητα της θανάτωσης εν γένει. Υπό κανονικές συνθήκες, γιατί είναι ανήθικη η θανάτωση ενός ατόµου; Οι κύριοι λόγοι είναι δύο. Κατ’ αρχάς, ένα υγιές άτοµο έχει συµφέροντα ― επιθυµίες που αποβλέπουν στην απόκτηση ωφέλειας. Το βασικό συµφέρον από το οποίο εµφορείται κάθε υγιής άνθρωπος αφορά τη συνέχιση της ζωής του, διότι από τη συνέχιση της ζωής του εξαρτάται η ικανοποίηση όλων των υπόλοιπων συµφερόντων του. Εποµένως, όταν ο x δολοφονεί τον ψ, ανακόπτει διά παντός το πιο σηµαντικό συµφέρον του ― την επιθυµία του να συνεχίσει να ζει. Ταυτόχρονα, εξοντώνει όλα τα υπόλοιπα συµφέροντα του ατόµου ― κάθε δυνατότητα πολύτιµων εµπειριών προς τις οποίες αποβλέπει, ως ον µε συνείδηση.
Εδώ υπεισέρχεται ο δεύτερος λόγος: Η θανάτωση ενός υγιούς ανθρώπου στερεί από τον ίδιο το υπόλοιπο της ζωής του και, άρα, την πληθώρα των καλών πραγµάτων που επιφυλάσσει το µέλλον γι’ αυτόν. Ο άνθρωπος δεν επιθυµεί να ζει µόνο για να ζει, αλλά για να επιδιώκει πράγµατα που ο ίδιος εκλαµβάνει ως άξια επιδίωξης. Συνεπώς, η αφαίρεση της ζωής ενός ακµαίου προσώπου σηµαίνει τη στέρηση µιας ζωής πλούσιας σε καλά πράγµατα, ενός βίου µε θετικό πρόσηµο. Έπεται, έτσι, ότι η θανάτωση ενός προσώπου, υπό κανονικές συνθήκες, είναι ηθικά κατακριτέα.
Ωστόσο, πώς λειτουργούν τα προαναφερθέντα επιχειρήµατα στην περίπτωση του ασθενούς που υποφέρει από θανάσιµη ή ανίατη νόσο και ζητεί ρητά και επανειλληµένα να θέσει ανώδυνο τέλος στη ζωή του; Αιφνιδίως, τα ίδια επιχειρήµατα στρέφονται υπέρ της ευθανασίας. Τουλάχιστον στην περίπτωση της εκούσιας ευθανασίας, ο συλλογισµός είναι κατηγορηµατικός: Εφόσον το άτοµο α) υποφέρει από θανάσιµη ή ανίατη ασθένεια που θα ευτελίσει το υπόλοιπο της ζωής του και τεκµηριωµένα δεν έχει προοπτική βελτίωσης, β) εκφράζει την επίµονη και εθελοντική επιθυµία να πεθάνει, ή έχει εκφράσει ρητά την επιθυµία του πριν απωλέσει την ικανότητα συνεννόησης, τότε γ) η θανάτωσή του παρέχει ηθική δικαιολόγηση.
Ανθεκτικό μοιάζει, επίσης, το ακόλουθο ―πιο ριζοσπαστικό― επιχείρημα: α) Εάν η αποχή από την πράξη x βλάπτει σοβαρά τουλάχιστον ένα πρόσωπο, β) εάν η υλοποίηση της πράξης x ευεργετεί τουλάχιστον ένα πρόσωπο γ) εάν η πράξη x δεν απαιτεί θυσία συγκρίσιμης σπουδαιότητας, τότε δ) το άτομο οφείλει να προβεί στην πράξη x. Άρα, λοιπόν: α) Εφόσον η απαγόρευση της ευθανασίας βλάπτει σοβαρά τα άτομα που υποφέρουν από ανίατη ή θανάσιμη ασθένεια και ζητούν ρητά και επανειλημμένα τη θανάτωσή τους, β) εφόσον η νομιμοποίηση της ευθανασίας ευεργετεί, απαλλάσσοντας τους νοσούντες από μια ζωή ευτελισμένη και αφόρητη που τεκμηριωμένα δεν έχει προοπτική βελτίωσης, γ) εφόσον η ευθανασία δεν απαιτεί ―κατ’ ανάγκην― θυσία συγκρίσιμης σπουδαιότητας, τότε δ) η ευθανασία πρέπει να νομιμοποιηθεί.
Το αίτημα για τη νομιμοποίηση της ευθανασίας αποτελεί ιστορική διεκδίκηση. Σε περίοδο υγειονομικής κρίσης, τα επιχειρήματα λαμβάνουν ιδιαίτερα επιτακτικό χαρακτήρα. Προέρχονται από την ύστατη αξίωση εκατομμυρίων ανθρώπων: την αγωνία τους να μην υποφέρουν μάταια. Ο Φρειδερίκος Νίτσε προσφέρει με γλαφυρό τρόπο την πιο περιεκτική κατακλείδα:
Ο θάνατος, ο περήφανος θάνατος ―όταν περήφανη ζωή δεν είναι πια εφικτή―, ελεύθερα διαλεγμένος, στην πρέπουσα ώρα, με διαύγεια και ευδιαθεσία, παρουσία παιδιών και μαρτύρων: έτσι ώστε να μπορείς να αποχαιρετήσεις πράγματι ―όσο είσαι ακόμα παρών― και να κάνεις απολογισμό της ζωής, τι θέλησες και τι κατάφερες εν τέλει[4].
[1] Βλ. Peter Singer, Practical Ethics (Cambridge University Press, 2011).
[2] Βλ. Michael Cholbi, “A Kantian Defense of Prudential Suicide” (Journal of Moral Philosophy, 7th Volume, 4th Issue, 2010: 489–515).
[3] Bλ. Christine Korsgaard, Fellow Creatures: Our Obligations To The Other Animals (Oxford University Press, 2018).
[4] Φρειδερίκος Νίτσε, Λυκόφως Των Ειδώλων (Gutenberg, 2016), σελ. 208.
Εύγε!!!!! Πες τα Χρυσόστομε, σε ευχαριστώ
18 Ιουλ 2021, 03:07