Τέσσερις κουλτούρες, άνισης εμβέλειας
Από τα κινήματα των Πλατειών και την «Αγανάκτηση» της συγκυρίας του πρώτου Μνημονίου άντλησαν τέσσερις διαφορετικές κουλτούρες της εγχώριας δημόσιας ζωής ή τέσσερις «αντιπολιτευτικές» (oppositional) κουλτούρες.
Η πρώτη είναι μια κουλτούρα γενικής, αντισυστημικής, αντιελίτ καχυποψίας με πολλές διακυμάνσεις και ρευστότητα.
Η δεύτερη είναι η κουλτούρα του αριστερού κοινωνικού λαϊκισμού, κουλτούρα με πιο σαφή περίμετρο.
Η τρίτη είναι η κουλτούρα που αρθρώθηκε στα δίκτυα του νέου αντιεξουσιαστικού χώρου, θεσμικούς «επιχειρηματίες» της νέας ανατρεπτικής σκηνής, θεωρητικά και πολιτιστικά εγχειρήματα που στήθηκαν πάνω στην αμεσοδημοκρατία και στην ενθάρρυνση της ρήξης.
Η τέταρτη στάθηκε η ιδιαίτερη, νεοφασιστική εκδοχή εξέγερσης εναντίον της μεταπολιτευτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας ως διεφθαρμένης και ανθελληνικής συμπαιγνίας. Σε αυτή την ιδιαίτερη πίστα θα αναδυθούν μικρο-υποκείμενα της ακροδεξιάς βίας αλλά και ένα ολόκληρο πολιτικό μόρφωμα.
Κάθε μια από αυτές τις κουλτούρες μορφοποιήθηκε ατελώς και άλλαξε, πολύ ή λίγο, μέσα στο χρόνο και στις διαφορετικές συγκυρίες. Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, τις αλλαγές στη σύσταση του αριστερού κοινωνικού λαϊκισμού μέσα από την πενταετή διακυβέρνηση του βασικού πολιτικού του φορέα. Ή ας αναλογιστούμε το πώς η άνοδος και η πτώση της Χρυσής Αυγής επηρεάζει τη συνολική κουλτούρα της ακροδεξιάς απόρριψης της Γ’ Ελληνικής δημοκρατίας και των μεταπολιτευτικών θεσμικών και αξιακών κεκτημένων. Μπορούμε να πούμε, επίσης, ότι η στερέωση μιας πληθωρικής νεοαναρχικής κουλτούρας με διάφορα εγχειρήματα επιταχύνεται ιδίως μετά τον Δεκέμβριο του 2008 και αντλεί, κατά βάση, από εκείνες τις συγκρουσιακές στιγμές τα βασικά ιδεολογικά της στοιχεία. Διότι η κυρίαρχη «συνιστώσα» τής μετά το 2010 Αγανάκτησης δεν ήταν αναρχική, ούτε κομμουνιστογενής αλλά ένα καλειδοσκόπιο αντισυστημικών συναισθημάτων με κυρίαρχο κίνητρο τη διάψευση της πορείας μέσα ή κοντά στην ευημερία. Κατά κάποιο τρόπο, η πιο επιδραστική κουλτούρα που γεννήθηκε από την κινηματική διέγερση του 2010-12, ήταν λοιπόν η πρώτη: η αντισυστημική, αντιελίτ καχυποψία ως ευρύ πεδίο όπου θα συναντηθούν και θα συνυφανθούν τα τρία βασικά συνθηματικά της Αγανάκτησης: το δε χρωστάω, το δεν πληρώνω και το δεν υπακούω σε «αυτούς». Το περίφημο εμείς ή αυτοί που πρωτοσχηματίστηκε στις Πλατείες και στα άλλα σκηνικά της Αγανάκτησης προηγείται του εμείς ή αυτοί όπως θα κωδικοποιηθεί ως σύνθημα εκλογικής και πολιτικής κινητοποίησης του αριστερού λαϊκισμού.
Το ενδιαφέρον είναι ακόμα ότι σε κάθε μία από αυτές τις κουλτούρες της αποδοχής της Αγανάκτησης, αντιστοιχεί και ένας διαφορετικός τύπος βίας:
Στην πρώτη κουλτούρα η βία είναι κυρίως διακοπή, παρεμπόδιση, ρητορική και φυσική προσπάθεια να πληγούν εκπρόσωποι ή έστω σύμβολα του «παλαιού πολιτικού συστήματος». Κλασικό παράδειγμα, η διακοπή των παρελάσεων του 2011 στη Θεσσαλονίκη, οι παρεμβάσεις για διακοπή ομιλιών βουλευτών και τέτοιου τύπου χάπενινγκ ημιτραμπουκισμού.
Στην κουλτούρα του αριστερού κοινωνικού λαϊκισμού η φυσική βία ήταν ελάχιστη και σποραδική. Και αυτό διότι βασικό χαρακτηριστικό του αριστερού κοινωνικού λαϊκισμού είναι η επιστράτευση της αρνητικής καμπάνιας και η ηθική απαξίωση των όποιων αντιπάλων του, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν ασκήθηκαν και προπηλακισμοί ή άλλες, πιο παραδοσιακές, εκδοχές φυσικής βίας.
Στην κουλτούρα των δικτύων της αντιεξουσίας η βία προφανώς δικαιολογείται πλήρως από μια ορισμένη ιδέα του ανειρήνευτου κοινωνικού ανταγωνισμού και της αντικρατικής ιδεολογίας και έλαβε πολλές φορές από τη μορφή της καταδρομικής επιδρομής και του ήπιου βανδαλισμού μέχρι την κλίμακα του ένοπλου, αν και όχι ως κυρίαρχη μορφή αυτά τα χρόνια.
Τέλος, η ιστορία και η ίδια η υπόθεση της Χρυσής Αυγής φανέρωσε την οργανική συσχέτιση ανάμεσα στη μαχητική ακροδεξιά και στην ωμή, φυσική, δολοφονική βία του δρόμου.
Το ερώτημα που έχει νόημα δέκα χρόνια μετά είναι αν αυτές οι κουλτούρες που άντλησαν, επένδυσαν ή στήριξαν, με τον έναν ή άλλο τρόπο, την «Αγανάκτηση» είχαν συμβολή στην κριτική ανανέωση ή στη διόρθωση του συστήματος διακυβέρνησης, της ελληνικής Δημοκρατίας και του πολιτικού της πολιτισμού. Για κάποιες από αυτές τις κουλτούρες δεν αξίζει ούτε καν η συζήτηση. Από όλες τις κουλτούρες που διεκδίκησαν σχέση με την Αγανάκτηση μόνο η κουλτούρα του αριστερού κοινωνικού λαϊκισμού διεκδικεί έναν μεσολαβητικό ρόλο. Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι επιχείρησε να δημιουργήσει μια νέα κρατική ελίτ, αξιοποιώντας νέους ανθρώπους με πολιτισμικό κεφάλαιο και ριζοσπαστικές ιδέες ακόμα και από το χώρο της αντιεξουσίας. Για να κυβερνήσει όμως χρειάστηκε να ανατρέξει και να συγχωνευτεί, σε ένα μεγάλο βαθμό, με την πρώτη κουλτούρα, με την αντιελίτ, αντισυστημική εχθροπάθεια. Οι ΑΝΕΛ στάθηκαν η πληρέστερη ενσάρκωση των στοιχείων της πρώτης κουλτούρας, αυτής που ξεκινάει από την επίκληση της ελληνικής αντιστασιακής ψυχής και απολήγει τώρα στους σκεπτικιστές/ αρνητές της πανδημίας. Υπάρχει ένα τόξο Αγανάκτησης που ξεκινάει από τα πλακάτ με τις κρεμάλες για τη Μέρκελ, τον Παπανδρέου ή τον Βενιζέλο και φτάνει μέχρι το κοινό οπαδών του Πολάκη, περνώντας από τον Καμμένο και τον χώρο του αμοιβαδοειδούς εθνικισμού: χωρίς αυτό το τόξο, ο πιο «κοινωνιστικός» λαϊκισμός που θα γινόταν κυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να αποκτήσει κάποιο λαϊκό έρεισμα. Η διανοούμενη βάση είτε θα έμενε στην κομμουνιστογενή κινηματικότητα (μπλοκάρισμα επενδύσεων, λογική της παραδοσιακής συγκέντρωσης/καλέσματος) είτε, οι νεότεροι σε ηλικία τουλάχιστον, θα έβρισκαν στο γαλαξία των νέων αντιεξουσιαστικών εγχειρημάτων που έχουν αποκτήσει και πιο προωθημένες θεωρητικές αναφορές, ικανές μάλιστα να προσελκύσουν νέους ακτιβιστές διανοούμενους σε αναζήτηση μιας πιο λοξής θεσμικής καριέρας.
Με άλλα λόγια, η κουλτούρα του αριστερού λαϊκισμού δεν μπόρεσε να συγκροτηθεί αυτόνομα αλλά δανείστηκε στοιχεία (και εποικίστηκε) από τη γενική, αντιελίτ «εθνικιστική» ευαισθησία. Στη συνέχεια, και με βάση την εμπειρία της συριζαϊκής διακυβέρνησης, παραμέρισε σιωπηλά κάποια στοιχεία αυτού του προβληματικού δανείου και έγινε απλώς η κουλτούρα μιας αριστερής δημοσιοϋπαλληλίας, μια νέα δημόσια γραφειοκρατία που αναζητεί έκτοτε το ιδεολογικό στίγμα της, ανάμεσα στην παλαιά σοσιαλδημοκρατία και στις διεθνείς πολιτικές της ταυτότητας, ανάμεσα σε έναν συνδικαλισμό τύπου Φωτόπουλου και στις ΛΟΑΤΚΙ αναφορές.
Το νήμα της Αγανάκτησης
Οι «Πλατείες» ως κοινωνική σύνθεση και πολιτική προέλευση των ανθρώπων που πέρασαν σποραδικά ή έδρασαν συστηματικά σε αυτές, είναι πάντα ένα ζητούμενο της έρευνας, μιας πολιτικής κοινωνιολογίας των μορφών συλλογικής δράσης. Σε αυτό το πεδίο έχει υπάρξει έργο και στο τελευταίο της κείμενο στο αφιέρωμα του σκρα-punk, η Βασιλική Γεωργιάδου[1], ανασυνθέτει βασικά δεδομένα για την πληθυντική πολιτική καταγωγή των υποκειμένων που συνυπήρξαν και έδρασαν στη φάση των Αγανακτισμένων. Η δική μου αίσθηση και γνώση είναι ότι το «επαγγελματικό» πολιτικό προσωπικό των Αγανακτισμένων ήταν κυρίως από οργανώσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς και τμημάτων του αναρχικού χώρου αλλά με σοβαρή συμμετοχή ανθρώπων από «υβριδικά» μορφώματα όπως οι κινήσεις Καζάκη, αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις, ομάδες και πρόσωπα της λεγόμενης πατριωτικής Αριστεράς. Αυτό όμως, είπαμε, είναι η μια διάσταση και κατά τη γνώμη μου όχι η κυριότερη (απαντά στο ερώτημα «ποιοι έκαναν περισσότερο πολιτική» εκεί μέσα).
Δέκα χρόνια μετά, ο προβληματισμός μας χρειάζεται να αναμετρηθεί με την απορία ως προς το τι άφησαν και ανέδειξαν οι συγκεκριμένες εμπειρίες. Με κάποια δόση κυνισμού, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η «Αγανάκτηση», με τη μεσολάβηση τραυματικών γεγονότων όπως το δημοψήφισμα τον Ιούλιο του 2015 ή και η έλευση της πανδημίας, κανονικοποιείται σε δυο, άνισες μεταξύ τους, πρακτικές:
Έγινε καταρχήν ένας θεωρητικός τύμβος, ένα μνημείο για επισκέψεις και αναστοχασμό της αριστερής διανόησης, είτε για την ενατένιση της ήττας είτε για την ανίχνευση των ευκαιριών του κινηματικού ριζοσπαστισμού.
Έγινε όμως και ο δραστικός άξονας γύρω από τον οποίο ένα τμήμα της κοινωνίας μας οργανώνει πια τη σχέση του με τους θεσμούς και τα γεγονότα στη βάση μιας όλο και πιο έντονης συνωμοσιολογικής επιθετικότητας. Η πανδημία, για παράδειγμα, θα μεταστεγάσει ένα κομμάτι του χαμένου «αντιμνημονίου» τουλάχιστον ως προς τα συναισθήματα και τη θεμελιώδη πρόσληψη διαίρεσης του κόσμου σε ένα εμείς που απειλείται από «αυτούς». Τότε «αυτοί» ήταν η κυβέρνηση και οι δανειστές, τώρα είναι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, η Επιτροπή, η φαρμακοβιομηχανία και οι παγκόσμιες ελίτ του βιολογικού ολοκληρωτισμού. Τότε ήταν το κοπάδι των «μνημονιακών», τώρα το κοπάδι όσων «τους πιστεύουν και δεν ξεσηκώνονται».
Ο θεωρητικός-πολιτικός τύμβος των Πλατειών είναι απλώς ένα από τα σημεία εισόδου για μια ορισμένη θεωρητική παραγωγή των τελευταίων χρόνων. Δεν κερδίζει όμως πια τόσο την προσοχή διότι πέρασαν τα χρόνια και έχει αντικατασταθεί από άλλες, πιο πρόσφατες θεωρητικές-πολιτικές κατασκευές.
Η άλλη γραμμή κληρονομιάς που φτάνει στις μέρες μας σε μια νέα, παραληρηματική σχεδόν, εκδοχή «εμείς και αυτοί», παρουσιάζει μεγαλύτερη κινητικότητα και ίσως μεγαλύτερο μέλλον. Η ήττα του αριστερού κοινωνικού λαϊκισμού και η διάλυση της εξτρεμιστικής ακροδεξιάς προοπτικής έχουν αφήσει από καιρό ελεύθερο το πεδίο στην αδιαφοροποίητη, αντισυστημική, παρανοειδή «σπείρα» και στην τοξική της γονιμότητα μέσα στους ψηφιακούς μαιάνδρους. Φυσικά, η Αγανάκτηση του 2010 ήταν ενσώματη (αντι)πολιτική που μπορεί να είχε έναν ορθολογικό πυρήνα (την απαίτηση μιας πιο δίκαιης βίωσης της χρεοκοπίας). Αυτή η νέου τύπου ψηφιακή Αγανάκτηση δεν φαίνεται να έχει ικανότητες πολιτικής κινητοποίησης και οργάνωσης των συναισθημάτων αλλά δεν διαθέτει και κανέναν πυρήνα ορθολογικότητας που να μπορούν να τον χειριστούν μελλοντικοί πολιτικοί παίκτες.
Η νοσταλγία για τις Πλατείες ως στοιχείο της αριστερής ελπίδας ή άλας της αντιεξουσιαστικής μυθολογίας είναι μια πολύ, μικρή πλευρά της ιστορίας, μια πλευρά που δεν αφορά το πώς διαμορφώνονται εθνικοί πολιτικοί συσχετισμοί. Παρά το ότι, όπως είπα, οι άνθρωποι που έστησαν τις συζητήσεις, που οργάνωσαν και κινητοποίησαν τότε, ήταν γνωστοί και λιγότεροι γνωστοί ακτιβιστές των παραπάνω χώρων. Όμως «αυτό» που διαμορφώθηκε μέσα από εκείνες τις δράσεις και τους λόγους κατευθύνθηκε αλλού, πήρε διάφορες μορφές και αυτονομήθηκε από τα πολιτικά του υποκείμενα. Στη συνάντησή της με τον «γενικό πληθυσμό», δηλαδή με τον εξω-κομματικό λαό, η Αγανάκτηση έγινε σταδιακά η ρουτίνα της αντισυστημικής καχυποψίας. Το πνεύμα της είναι πλέον ένα: «εσύ δεν ξέρεις τι παίζεται πίσω από την πλάτη σου, αλλά εγώ βεβαίως ξέρω». Είναι, με άλλα λόγια, όλα τα φαινόμενα ελευθεριστικής άρνησης και ναρκισσιστικής εξέγερσης που εμφανίστηκαν μέσα στην πανδημία με τη μορφή μιας λαϊκής και μεσοαστικής «συναίρεσης» των αντισυστημισμών. Αυτό το μάγμα είναι μειοψηφικό αλλά συγχρόνως απολύτως ικανό πάντα να παράγει μεγάλα γεγονότα, μέσα από μορφές παρεμπόδισης, σαμποτάζ, δημοκρατικής προσομοίωσης και ψηφιακής δημαγωγίας.
Από μια άποψη η τωρινή μεταλλαγμένη Αγανάκτηση απειλεί πιο πολύ τη μετα-λαϊκιστική Αριστερά της αντιπολίτευσης από όσο την κεντροδεξιά κυβέρνηση. Γιατί ιδιοποιείται κουλτούρες της ανυπακοής, της καταγγελίας και της αμφισβήτησης των «Πάνω» με τις οποίες η Αριστερά έχει τρυφερή και προστατευτική σχέση και τις οποίες δεν μπορεί ποτέ να αποκηρύξει ρητώς, για προφανείς λόγους. Αν η οικονομική-κοινωνική κρίση συντηρούσε στην αρχική Αγανάκτηση έναν πυρήνα ορθολογικό (ένα αίτημα δικαιοσύνης), η σημερινή φάση των συνεπειών από την πανδημία και της μεγάλης αβεβαιότητας κάνει την Αγανάκτηση στοιχείο ενός βαθύτερου πολιτισμικού και κοινωνικού συντηρητισμού. Η Αγανάκτηση είναι όλο και περισσότερο Αντίδραση, ένας αντιδραστικός συναισθηματικός και «αντιπολιτικός» τόπος που συντονίζεται με αντίστοιχες διαθέσεις στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Ο εθνικιστικός ή κοινωνικός λαϊκισμός έχει υποχωρήσει για να αναδυθεί μια παν-καχυποψία που είναι ικανή να ενσωματωθεί κατά περίσταση και οπορτουνιστικά σε οποιονδήποτε ψευδοπροφήτη. Αν επιχειρούσα μια ιστορική σύγκριση, θα έλεγα ότι, δέκα χρόνια μετά, η Αγανάκτηση ψηλαφεί τις πιθανότητες ενός υβριδικού, δεξιο-αριστερού κινήματος με αιχμή τη συμμαχία του λεγόμενου ψηφιακού όχλου με τμήματα του παραδοσιακού «λαού». Ίσως όμως αυτό να είναι μην έχει πολλές ελπίδες αν η διαχείριση της κρίσης και των συνεπειών της απαντήσει πειστικά σε αγωνίες και τραύματα που έχουν σωρευτεί τον τελευταίο καιρό.
[1] http://skra-punk.com/2021/06/23/den-eichame-krisi-nomimopoiisis-alla-antiprosopeysis-i-vasiliki-georgiadoy-gia-toys-aganaktismenoys/. Το αφιέρωμα του συγκεκριμένου περιοδικού στους αγανακτισμένους με κείμενα του Στρατή Μπουρνάζου, Αλμπάνη, τη συζήτηση Αντώνη Λιάκου και Δημήτρη Χριστόπουλου κλπ. επανέφερε τη συζήτηση στο θέμα.