Ο φόνος αυτός έχει συγκλονίσει τους πάντες. Κα όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, η δημόσια συζήτηση πρωτίστως στα κοινωνικά δίκτυα μαίνεται, ως συνήθως με εξαπλουστεύσεις, ευκολίες και φανατισμό. Στις μέρες μας μάλιστα όλα μπαίνουν στην προκρούστεια κλίνη της ιδεολογικοποίησης κι όλα συζητιούνται με βάση εδραίες βεβαιότητες που δεν είναι ούτε εδραίες ούτε βέβαιες – από τη χρήση της μάσκας και τα εμβόλια κατά του COVID-19 μέχρι το ακυρωθέν συνέδριο στα Ιωάννινα ή, τελευταίο, το έγκλημα στα Γλυκά Νερά. Λίγη κοινωνιολογία και ψυχολογία του ποδαριού χρειάζεται και ορισμένοι γκουρού του διαδικτύου για να συνταχθούν οι υπόλοιποι με τις απόψεις τους.
Κάπως έτσι η συζήτηση έθεσε το πλαίσιο της γυναικοκτονίας και καταδίκασε την κυρίαρχη εθνοπατριαρχία (sic!) σε υπεραπλουστευτικές αναλύσεις που θεωρούν την ελληνική κοινωνία καθυστερημένη και οπισθοδρομική, ακόμα κι ότι είναι κάτι σαν «φυτώριο» δυνάμει εγκληματιών.
Όλος αυτός ο χαμός των διαφόρων ευαίσθητων και ιδιαίτερα μιας κατηγορίας δραστήριων ακτιβιστριών στο όνομα του φεμινισμού, που συχνότατα έφτασαν σε υπερβολές στοχοποιώντας συνολικά το ανδρικό φύλο, μου θύμισε δύο εγκλήματα που διαπράχτηκαν από γυναίκες για τα οποία δεν είδαμε ανάλογες αντιδράσεις. Μάλλον το αντίθετο συνέβη, δηλαδή μάλλον έγιναν προσπάθειες δικαιολόγησης των εγκλημάτων.
Η υπόθεση της Κάτιας Κολιτσοπούλου
Μια γυναίκα αποφασίζει με τη βοήθεια του εραστή της, στο μακρινό 1982, να δολοφονήσει τον άντρα της, έναν 28χρονο αστυνομικό. Επιστρέφοντας από επίσκεψη όπου είχαν πάει με το σύζυγο και με τον τετράχρονο γιο της, η Κολιτσοπούλου θα προφασιστεί πως θέλει να ρίξει ένα ΠΡΟ-ΠΟ και να αγοράσει γάλα και τσιγάρα, και ο Κολιτσόπουλος, κρατώντας στην αγκαλιά το γιο του, θα ανεβεί στο διαμέρισμα, όπου τον περιμένει ο δολοφόνος του, έχοντας μπει μέσα με αντικλείδι που του έχει δώσει η Κολιτσοπούλου. Με το που θα ανοίξει η πόρτα, ο δολοφόνος θα μαχαιρώσει το θύμα του στην καρωτίδα και το αίμα θα πέσει πάνω στο μικρό αγόρι.
Η επιχειρηματολογία της Κολιτσοπούλου στο δικαστήριο θα είναι: «μα είναι δυνατόν να ήθελα να γίνει κάτι τέτοιο, μπροστά στο παιδί μου;». Κι όμως, ήταν, γι’ αυτό και καταδικάστηκε. Και εκείνη και ο συνεργός της αποφυλακίστηκαν μετά από 15 χρόνια φυλακή λόγω καλής διαγωγής. Ο γιος της δεν ξεπέρασε ποτέ το σοκ της δολοφονίας του πατέρα του μπροστά στα μάτια του, και στα 33 του εξαφανίστηκε, εκτιμάται ότι πολύ πιθανό να αυτοκτόνησε.
Στο πλαίσιο εκείνης της υπόθεσης, βρέθηκαν κάποιες φεμινίστριες («αξιαγάπητες βλαμμένες», όπως θα τις χαρακτήριζε ο Μισέλ Ουελμπέκ) να υποστηρίξουν τη,= με δικαστική απόφαση, συνεργό στη δολοφονία. Παραθέτω απόσπασμα από σχετικό ρεπορτάζ της εποχής: «Η Κάτια Κολιτσοπούλου, παρά ταύτα, δεν ήταν μόνη. Στο πλευρό της στάθηκαν φεμινιστικές οργανώσεις που θεώρησαν τη συμπεριφορά του κόσμου και τις αποφάσεις της δικαιοσύνης απόδειξη των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών».
Η υπόθεση της Δήμητρας Βούλγαρη-Λάμπρου
Το δεύτερο έγκλημα στο οποίο αναφέρομαι είναι αρκετά πιο πρόσφατο και δεν «συγκλόνισε το Πανελλήνιο», κατά το σύνηθες κλισέ που χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εποχής, «η 38χρονη Δήμητρα Βούλγαρη-Λάμπρου, μητέρα ενός 10χρονου κοριτσιού, που στις 8 Δεκεμβρίου 2014 αφαίρεσε τη ζωή του 42χρονου συζύγου της, με δύο πιστολιές πυροβόλου όπλου, στην αυλή φιλικού τους σπιτιού στην Κοιλάδα Αργολίδας, ομολόγησε την πράξη της τα ξημερώματα της Παρασκευής στους άνδρες της Ασφάλειας Ναυπλίου. Αρχικά είχε γίνει λόγος για αυτοκτονία του 42χρονου καπετάνιου σε κότερο γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας, όμως τα στοιχεία της ιατροδικαστικής εξέτασης έδειξαν ανθρωποκτονία. Όπως προέκυψε από τα ερευνητικά δεδομένα, η 38χρονη κατά τη διάρκεια διαπληκτισμού με τον 42χρονο σύζυγό της, που όπως είπε είχαν οικογενειακές διαφορές, τον πυροβόλησε με περίστροφο και στη συνέχεια τράπηκε σε φυγή. Η 38χρονη συνελήφθη με ένταλμα του ανακριτή Ναυπλίου και σε βάρος της σχηματίστηκε δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα που περιλαμβάνει τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και της παράβασης της νομοθεσίας για τα όπλα».
Διαβάζουμε ακόμη σε σχετικά ειδησάρια του Τύπου πως, «η φερόμενη ως δράστης είχε εμφανιστεί δύο φορές στην εκπομπή “Φως στο Τούνελ” της Αγγελικής Νικολούδη, και υποστήριζε πως ζει για να δει τη σύλληψη των δολοφόνων του συζύγου της, μάλιστα είχε καταφερθεί και κατά των αστυνομικών του Ναυπλίου ότι δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους».
Τι διαφορετικό από ό,τι έκανε επί σαράντα ημέρες ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος;
Η βία ως ανδρική υπόθεση
Προφανώς, το ζήτημα δεν είναι να αντιμετωπιστεί το όλο θέμα μέσα από μια «ανδρική» οπτική. Είναι σαφές πως οι άνδρες ασκούν σε ασυγκρίτως μεγαλύτερο βαθμό βία απ’ ό,τι οι γυναίκες, όπως και το ότι οι φόνοι γυναικών από άνδρες είναι περισσότεροι. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται πως οι άνδρες είναι η φονική εκδοχή του ανθρώπινου είδους ή ότι δεν υπάρχουν εξίσου αδίστακτες γυναίκες που διαπράττουν εγκλήματα.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, θα ήταν ίσως σοφό να σιωπούμε. Να μην προσπαθούμε σώνει και ντε να εντάξουμε μια τραγωδία –γιατί πρόκειται περί τραγωδίας, από όποια σκοπιά και να το δει κανείς- σε προκάτ σχήματα, τα οποία στην πραγματικότητα ουδέν προσφέρουν. Η ελληνική κοινωνία, όπως και η γαλλική, η γερμανική ή η σουηδική, έχουν σαφώς τα προβλήματά τους αλλά δεν είναι θερμοκήπια παραγωγής ανδρών δολοφόνων. Κι όσο για την ενδοοικογενειακή βία, στην οποία δεν έχουν το αποκλειστικό προνόμιο άσκησής τους οι άνδρες, είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα και από την κοινωνία και από την πολιτεία, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει πάρει κάποιες αξιόλογες πρωτοβουλίες, οι οποίες σαφώς και πρέπει να έχουν συνέχεια.
Καλό ακόμη θα είναι να μη βλέπουμε το έγκλημα και τη βία μέσα από μία στεροτυπική όσο και θολή ματιά που σχετίζεται με το φύλο. Την ευθύνη κάθε εγκλήματος την έχει πρώτα και κύρια ο αυτουργός του, φυσικός και ηθικός, εφόσον είναι ικανός προς καταλογισμό. Ούτε η οικογένεια, ούτε το σχολείο ούτε η «άτιμη κοινωνία» γενικά και αόριστα.
Και κάτι τελευταίο· είναι άκρως προβληματική η αντίληψη πολλών που θέλει σε κάθε έγκλημα το οποίο τελείται από άνδρα, ο θύτης να είναι ο εγκληματίας –πράγμα απολύτως φυσικό- ενώ όταν ο θύτης είναι γυναίκα, να δικαιολογείται, στη βάση ότι «ο άνδρας την εξώθησε στο έγκλημα, άρα το θύμα είναι θύτης και ο θύτης, θύμα». Είναι η αντίληψη μέσα από την οποία για το φόνο του αρχιμανδρίτη Άνθιμου Ελευθεριάδη, θύτης ήταν ο ίδιος και θύμα η γυναίκα που του έκοψε το νήμα της ζωής, η Βάσω Γιαννακοπούλου…