Όταν η Χρυσή Αυγή υπήρχε στα δημόσια πράγματα, οι αναφορές σε αυτήν γίνονταν –όταν δεν χρησιμοποιούνταν το όνομά της– με όρους όπως «ακροδεξιό μόρφωμα» ή «ακροδεξιά συμμορία» και ορθά, επειδή ο διαχωρισμός της από την «κανονική» Δεξιά ήταν επιβεβλημένος και δίκαιος. Το πρόθεμα «ακρο-» ήταν απαραίτητο για να αποφεύγεται η γενίκευση που θα καθιστούσε τη ΝΔ ομοτράπεζη των φασιστοειδών. Μάλιστα, ο συγκεκριμένος διαχωρισμός ήταν καθολικά αποδεκτός από τους νοήμονες, δεξιούς και αριστερούς, δημοκράτες.
Μετά την εθνική περιπέτεια διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ και τα δεινά που επέφερε, συντηρητικοί πολιτικοί και αρθρογράφοι εμμονικά αναφέρονται στο κόμμα της σημερινής αντιπολίτευσης ως «Αριστερά» ταυτίζοντάς το με όλο το αλλο μισό του πολιτικού φάσματος ενώ αυτό, φυσικά, δεν ισχύει, όπως δεν ίσχυε και για τους δεξιούς συναδέλφους τους. Το πολιτικό όφελος είναι προφανές: με την απουσία του προθέματος, όλη η Αριστερά ρίχνεται στον Καιάδα. Προσωπικά, θεωρώ τη συγκεκριμένη παράλειψη εσκεμμένη και άδικη, επειδή κάθε γενίκευση έχει ως υποπροϊόντα στερεοτυπικές και ρατσιστικές απόψεις. Κανένας αριστερός δημοκράτης δεν ανέχεται να τσουβαλιάζεται με την ακρο-αριστερά του ΚΚΕ που περιλαμβάνει και το μεγαλύτερο κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ (όσον αφορά το ΜέΡΑ 25, το πρόθεμα δεν είναι αρκετό – στην περίπτωσή τους είναι αναγκαίοι πιο σύνθετοι επιθετικοί προσδιορισμοί, όπως «η Αριστερά της χαρωπής αυταρέσκειας»).
Επιπρόσθετα, είναι κάπως υποκριτικό να υιοθετείται το ισοπεδωτικά σκέτο «Αριστερά» από ανθρώπους που στον προσωπικό τους πολιτικό αυτοπροσδιορισμό αποφεύγουν να καλούν εαυτόν και συναλλήλους «δεξιούς» – εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Για τον εαυτό τους δηλώνουν «φιλελεύθεροι», όρος ο οποίος πουθενά στον κόσμο δεν χρησιμοποείται από ανθρώπους που εκκλησιάζονται τακτικά.