Ο Νίτσε κάπως το έχει πιάσει
Η χρήση του Νίτσε από τους ναζί στην προσπάθειά τους να στήσουν τα αντισημιτικά επιχειρήματά τους ξεπερνάει τη φαντασία. Δεν γνωρίζω ιστορικά πώς κατέστη αυτό δυνατό, αλλά αν θυμάμαι σωστά ήταν η αδερφή του που τον έφερε σε επαφή μαζί τους. Λέω ότι «ξεπερνάει τη φαντασία» γιατί ο Νίτσε κάνει ρητές θετικές αναφορές στο εβραϊκό πνεύμα σε διάφορα σημεία του έργου του με χαρακτηριστικότερο, νομίζω, παράδειγμα τις παραγράφους 250 και 251 από το Πέραν του καλού και του κακού. Χοντρικά, σε μια σειρά εξόχως ποιητικών διατυπώσεων, περιγράφει τη χαρακτηριστικά φιλοπερίεργη διάθεση (sublimityofmoralquestionableness), το σαρωτικό ύφος (περιεχόμενο;) του ηθικού στοχασμού (thegrandstyleinmorality), το ίδιο το ιδανικό του υπερανθρώπου του (thefearfulnessandmajestyofinfinitedemands)[1]. Θα μπορούσε κανείς να πει (εγώ το λέω δηλαδή) ότι η ίδια η έννοια του υπερανθρώπου περιγράφει τον Εβραίο άνθρωπο σε μια εξωπραγματικών διαστάσεων ειρωνεία (και ίσως ψυχαναλυτικού τύπου εξήγηση) σχετικά με το μίσος των ναζί για τους Εβραίους.
Στην παράγραφο 251, οι διατυπώσεις γίνονται ακόμα πιο σαφείς και συγκεκριμένες:
Οι Εβραίοι είναι πέραν κάθε αμφιβολίας η πιο δυνατή, σκληρή και καθαρή ράτσα της Ευρώπης. Ξέρουν πώς να τα καταφέρουν ακόμα και υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες (για την ακρίβεια, είναι αποτελεσματικότεροι όταν οι συνθήκες είναι αντίξοες) [...] Είναι προφανές ότι, εάν το επιθυμούσαν ή εξωθούνταν –όπως τόσο έντονα φαντασιώνονται οι αντισημίτες– θα μπορούσαν να έχουν την υπεροχή, λάθος, κυριολεκτικά να κυριαρχήσουν στην Ευρώπη. Το ότι δεν τους ενδιαφέρει αυτή η κυριαρχία είναι εξίσου προφανές. [...] Στην πραγματικότητα, αυτό που επιθυμούν είναι να αφομοιωθούν και να βρουν επιτέλους έναν τόπο στον οποίο θα έχουν δικαιώματα και τον σεβασμό που τους αξίζει· επιθυμούν να τερματιστεί αυτή η συνθήκη νομαδικότητας του «περιπλανώμενου Εβραίου». Θα όφειλε κανείς να σεβαστεί και να κατανοήσει αυτή την επιθυμία και να κάνει κάτι για να πραγματοποιηθεί. Ίσως μάλιστα να ήταν πρέπον και δίκαιο να εκδιωχθούν οι αντισημίτες από τη χώρα, προκειμένου να ευωδοθεί το σχέδιο[2].
Όπως βλέπουμε, η συμπόρευση του Νίτσε με τα αιτήματα των Εβραίων (της Γερμανίας) είναι κάτι παραπάνω από προφανής, αφού φτάνει μέχρι το σημείο να εισηγηθεί την εκδίωξη των αντισημιτών από τη χώρα και να δηλώσει ότι οι Εβραίοι είναι, κυριολεκτικά, η καλύτερη ράτσα. Αυτό που βρίσκω ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ περιγράφει την υπαρξιακή συνθήκη που καθιστά τους Εβραίους εξαιρετικούς («ξέρουν πώς να τα καταφέρουν ακόμα και υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες», «η συνθήκη νομαδικότητας του “περιπλανώμενου Εβραίου”»), δεν προχωράει το συλλογισμό του ένα βήμα παραπέρα για να διατυπώσει την άποψη ότι ακριβώς αυτή η συνθήκη της διαρκούς μετακίνησης είναι που καθιστά τους Εβραίους τόσο (πνευματικά) εξαιρετικούς.[3] Το ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο Νίτσε, ένας φιλόσοφος που γοητεύεται από και καταπιάνεται εκτενώς με την έννοια της καθαρότητας (purity), διατυπώνει μια τόσο κόντρα άποψη για την εποχή, υποστηρίζοντας ότι οι Εβραίοι, η κατεξοχήν μη-καθαρή φυλή σύμφωνα με την πιο κλασική, διαχρονική και κοινότοπη ρατσιστική αντίληψη, είναι η πιο καθαρή φυλή. Ένα δεύτερο σημείο στο οποίο αξίζει να σταθούμε είναι η σαγήνη που του προκαλεί η εβραϊκή θρησκεία, την οποία πολύ συχνά αντιπαραβάλλει με την παρακμιακή, κατ εκείνον, χριστιανική.[4] Αν δεν κάνω λάθος, ο Νίτσε βλέπει στην Παλαιά Διαθήκη όλη εκείνη τη σφριγηλότητα, το πάθος για ζωή, την καταφατική ανάληψη της ευθύνης, την ίδια τη βούληση για δύναμη στον Θεό και τις σοφές αφηγήσεις του ιερού κειμένου. Στην πραγματικότητα, κάθε ρητή αρνητική αναφορά στο χριστιανικό πνεύμα συνοδεύεται από μια πολύ παρούσα απουσία αναφοράς στο εβραϊκό πνεύμα. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ενώ οι λέξεις δεν είναι εκεί, οι δηκτικές και πολλές φορές βιαστικές κριτικές στο χριστιανισμό εκδιπλώνονται πάνω σε έναν ηθικο-φιλοσοφικό καμβά που εμπνέεται από την Παλαιά Διαθήκη. Δηλαδή, η σαγήνη που του προκαλεί το εβραϊκό πνεύμα τον εξωθεί σε μια ασύμμετρη και άδικη αντιμετώπιση του χριστιανικού πνεύματος. Εδώ θα μπορούσε να ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση, για την ώρα ας μείνουμε μόνο στο ότι –και αυτό δεν θα μπορούσε να αποτελεί κριτική αφού θα ήταν μεγάλη απαίτηση εκ μέρους του σύγχρονου αναγνώστη– ο Νίτσε δεν μπορεί να δει τις δύο παραδόσεις ως δυνάμει μια παράδοση. Αυτό που μόλις ονόμασα μία παράδοση είναι ο επονομαζόμενος ιουδαιοχριστιανικός πολιτισμός,[5] μια ιδέα που διατυπώνεται για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν δεν υπερερμηνεύω και βλέπω πράγματα που δεν είναι εκεί, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε μέχρι και την τραβηγμένη[6] ιδέα ότι ολόκληρο το φιλοσοφικό οικοδόμημα του Νίτσε[7] εμπνέεται από το πάθος του για το εβραϊκό πνεύμα. Ένα πάθος που κάποιες φορές εκφράζεται ρητά, όπως στα αποσπάσματα που παρέθεσα παραπάνω. Τις φορές που δεν εκφράζεται ρητά, αν όχι σε όλο το έργο του, είναι εκεί για να τον κινητοποιεί να σκάψει βαθιά στην προσπάθεια του/στις προσπάθειές του να ανακαλύψει όσα περισσότερα μπορεί για την ανθρώπινη ύπαρξη.
Περί επιμειξίας και άλλων (βιολογικών) καλών
Είναι γνωστή η αντιπάθεια της ευρωπαϊκής, κυρίως, κοινωνιολογίας για την επιστήμη της βιολογίας. Η αντιπάθεια που πολύ συχνά συνάπτεται με το φόβο και την επιθετική απόρριψη έχει διάφορες πηγές, με βασικότερη την επιβίωση των αναμνήσεων της ναζιστικής ευγονικής. Εν ολίγοις, στο μυαλό πολλών κοινωνιολόγων και μόνο η αναφορά στη λέξη βιολογία μπορεί να προκαλέσει την ενστικτώδη παραγωγή εννοιών και σκέψεων όπως ρατσισμός, βιολογικός αναγωγισμός, Χίτλερ κ.ο.κ. Η πραγματικότητα, ωστόσο, δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική. Μια δεύτερη πηγή είναι η εντελώς παρεξηγημένη, σε ορισμένους κύκλους, δαρβινική θεωρία της εξέλιξης. Στον 20ό αιώνα καταγράφονται δύο κύματα ηθικού πανικού στο άκουσμα του ονόματος του Δαρβίνου. Το πρώτο έχει να κάνει με την ιδέα περί κοινωνικού δαρβινισμού (την οποία ο Δαρβίνος έθεσε, αλλά δεν επεξέτεινε ποτέ), σύμφωνα με την οποία οι πιο πετυχημένοι άνθρωποι, έθνη, φυλές είναι καλύτερα εξοπλισμένοι βιολογικά. Αρκετοί ανθρωπολόγοι και άλλοι θεωρητικοί των ανθρωπιστικών επιστημών υπέπεσαν άθελά τους σε αυτή την πλάνη και θεώρησαν λανθασμένα ότι η δαρβινική θεωρία, καθεαυτή, έχει ρατσιστικές αποχρώσεις. Το δεύτερο κύμα έρχεται τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Σε πολλά αμερικανικά πανεπιστήμια διατυπώνεται από διάφορους επιστημονικούς κύκλους η άποψη ότι ο άνθρωπος είναι μια «λευκή σελίδα» τη στιγμή της γέννησής του. Για τους συγκεκριμένους πολιτικούς και επιστημονικούς κύκλους που στόχευαν στη ριζοσπαστική ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, αυτή η ιδέα ήταν απαραίτητη προκειμένου να στηθούν τα επιχειρήματα τους για το σαρωτικά νέο υποκείμενο/υποκείμενα που θα οδηγήσει στη μελλοντική ουτοπία/ουτοπίες. Αυτή η άποψη είναι εντελώς ξεπερασμένη και όποιος την υποστηρίζει σήμερα έχει χάσει περίπου 2 εκατομμύρια επεισόδια από τις επιστημονικές εξελίξεις των τελευταίων πολλών δεκαετιών. Κατά τον Pinker,[8] οι εν λόγω επιστήμονες πρόδωσαν τις επιστημονικές αρχές τους στο όνομα του πολιτικού ριζοσπαστισμού τους. Κατηγορούσαν άδικα τους συναδέλφους τους για ρατσισμό και εξωθούσαν τους φοιτητές τους σε μια αντιεπιστημονική στάση που αδιαφορούσε για την αλήθεια και προέκρινε τη συμπόρευση με τα προοδευτικά ιδανικά. Σε κάθε περίπτωση, οι άδικα διαπομπευμένοι χρήστες των εργαλείων του δαρβινικού οικοδομήματος,[9] όπως εκείνου της φυσικής επιλογής, δεν έκαναν ρατσιστικά επιχειρήματα, κάθε άλλο: απλώς επισήμαιναν ότι ο άνθρωπος προφανώς και διαπλάθεται από τον εκάστοτε πολιτισμό στον οποίο έτυχε να γεννηθεί, πάντα όμως εντός των ορίων της βιολογικής πρώτης ύλης του.[10]
Προς τι όμως αυτή η παρέκβαση; Γιατί τα νέα που μας έρχονται, εδώ και πολλές δεκαετίες, από τα προαναφερθέντα επιστημονικά πεδία όχι μόνο δεν είναι ρατσιστικά, αλλά προσφέρουν θαυμάσια επιχειρήματα βιολογικού τύπου σε όλους τους αντιρατσιστές αυτού του κόσμου. Η επιμειξία είναι αυτή που καθιστά τους βιολογικούς οργανισμούς ανθεκτικότερους στις ιογενείς απειλές. Κυριολεκτικά, όταν υπερβήκαμε πριν από 2 δισεκατομμύρια χρόνια το στάδιο των μονοκύτταρων οργανισμών και δύο βακτήρια για κάποιο λόγο βρέθηκαν μέσα στην ίδια μεμβράνη, είχαμε την πρώτη σημαντική μετάβαση. Κάθε επόμενη επιμειξία καθιστούσε λιγότερο ευάλωτο τον εκάστοτε πολυκύτταρο μικροοργανισμό στις ιογενείς επιθέσεις, λόγω του ότι ο επιτιθέμενος είχε να αντιμετωπίσει έναν νέο συνδυασμό που δεν γνώριζε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Είναι μια όμορφη ειρωνεία ότι το κλασικό ρατσιστικό επιχείρημα περί της καθαρότητας ως βιολογικού πλεονεκτήματος πάει κόντρα στις πιο βασικές ανακαλύψεις από το πεδίο της εξελικτικής βιολογίας.
Μια άλλη αναλογία που μπορούμε να σκεφτούμε μας έρχεται από το πεδίο της εξελικτικής ψυχολογίας. Ο Ζαν Πιαζέ, σε μια ακόμη θαυμάσια ερευνητική προσπάθεια, μελέτησε πώς αναπτύσσεται ο ηθικός στοχασμός στα παιδιά. Σε σειρά πειραμάτων, έκλεβε τους νεαρούς συμπαίκτες του όταν έπαιζαν επιτραπέζια παιχνίδια και έκανε τον ανήξερο. Τα πιτσιρίκια, σταδιακά και όσο αναπτύσσονταν γνωσιακά, τον έπιαναν στα πράσα και παράλληλα αποκτούσαν την ικανότητα να κατανοούν τη σημασία τού να σέβονται τους κανόνες, να τους αλλάζουν κατόπιν συμφωνίας με τους συμπαίκτες και να επιλύουν ειρηνικά τις διαφορές τους. Ο Πιαζέ υποστήριξε ότι η ηθική που αναδύεται μέσα από το παιδικό παιχνίδι δεν είναι έμφυτη, αλλά αποτέλεσμα της συναναστροφής και τις τριβής των παιδιών μεταξύ τους.[11] Συνεπώς, η επαφή και ανάμειξη διαφορετικών ανθρώπων και ιδεών είναι που καθιστά τον ηθικό στοχασμό ρωμαλέο.
Ας δούμε όμως και ένα παράδειγμα από την πολιτική επιστήμη που εμπνέεται από το επιχείρημά μας για τη σημασία της επιμειξίας και τους κινδύνους του τραϊμπαλισμού. Ο JonathanHaidt[12] υποστηρίζει ότι ο περιορισμός της επιμειξίας λόγω των νέων τεχνολογιών[13] και των οικογενειακών πολιτικών στο πεδίο της επιλογής τόπου κατοικίας έχει φτάσει την αντιπαλότητα ανάμεσα στους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικανούς στα όρια της εχθροπάθειας. Όπως αναφέρει, το 1976 μόλις το 27% των αμερικανών πολιτών ζούσαν σε κομητείες με εκλογική διαφορά ανάμεσα στα δύο κόμματα μεγαλύτερη του 20%. Το 2008 αυτό το ποσοστό έφτασε το 48%. Αυτή η τάση δημιουργεί αυστηρά περιχαρακωμένους στην πολιτική τους ταυτότητα πολίτες, Δημοκρατικούς ή Ρεπουμπλικανούς, που κυκλοφορούν στις ίδιες γειτονιές, τρώνε στα ίδια εστιατόρια, συναναστρέφονται σχεδόν αποκλειστικά και μόνο ομοϊδεάτες τους. Τι συμβαίνει όταν οι άνθρωποι συναναστρέφονται μόνο τους ομοίους τους; Απλώς ενισχύουν όλων των ειδών τα biases που έχουν, επιβεβαιώνουν χωρίς ποτέ να ακούν ενστάσεις αυτά που ήδη γνωρίζουν, ανελαστικοποιούν το βλέμμα τους πάνω στα πράγματα, επιβεβαιώνουν τους φόβους τους για την παρακμάζουσα κουλτούρα μας, συγχαίρουν αλλήλους για όσα με σιγουριά πιστεύουν (ολλανδική λαβή για τους μύστες).
Τι θέλω να πω με όλα τα παραπάνω; ότι η επιμειξία, κυριολεκτικά και μεταφορικά, είναι αρετή. Ίσως η σημαντικότερη προκειμένου ένας άνθρωπος, μια κοινότητα ή ένας πολιτισμός να παραμείνει δημιουργικός, παραγωγικός και πνευματώδης. Η επιμειξία και η ανοικτότητα επιτρέπουν σε διαφορετικές ιδέες να έρθουν σε επαφή, να γονιμοποιήσουν η μια την άλλη και να οδηγηθούν σε μια καινούρια ένωση. Αντιθέτως, η απόλυτη και ανελαστική περιχαράκωση οδηγούν σε παθογένειες, και μόνο. Και αυτό το γνωρίζουμε επιστημονικά από πεδία όπως η εξελικτική βιολογία μέχρι την κοινωνιολογία και τη μελέτη των cognitive functions.
Η επίλυση προβλημάτων ως τρόπος ζωής
Η ικανότητα του ανθρώπου να λύνει προβλήματα αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επιβίωσή του και την επιδίωξη της καλής ζωής, ανεξαρτήτως του πώς αυτή ορίζεται.[14] Για να καταλάβουμε αυτή τη διατύπωση δεν χρειάζεται να σκεφτούμε στο μακροεπίπεδο, κοινωνικά, πολιτικά ή εθνικά. Πιο απλά, μπορεί κανείς να σκεφτεί τη ζωή του ως έναν μεγάλο και δύσκολο δρόμο επίλυσης προβλημάτων. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε μέχρι τη στιγμή που θα πεθάνουμε βρισκόμαστε μπροστά σε προβλήματα που πρέπει να επιλύσουμε. Τα προβλήματα κυμαίνονται από το πολύ απλό και καθημερινό («πώς θα προλάβω να είμαι στην ώρα μου στο γραφείο και να ετοιμάσω την παρουσίαση που δεν ετοίμασα το Σαββατοκύριακο») μέχρι το βαθιά υπαρξιακό («πώς θα καταφέρω να φροντίσω την οικογένειά μου και να έχω μια επαγγελματική καριέρα που να με γεμίζει»). Όσο πιο απαιτητικά είναι τα προβλήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, σε κάθε επίπεδο, τόσο ικανότεροι γινόμαστε στο να επιλύουμε προβλήματα, με την προϋπόθεση ότι πράγματι καταφέρνουμε να τα επιλύσουμε και δεν οδηγούμαστε σε κάποιου τύπου καταστροφή προσπαθώντας. Το ότι «γινόμαστε ικανότεροι στο να επιλύουμε προβλήματα» σημαίνει ότι εμπλουτίζουμε μέσα από τη βιωμένη εμπειρία μας το γνωσιακό, συναισθηματικό, αναλυτικό, ταξινομητικό κ.λπ. ρεπερτόριό μας και εξελίσσουμε τους εαυτούς μας ώστε σε κάθε επόμενο πρόβλημα να παρουσιαζόμαστε καλύτερα εξοπλισμένοι για την αντιμετώπισή του. Αυτό έχει μια αισιόδοξη διάσταση και μια απαισιόδοξη. Η αισιόδοξη είναι ότι όσο πιο απαιτητικά είναι τα προβλήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, τόσο σοφότεροι γινόμαστε (πάντα με την προϋπόθεση ότι πράγματι καταφέρνουμε να τα αντιμετωπίσουμε). Η απαισιόδοξη είναι ότι ένα ή πολλά περισσότερα πολύ απαιτητικά προβλήματα ενδέχεται να μας οδηγήσουν στην καταστροφή ή τον αφανισμό, με ψυχικούς ή βιολογικούς όρους.
Αν βγαίνοντας από το σπίτι μας το πρωί μάς φαίνεται πολλές φορές βουνό το ότι έχουμε να διαχειριστούμε έναν κακότροπο συνάδελφο, μπορούμε να φανταστούμε τι μπορεί να σημαίνει να έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια κακότροπη ανθρωπότητα και να μην έχουμε δικό μας σπίτι. Οι Εβραίοι για χιλιάδες χρόνια είχαν να αντιμετωπίσουν αυτή την ασήκωτη υπαρξιακή συνθήκη. Δηλαδή να βρίσκονται διαρκώς σε κατάσταση βίαιης δίωξης, μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης, έντονης καχυποψίας έως το σημείο της εχθρότητας, ασύλληπτων πνευματικών και σωματικών βασάνων χωρίς ποτέ να έχουν έναν τόπο τον οποίο μπορούσαν να αποκαλέσουν σπίτι τους. Αυτή η συνθήκη κράτησε χιλιάδες χρόνια, γεγονός που ακόμα και αυτή τη στιγμή μου προκαλεί δέος. Αυτή ακριβώς η συνθήκη όμως, ο διαρκής αγώνας για επίλυση όλο και πιο απαιτητικών προβλημάτων με την παράλληλη δημιουργία υψηλών νοημάτων ακριβώς λόγω της αντιξοότητας των συνθηκών, είναι ο λόγος που οι Εβραίοι έχουν δημιουργήσει το μεγαλείο που έχουν δημιουργήσει.
Η σημασία της (μετα)κίνησης
Γιατί είναι σημαντική η μετακίνηση από ένα συναίσθημα σε ένα άλλο, από μια ιδέα σε μια άλλη, από έναν τόπο σε κάποιον άλλο;
Γιατί μόνο έτσι μπορούμε να παραμείνουμε ζωντανοί, πνευματικά και βιολογικά. Αν παρατηρήσουμε τον εαυτό μας θα δούμε ότι, όταν μια κατάσταση μας προκαλεί θλίψη, πολύ σύντομα βουλιάζουμε σε αυτό το συναίσθημα και γίνεται ο βιότοπος μέσα στον οποίο θα κατοικήσουμε για σημαντικό χρονικό διάστημα. Όσο εξοικειωνόμαστε με αυτόν τον βιότοπο, τόσο πιο άνετα νιώθουμε μέσα του, τόσο περισσότερο τα όργανά μας αρχίζουν να εντοπίζουν στοιχεία που επιβεβαιώνουν τη συναισθηματική μας θεώρηση,[15] τόσο πιο έντονα στερεοποιούνται οι ιδέες μας. Στο επόμενο βήμα, οι οικείοι μας, νιώθοντας και εκείνοι θλίψη για την κατάστασή μας, βυθίζονται και ενθυλακώνουν τη δική μας θέαση και τότε ενεργοποιείται ένα ακαταμάχητο feedbackloop που ενισχύει στο διηνεκές την «ορθότητα» της θλίψης μας. Συνεπώς, η αδράνεια, η πεισματική παραμονή σε έναν «τόπο», είτε αυτός είναι συναίσθημα, είτε μια ερωτική σχέση, είτε κυριολεκτικά ένας συγκεκριμένο κομμάτι γης, εγκυμονεί πολύ συχνά, αν όχι πάντοτε, τον κίνδυνο της αναστόχαστης καταβύθισης σε μια πλάνη. Γιατί είναι πλάνη ότι η οποιαδήποτε δυσκολία και η θλίψη που αυτή μας προκαλεί είναι δυσυπέρβατη και το συναίσθημα που μας προκαλεί «φυσιολογική αντίδραση»;
Eδώ έρχεται πάλι το ζωογόνο εβραϊκό πνεύμα για να μας απαντήσει αισιόδοξα. Γιατί εάν καταφέραμε εμείς να δημιουργήσουμε μεγαλείο χωρίς ποτέ να έχουμε τη δική μας πατρίδα, τότε όλα είναι δυνατά. Γιατί ακριβώς αυτή η συνθήκη της διαρκούς μετακίνησης έχει αποτελέσει μέσα στους αιώνες το φάρμακο και το φαρμάκι μας.[16] Γιατί μπορεί να υπάρξει ποίηση μετά το Άουσβιτς, και αυτό το βροντοφωνάζουν, με την ύπαρξη και την πνευματικότητά τους οι εβραίοι αδελφοί μας, τόσο πριν όσο και μετά το Άουσβιτς.
Βιβλιογραφία
1. FriedrichNietzsche, BeyondGoodandEvil, αγγλικήμετάφραση: R.J. Hollingdale, PenguinClassics, 2003. Η απόδοση της παραγράφου 252 είναι δική μου
2. Jeffrey Alexander (επιμ.), Cultural Trauma and Collective Identity, University of California Press, 2004
3. Steven Pinker, The Blank Slate: The Modern Denial of Human Nature, Penguin, 2003
4. E. O. Wilson, Sociobiology: The New Synthesis, Harvard University Press, 1970
5. Jean Piaget, The Moral Judgement of the Child, αγγλικήμετάφραση: M. Gabain, Free Press, 1932/1965
6. Jonathan Haidt, The righteous mind: Why good people are divided by politics and religion, Pantheon Books, 2012
7. Robert Trivers, The Folly of Fools: The Logic of Deceit and Self-Deception in Human Life, Basic Books, 2011.
8. Jacques Derrida, Πλάτωνος Φαρμακεία, μετάφραση: Χ.Γ. Λάζος, Άγρα, Αθήνα 1990, 266 σελ.
9. Nicholas Humphrey, “The social function of intellect”, στο P.P.G. Bateson και R.A. Hinde (επιμ.), Growing Points in Ethology, Cambridge: Cambridge University Press, 1976
10. Robert Trivers, “The Evolution of Reciprocal Altruism”, The Quarterly Review of Biology, March 1971.
[1] “What Europe owes to the Jews?--Many things, good and bad, and above all one thing of the nature both of the best and the worst: the grand style in morality, the fearfulness and majesty of infinite demands, of infinite significations, the whole Romanticism and sublimity of moral questionableness--and consequently just the most attractive, ensnaring, and exquisite element in those iridescences and allurements to life, in the aftersheen of which the sky of our European culture, its evening sky, now glows--perhaps glows out. For this, we artists among the spectators and philosophers, are--grateful to the Jews.”
[2] Friedrich Nietzsche, Beyond Good and Evil, μετάφρασηαπόταγερμανικάστααγγλικά: R.J. Hollingdale, Ρenguin Classics, 2003. Η απόδοση της παραγράφου 252 είναι δική μου.
[3] Μια δεύτερη περίπτωση που «δεν προχωράει το συλλογισμό του ένα βήμα παραπέρα» είναι όταν, σε άλλο σημείο στο ίδιο έργο, ο μισογυνισμός του δεν του επιτρέπει να δει ότι η διάκριση ανάμεσα σε ηθική και προηθική σκέψη είναι μια διάκριση ανάμεσα στη γυναίκα και τον άντρα. Αλλά αυτό το ενδιαφέρον θέμα θα αναλυθεί σε επόμενο άρθρο.
[4] Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν στιγμές που οι κρίσεις του για τον χριστιανισμό είναι λιγότερο βιαστικές και κυκλικές. Από το ίδιο έργο, διαβάζουμε: «Είναι αξιοθαύμαστο ότι, τόσο ο χριστιανισμός όσο και ο βουδισμός, μπορούν να διδάξουν ακόμα και τις πιο ταπεινές υπάρξεις να ανυψωθούν και ως εκ τούτου να βρουν μια κάποια ικανοποίηση με την ύπαρξή τους».
[5] Όπως επισημαίνει ο JeffreyAlexander, στο κείμενό του στον συλλογικό τόμο που επιμελήθηκε σχετικά με το πολιτισμικό τραύμα, «αυτό που ονομάζω “αντι-αντισημιτισμός” απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη ένταση μετά την κήρυξη πολέμου των Ηνωμένων Πολιτειών κατά της ναζιστικής Γερμανίας. Ένας πρωτοπόρος ιστορικός του αμερικανικού εβραϊσμού διαυγάζει τη φύση αυτού του προβληματισμού με γλαφυρό τρόπο: “Με τον πόλεμο η μοίρα των Εβραίων ταυτίστηκε με εκείνη των Αμερικανών. Η Ναζιστική Γερμανία ήταν ο πιο τρανός εχθρός τόσο των Εβραίων όσο και των Αμερικανών” (Shapiro 1992, 16). Για πρώτη φορά, υπερβολικά θετικές αναπαραστάσεις Εβραίων κατέκλυσαν την ποπ και την υψηλή κουλτούρα. Εκείνη την περίοδο γεννιέται η φράση-ιδέα “ιουδαιο-χριστιανική παράδοση”. Κάνει την εμφάνισή της την περίοδο που οι Αμερικανοί προσπαθούσαν να απωθήσουν τη ναζιστική απειλή ενάντια στα ιερά θεμέλια της δυτικής δημοκρατικής ζωής”. Jeffrey Alexander (επιμ.), Cultural Trauma and Collective Identity, University of California Press, 2004
[6] Μπορεί κάποιος να το έχει αποπειραθεί συστηματικά και απλώς εγώ να το αγνοώ.
[7] Το οποίο βεβαίως είναι τόσο ετερόκλητο και πολυσχιδές που μια τέτοια διατύπωση είναι μοιραία σχετικά απλουστευτική.
[8] Steven Pinker, The Blank Slate: The Modern Denial of Human Nature, Penguin, 2003.
[9] E. O. Wilson, Sociobiology: The New Synthesis, Harvard University Press, 1970.
[10] Για την περίπτωση της ελληνικής κοινωνιολογίας, η έλλειψη επεξεργασιών με αναφορές στην εξελικτική βιολογία, την εξελικτική ψυχολογία, τη νευρολογία και τις υπόλοιπες συναφείς επιστήμες παραμένει εκκωφαντική, με ελάχιστες εξαιρέσεις.
[11] Jean Piaget, The Moral Judgement of the Child, αγγλικήμετάφραση: M. Gabain, Free Press, 1932/1965
[12] Jonathan Haidt, The righteous mind: Why good people are divided by politics and religion, Pantheon Books, 2012
[13] Η αλγοριθμική διανομή της πληροφορίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το μόνο που καταφέρνει είναι να μας καθιστά λιγότερο δεκτικούς σε ό,τι πάει κόντρα στις προϊδεάσεις μας. Με όρους γνωσιακής θεωρίας ενισχύει τα confirmation biases του καθενός μας.
[14] Βλ. Nicholas Humphrey, “The social function of intellect”, στο P.P.G. Bateson και R.A. Hinde (επιμ.), Growing Points in Ethology, Cambridge: Cambridge University Press, 1976 και Robert Trivers, “The Evolution of Reciprocal Altruism”, The Quarterly Review of Biology, March 1971.
[15] Κυριολεκτικά, τα μάτια μας και τα αυτιά μας βλέπουν και ακούν πράγματα που δεν είναι εκεί. Δεν χρειάζεται καν να πάμε στο επίπεδο των ερμηνειών. Η πρώτη ύλη που προσλαμβάνουμε από το περιβάλλον είναι ήδη χαλκευμένη. Βλέπε JonathanHaidt, ό.π.
[16]JacquesDerrida, Πλάτωνος Φαρμακεία, μετάφραση: Χ.Γ. Λάζος, Άγρα, Αθήνα 1990, 266 σελ.