Ι.
Η ad hominem επίθεση του Χρύσανθου Λαζαρίδη λέει πως η Ελλάδα σύρεται από τους «ξένους» στο διάλογο. Όσοι λοιπόν θέλουν και προωθούν τον διάλογο είναι, κατ’ αυτόν, είτε αδύναμοι είτε όργανα των «ξένων» (το οποίο δεν ξέρω πόσες μέρες απέχει από τον χαρακτηρισμό του «προδότη»· αν το θερμόμετρο ανεβεί, δεν αποκλείω να ακούσουμε τη λέξη). Φαίνεται πως του είναι ξένη η ιδέα ότι κάποιος Έλληνας μπορεί, βάσει επιχειρημάτων, να θεωρεί θετικό βήμα το διάλογο και η κρίση του αυτή να συμπίπτει με την κρίση κάποιου αλλοδαπού, της κας Μέρκελ λ.χ. Ας έχει λοιπόν υπόψη του ο Κυριάκος Μητσοτάκης πού θα στοχεύσουν τα οικεία βέλη.
ΙΙ.
Το κύριο επιχείρημα του άρθρου είναι παλαιόθεν γνωστό· πρόκειται για συμπίλημα των δογμάτων Δούντα και Μολυβιάτη: «τώρα δεν είναι η στιγμή να κάνουμε διάλογο με την Τουρκία». Η παραλλαγή του Χρύσανθου Λαζαρίδη μάλιστα μας εμφανίζει μια Τουρκία στριμωγμένη στα σχοινιά, την οποία οι εχθροί της ―στους οποίους ο τέως πρωθυπουργικός σύμβουλος συμπεριλαμβάνει τον Νετανιάχου, τον αιγύπτιο Σίσι, τον ΜΒΡ της Σαουδικής Αραβίας και τον άλλο απίθανο ράμπο των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων― είναι έτοιμοι να ξεδοντιάσουν και να αναγκάσουν να πάψει να παίζει το ρόλο του «ταραξία». Το ότι δείχνει να μην καταλαβαίνει πως η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα, με έδαφος που ξεκινά από τα παράλια του Ευξείνου και φτάνει ώς τις νοτιοανατολικές ακτές της Μεσογείου, πως έχει σύνορα με το Ιράν και τη Συρία, πως ακολουθεί μια πολυσχιδή πολιτική, πως δεν μπορεί παρά να έχει βλέψεις περιφερειακής δύναμης σ’ έναν κόσμο που δεν είναι πια διπολικός, κι ότι όλα αυτά τα συνοψίζει στο χαρακτηρισμό «κράτος-ταραξίας», μου γεννά μια επώδυνη απορία: μήπως κάποια από τα κακώς κείμενα στη χώρα μας οφείλονται στο ότι κυβερνάται από πρωθυπουργούς που έχουν συμβούλους σαν τον κ. Λαζαρίδη και ―για να μην ξεχνιόμαστε― τον κ. Καρανίκα;
Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το «τώρα» κρατά περισσότερο από πενήντα χρόνια. Μήπως είναι πολύ; Ο Π. Μολυβιάτης μας είχε καθησυχάσει, τη μοιραία εκείνη μέρα του 2004 που είχε αναλάβει την ηγεσία του ΥπΕξ ―όταν, θυμίζω, η λύση του Κυπριακού ήταν έτοιμη και, ισχυούσης της απόφασης του Ελσίνκι, ο διάλογος Παπανδρέου-Τζεμ είχε ολοκληρώσει την προετοιμασία του εδάφους για χάραξη των νέων θαλασσίων συνόρων και το περιβόητο ζήτημα του εναερίου χώρου: «Ελλάδα και Τουρκία έχουν μάθει να ζουν με τα προβλήματά τους», είχε πει τότε ο Μολυβιάτης. Με άλλα λόγια: «Συντηρούμε μεν υψηλή την ένταση αλλά την ελέγχουμε. Ουδείς λόγος ανησυχίας».
Το δόγμα «όχι τώρα διάλογος με την Τουρκία», επαναλαμβανόμενο εδώ και περίπου μια πεντηκονταετία, ισοδυναμεί στην πράξη με το «ποτέ διάλογος με την Τουρκία». Αν, αντί του διαλόγου, οι θιασώτες του δόγματος φαντάζονται ένα diktat που θα έλθει μετά την είσοδο του Μέγα Εξαδάκτυλου στην Αγιασοφιά, είναι κάτι που μπορώ να υποθέσω βασίμως, αν λάβω υπόψη του το κλίμα μισαλλοδοξίας που καλλιεργείται σε παρακείμενούς τους χώρους αλλά δεν μπορώ να αποδείξω. Μπορώ όμως ως καλόπιστος παρατηρητής να ρωτήσω: «Ας δεχθώ ότι αίμα δεν έχει χυθεί. Αλλά cui bono η επί πεντηκονταετία σχεδόν άρνηση του διαλόγου και η συντήρηση κλίματος έντασης;» Ποιός έχει ωφεληθεί από την πολιτική αυτή; Aσφαλώς όχι οι φορολογούμενοι της χώρας με τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες στην ΕΕ (το αν αυτή έχει χρεοκοπήσει είναι, βέβαια, μια ασήμαντη για τον Χρύσανθο Λαζαρίδη λεπτομέρεια). Για να μην πω τίποτε για τα χειρότερα: το επί τόσα χρόνια καλλιεργούμενο μίσος για τον γείτονα, τη στρεβλή διδασκαλία της ιστορίας, τα ομφαλοσκοπικά συμπλέγματα, την αδυναμία, εν τέλει, να είμαστε μια κανονική χώρα, ένα απλό μέλος από τα διακόσια του ΟΗΕ.
ΙΙΙ.
Περί τίνος όμως πρόκειται; Η μείζων ελληνοτουρκική διαφορά είναι η οριοθέτηση των νέων θαλάσσιων ζωνών. Για να γίνει κατανοητό το ζήτημα, πρέπει να ανατρέξω στο παρελθόν ― και στις σημειώσεις μου από τα μαθήματα του Χρήστου Ροζάκη.
Τον 17ο αιώνα ακόμη συναντούσε κανείς αντιλήψεις που, από την άποψη της κυριαρχίας, εξομοίωναν τη θάλασσα και το έδαφος. Ο Paolo Sarpi λ.χ., στην υπηρεσία της Βενετίας, θεωρούσε πως η Αδριατική ήταν μια θάλασσα στην οποία η Βενετία ασκούσε κυριαρχία όπως ακριβώς και στα χερσαία εδάφη της: mare nostrum. Oι ιδέες του Sarpi ωστόσο παραμερίστηκαν από τις εντελώς αντίθετες απόψεις ενός άλλου περίφημου νομικού, του Oλλανδού Hugo Grotius. Υπερασπιζόμενος τις επιδιώξεις των Ενωμένων Επαρχιών, μιας περιορισμένης εδαφικά χώρας με ισχυρό εμπορικό στόλο όμως, που ανοιγόταν στον Ατλαντικό και στον Ινδικό, ο Grotius ήταν ο πρώτος που μίλησε για «ανοιχτές θάλασσες» (high seas) ως κτήμα της ανθρωπότητας εν συνόλω κι όχι μεμονωμένων κρατών, διακρίνοντας έτσι τα χερσαία εδάφη από τη θάλασσα. Με βάση τη διδασκαλία του Ολλανδού, το Διεθνές Δίκαιο υιοθέτησε την αρχή των πολύ περιορισμένων χωρικών υδάτων ― των υδάτων δηλαδή που, από την άποψη της κυριαρχίας, εξομοιώνονται με το έδαφος· η έκταση τους ήταν μόνο 3 ναυτικά μίλια· όλη η υπόλοιπη θάλασσα ήταν ελεύθερη έτσι ώστε να μπορούν να τη διασχίζουν ανενόχλητοι οι εμπορικοί και πολεμικοί στόλοι των ναυτικών δυνάμεων.
Τρεις αιώνες μετά, όταν η αποικοκρατία κατέρρευσε, το καθεστώς αυτό άρχισε να αλλάζει· τα νέα κράτη, εκμεταλλευόμενα την αριθμητική τους υπεροχή στα διεθνή φόρα, απαίτησαν την επέκταση των χωρικών υδάτων. Η πρώτη σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας, η σύμβαση της Γενεύης του 1958, κι αυτές που ακολούθησαν, ήταν ένας συμβιβασμός, μας δίδασκε ο Χρ. Ροζάκης, ανάμεσα στις επιδιώξεις των μεγάλων ναυτικών δυνάμεων, που ήθελαν να διατηρηθούν οι «ανοικτές θάλασσες» και τις νέες χώρες, που επιζητούσαν την επέκταση των χωρικών υδάτων: οι συμβάσεις δημιούργησαν νέες ζώνες που δεν ήταν ούτε ανοικτές θάλασσες ούτε χωρικά ύδατα και στις οποίες τα παράκτια κράτη είχαν δικαιώματα αποκλειστικής οικονομικής εκμετάλλευσης ― χωρίς όμως να ασκούν επ’ αυτών κυριαρχία όπως ασκούν επί των χωρικών υδάτων. Στις ζώνες αυτές, τα πολεμικά πλοία ξένων χωρών μπορούν να πλέουν ως εάν επρόκειτο για διεθνή ύδατα, χωρίς δηλαδή να είναι υποχρεωμένα να υποβάλλουν σχέδιο πλεύσης, να καλύπτουν τα κανόνια κ.λπ. Οι θάλασσες του πλανήτη λοιπόν χωρίστηκαν σε τρεις αντί για δύο ζώνες: χωρικά ύδατα, διεθνή και ζώνες αποκλειστικής οικονομικής εκμετάλλευσης από τα παράκτια κράτη. Στις τελευταίες ασκούνται, σύμφωνα με την ορολογία του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, κυριαρχικά δικαιώματα (όπως π.χ. το δικαίωμα αλιείας ή εκμετάλλευσης των υποθαλάσσιων πηγών πλούτου), αλλά όχι κυριαρχία.[1] Για να το πω λοιπόν συνοπτικά: οι συμβάσεις της θάλασσας από το 1958 κι έπειτα έφτιαξαν κανόνες για τη χάραξη νέων συνόρων.
Η χάραξη των συνόρων αυτών (όπως και κάθε συνόρου εξάλλου) δεν είναι απλή υπόθεση. Η σύμβαση του 1958 π.χ. προέβλεπε ότι η μέγιστη έκταση των νέων ζωνών ήταν τα 200 ναυτικά μίλια. Τι γίνεται όπως στην περίπτωση κρατών με αντικριστές ακτές που απέχουν λιγότερο από 200 μίλια; Τί γίνεται με τα νησιά; Πώς χαράσσονται τα σύνορα ανάμεσα σε κράτη με παρακείμενες ακτές (Ελλάδα και Αλβανία λ.χ.) Η σύμβαση έφτιαξε κανόνες και προέβλεπε μέσα για την εφαρμογή τους: διακρατικές (διμερείς ή πολυμερείς) συμφωνίες και, εναλλακτικά, διαιτησία ή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, όπου όμως οι αντίδικοι πρέπει να συμφωνήσουν εκ των προτέρων ότι θα αποδεχθούν την απόφαση και να περιγράψουν με ακρίβεια τη διαφορά. Μονομερής, φυσικά, χάραξη συνόρων δεν νοείται.
Σε πολλές χώρες έχουν, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, χαραχθεί αυτά τα νέα σύνορα. Πρόσφατα λ.χ. η Ελλάδα έκανε τη σχετική διμερή συμφωνία με την Ιταλία. Με την Τουρκία ωστόσο το θέμα εκκρεμεί. Γιατί; Ένας λόγος είναι το πρόβλημα των νησιών. Ορισμένοι αδαείς στην Ελλάδα υποστηρίζουν ότι εφ’ όσον οι συμβάσεις προβλέπουν πως τα νησιά έχουν δικαίωμα στις νέες ζώνες, για την Τουρκία δεν μένει σχεδόν τίποτε. Αγνοούν ή υποκρίνονται πως αγνοούν ότι το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, εκτός από το λεγόμενο θετικό δίκαιο, δηλαδή τις διεθνείς συμβάσεις ή το έθιμο, αντλεί, μεταξύ άλλων, και από τις γενικές αρχές του δικαίου. Μια εξ αυτών είναι η αρχή που ορίζει ότι αν η εφαρμογή του γράμματος του νόμου οδηγεί σε προφανή αδικία, τότε η υπόθεση κρίνεται με βάση την ευθυδικία (ex aequo et bono) προκειμένου να αρθεί η αδικία.
Οι πάντες οφείλουν να γνωρίζουν λοιπόν ότι οιοσδήποτε δικαστής, διαιτητής ή διαπραγματευτής κληθεί να χαράξει τα νέα θαλάσσια σύνορα ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία θα λάβει μεν υπόψη την επήρεια των νησιών στην έκταση των ζωνών αλλά, για να αποφύγει προφανείς αδικίες σε βάρος του άλλου παράκτιου κράτους, θα εφαρμόσει επικουρικά την αρχή ex aequo et bono. Ειδάλλως, το ένα από τα δύο κράτη με αντικριστές ακτές θα μείνει χωρίς μερίδιο στις νέες ζώνες. Οφείλουν επίσης οι πάντες να γνωρίζουν ότι αν π.χ. δεν ληφθεί υπόψη η επήρεια του Καστελόριζου, αυτό ουδαμώς σημαίνει πως χάθηκε το Καστελόριζο· το νησί παραμένει ελληνικό ―όπως ελληνικό έδαφος παραμένει και η Ερείκουσα στο βόρειο Ιόνιο―, στα πέριξ αυτού νερά όμως η γείτων θα μπορεί να κάνει γεωτρήσεις για να αντλήσει, αν υπάρχει, πετρέλαιο.
ΙV.
H Toυρκία, βλέποντας πως η Ελλάδα αρνείται τον διάλογο, προσπαθεί να την πιέσει προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι τουλάχιστον ερμηνεύω τις δηλώσεις για επικείμενες έρευνες σε νερά που δεν έχουν οριοθετηθεί (και τα οποία επομένως δεν μπορούμε να αποκαλούμε «ελληνική ΑΟΖ»· θα γίνουν ελληνική ζώνη μόνο μετά την οριοθέτηση). Η ερμηνεία μου φυσικά δεν ενδιαφέρει κανέναν, φαίνεται όμως πως είναι και η ερμηνεία της γερμανικής προεδρίας· προκειμένου να αποφευθεί η δημιουργία εντάσεων ―με τον κίνδυνο του ατυχήματος που υποκρινόταν πως αγνοούσε ο Π. Μολυβιάτης, και όλα τα άλλα προβλήματα που ανακύπτουν― πρέπει να ξεκινήσει διάλογος για να οριοθετηθούν τα νερά. Διότι ακόμη κι αν ο Σίσι ή οι εμίρηδες του Κόλπου «ξεδοντιάσουν» την Τουρκία, όπως ονειρεύεται ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, τα νόμιμα δικαιώματα της Τουρκίας στις νέες ζώνες δεν θα παραγραφούν. Ο οριοθέτηση των νερών είναι ζήτημα σεβασμού του δικαίου.
Είναι όμως και ζήτημα σκοπιμότητας. Ανέφερα παραπάνω τις δυσμενείς συνέπειες που επιφέρει η συντήρηση της έντασης. Πρόσφατα ο Ευ. Βενιζέλος θύμισε μια άλλη πτυχή:[2] ο χρόνος τελειώνει, είπε· ο κόσμος οδεύει προς απεξάρτηση από τους υδρογονάνθρακες, οι τιμές τους πέφτουν και, σε λίγο, η εκμετάλλευση των υποθαλασσίων κοιτασμάτων δεν θα ενδιαφέρει κανέναν. Αν είναι να επωφεληθούμε από την, πιθανή, ύπαρξη κοιτασμάτων στις θάλασσες που περιβάλλουν τα ελληνικά εδάφη πρέπει να ξεκαθαρίσουμε σύντομα σε ποιές απ’ αυτές τις θάλασσες μπορούμε να υπολογίζουμε.
Υπάρχει ένας ακόμη λόγος, που επίσης υπογράμμισε ο Ευ. Βενιζέλος:[3] αν προχωρήσει η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, θα λυθεί και το ―μη― πρόβλημα των χωρικών υδάτων. Αυτό θα δημιουργήσει ένα κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης που ―ελπίζεται ότι― θα ευνοήσει τη διευθέτηση άλλων εκκρεμοτήτων.
Μαζί μ’ αυτό θα μπούμε, ελπίζω, στο δρόμο μιας κανονικότητας· θα μας βοηθήσει ν’ απαλλαγούμε από το σύνδρομο του «δαρμένου σκύλου» που δεν μας αφήνει να συμπεριφερόμαστε και να σκεφτόμαστε σαν κανονικό κράτος, σαν κανονικοί πολίτες. Αυτά, χρειάζεται να προσθέσω, είναι όνειρα κι ελπίδες ενός ανθρώπου που δεν νοιώθει λιγότερο πατριώτης από τον Χρύσανθο Λαζαρίδη· πατριωτισμός, κατ’ εμέ, δεν είναι η μισαλλοδοξία, η δαιμονοποίηση του γείτονα, τα φοβικά συμπλέγματα, η φραστική βία, η φετιχοποίηση των συμβόλων· η ελπίδα ―δική μου και πολλών άλλων― για μια χώρα που λύνει αντί να διαιωνίζει τα προβλήματα με τους γείτονές της, που δεν υποθηκεύει τη διεθνή της παρουσία στην αναζήτηση στηριγμάτων για μια αδιέξοδη πολιτική αλλά για να χτίσει συνεργασίες στα έργα της ειρήνης, για πληροφορημένους πολίτες που ξέρουν να κρίνουν αντί να κραυγάζουν είναι επίσης πατριωτική.
[1] Η πολιτική ρητορεία συχνά αποσιωπά αυτή τη διάκριση και χρησιμοποιεί την έκφραση «κυριαρχικά δικαιώματα» ως εάν επρόκειτο για κυριαρχία. Το άρθρο του Χρύσανθου Λαζαρίδη δεν αποτελεί εξαίρεση· μιλά για «κυριαρχικά δικαιώματα (δικά μας)» που οι υποστηρικτές του διαλόγου είναι έτοιμοι να απεμπολήσουν. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική· χωρίς οριοθέτηση των ζωνών, τα κυριαρχικά δικαιώματα υπάρχουν εν δυνάμει μόνο· ως τέτοια δεν υπόκεινται σε απεμπόληση.
[2] https://ekyklos.gr/7-7-2020-prokliseis-asfaleias-kai-o-rolos-tou-nato-sti-notia-pteryga.html
[3] Στο ίδιο.